ΡΙΖΙΤΙΚΑ

ΣΥΓ.ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ

ΕΥΡ.ΣΗΜΕΙΩΓΡΑΦΙΑ

ΒΥΖ.ΣΗΜΕΙΟΓΡΑΦΙΑ

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  

  






Στίχοι Τραγουδιών και Παρτιτούρες







Ριζίτικα




Πότες θα κάμει ξεστεριά (Αητός)

Πότες θα κάμει ξεστεριά, πότες θα Φλεβαρίσει
να πάρω το τουφέκι μου την όμορφη πατρόνα
να κατεβώ στον Ομαλό στην στράτα τω Μουσούρω
να κάμω μάνες δίχως γιούς γυναίκες δίχως άντρες
να κάμω και μωρά παιδιά να κλαίν δίχως μανάδες
να κλαίν τη νύχτα για νερό και την αυγή για γάλα
και τ'αποξημερώματα για την καημένη μάνα
(ή: και τ'αποδιαφωτίσματα για τη γλυκειά πατρίδα...)
Πότες θα κάμει ξεστεριά !!!

Αγρίμια κι αγριμάκια μου (Ριζίτικο Κρήτης)

- Αγρίμια κι' αγριμάκια μου, λάφια μου 'μερωμένα
πέστε μου πού ΄ν οι τόποι σας και πού ΄ν τα χειμαδιά σας;
- Γκρεμνά ν΄εμάς οι τόποι μας, λέσχες τα χειμαδιά μας
στα σπηλιαράκια του βουνού είναι τα γονικά μας...
(ή: στα σπηλιαράκια του βουνού είναι οι κατοικιά μας)
...αγρίμια κι' αγριμάκια μου...

σημ. αγρίμια = κρι-κρι, αίγαγροι, αγριοκάτσικα. Μεταφορικά είναι οι αγωνιστές κατά των κατακτητών λέσχες, λέσκες = πεζούλια σε απόκρημνα μέρη όπου φθάνουν τα αγρίμια και μερικές φορές δεν μπορούν ούτε να προχωρήσουν ούτε να οπισθοχωρήσουν ή κατ' άλλους: "ξέφωτα" στα βουνά)

Τ' αγρίμι στέκει στο τζουγκρί

Τ' αγρίμι στέκει στο τζουγκρί κι ' οι σκύλοι στς 'αλυσίδες
κι' ο Μυργιολής χαροκοπά σε δίπορτη ταβέρνα
σε δίπορτη σε τρίπορτη, σ' ασημοκουκλωμένη!
- Φέρε ταβεραναρά κρασί να πιούν τα παλληκάρια
να πιώ κι' εγώ κι' ο μαύρος μου και τα λαγωνικά μου!
...κι' αν δε με φτάσουν τα βαστώ τη σέλα σασε δούδω
πάρετε και τον μαύρο μου!

Σημ. Μυργιολής είναι ο Εμιραλής του βυζαντινού ακριτικού έπους τζουγκρί = η κορφή του βράχου

Τούτο το μήνα

Τούτο το μήνα τον αποπάνω
τον αποπάνω τον παραπάνω
αετός εβγήκε να κυνηγήσει
να κυνηγήσει και να γυρίσει
δεν εκυνήγα λαγούς κι' ελάφια
μόν' εκυνήγα δυο μαύρα μάτια
μαύρα μου μάτια και ζαχαρένια
και πως περνάτε χωρίς εμένα ;
μαύρα μου μάτια κόκκινα χείλη
έβγα μικρή μου στο παραθύρι
έβγα να ιδείς και να σε ιδούνε
δυό μαύρα μάτια που σ' αγαπούνε!
- Γαϊτάνι πλέκω και δεν αδειάζω
δε μου βολεί να κουβεντιάζω!
- Ανάθεμά το και το γαϊτάνι
κι' απου το πλέκει κι' απου το υφάνει
ή : και που το βάνει.

Γεις κυνηγός ανάτειλε

Γεις κυνηγός - γεις κυνηγός ανάτειλε
όξω από τσ'όξω χώρες
Χανιώτικες μου βιόλες
εκατό δυο - μ'εκατό δυο σκουτιά 'σερνε
ούλα μανιακωμένα
τα έρημαπαντέρμα
Τα εκατό - τα εκατό ΄σαν κούργιαλα
και τ'άλλα δυο ήσαν άσπρα
γαρεφαλιά στη γλάστρα
Πάνω σε πλά - πάνω σε πλάκα ανέβηκε
ο νιος να τα μετρήσει
και να τ'αποτσακίσει
Μα 'τον η πλά - μα'τον η πλάκα από βροχή
κι' ήτον και γλυτσιασμένη (ή ομβριασμένη)
η ερημόπαντέρμη
Και παραπά - και παραπάτησεν ο νιος
κι' έπεσε μες' στον ταύκο
γαρεμφαλό μου αφράτο
Σαράντα με- σαράντα μέρες έκαμε
ο νιος μέσα στον νταύκο
απού να μη σε χάσω
Κι' απάνω στσι - κι' απάνω στσι σαρανταδυό
σέρνει φωνή μεγάλη
(να τη γροικήσουν γι'οι άλλοι:)
- Κοντό δεν εί - κοντό δεν είναι επά βοσκοί
δεν είναι αγριμολόοι
ψυχή μου ροστολόει.
να πάρουν το τουφέκι μου
και την κουρνιά μου σκύλα
πριχού σκουριάσει η πιάστρα του;
σημ. κουρνιά = που έχει το χρώμα του πουλιού κουρούνα νταύκος = μικρό χαντάκι στο βράχο

Ο κυρ βοριάς εμήνυσε - στους βοσκούς

Ο κυρ- βοριάς εμήνυσε μαντάτο στσοι μαδάρες
-Τα 'ζά μαζώνετε βοσκοί και να χιονίσει θέλω.
Όσοι βοσκοί τ' ακούσανε, όλοι λαλούσαν κάτω
Μόνο του πάτου ο βοσκός ελάλιε ίσια κάτω.
-Δε σε φοβούμαι κυρ βοριά, χιονίσεις δε χιονίσεις
κι' έχω τριόχτες τσι κριγιούς, τσι τράγους αντρειωμένους
κι' έχω και στειροπρόβατα να κόβγουνε το χιόνι…
Δώδεκα μέρες χιόνιζε και στοίβαζε το χιόνι΄
Και στένετ' ανατολικά και κάνει τον σταυρό του:
-"Θέ μου και πάψε τη χιονιά και πάψε την αντάρα
να πα να βρω τσι τράους μου να τσι ξεκουδουνιάσω".
Ενιά μουλάρια φόρτωσεν όλο χοντρά κουδούνια
κι' άλλα τριαντατέσσερα όλο ψιλά λεράκια.
Κι΄η μάνα ν-του τονε θωρεί και σέρνει τα μαλλιά τζη:
-"Σώπασε μάνα μου, μην καλις μη σέρνεις τα μαλλιά σου
μα όσα κι' αν εψοφήσανε, ακόμ' είν 'τρεις χιλιάδες".

Στον ουρανό χορεύουνε

Στον ουρανό χορεύουνε στον άδη κάνουν γάμο
και πέψαν και καλέσανε ούλους τους πικραμένους
Χριστέ να με καλούσανε κι' εμέ τον πικραμένο
κα κάνω αλέξινα αλεξανδρινάκεριά και πράσινες λαμπάδες
να τ΄άφτα να τον γύριζα τον άδη γύρου γύρου
να ιδώ τσι νιους πως κείτονται, τα' άγουρους πως κοιμούνται
να δω και τα μωρά παιδιά - πως κλαίνε για κανάκια
Χριστέ να με καλούσανε.

Μάνα κι' αν έρθουν οι φίλοι μου

Μάνα κι' αν έρθουν οι φίλοι μου κι' αν 'ερθουν οι εδικοί μας
μην τους- ε πεις κιαπόθανα να τους βαροκαρδίσεις
στρώσε τους τάβλα να γευτούν, κλίνη να κοιμηθούνε
στρώσε και παραπέζουλα να θέσουν τ΄ άρματά τους
και σαν ξυπνήσουν το πρωί και σ΄αποχαιρετούνε
πές τωνε πως επόθανα.

Μάνα χιονίζει στα βουνά (Τραγούδι νέας)

Μάνα χιονίζει στα βουνά και βρέχει στα λαγκάδια
Ξένος περνά στην πόρτα μας ογρός και χιονισμένος
Μάνα μου κι'ας τ' ανοίξωμε του ξένου νά 'μπει μέσα.
- Κόρη, ψωμί δεν έχομε τον ξένο τι τον θέλεις;
- Μάνα στο φούρνο το πουλούν να πάω ν'αγοράσω.
- Κόρη, νερό δεν έχομε τον ξένο τι τον θέλεις;
- Δώσε μου μάνα το σταμνί στη βρύση να το φέρω.
- Κόρη, στρώμα δεν έχομε τον ξένο τι τον θέλεις;
- Μα εμέ το φουστανάκι μου, μάνα μου, μασε φτάνει.

Ο Διγενής ψυχομαχεί

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι' η γή τονε τρομάσσει
Κι' η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τονε σκεπάσει
πώς θα σκεπάσει τον αετό τση γής τον αντρειωμένο
γιατί από 'κειά που κείτεται λόγια αντρειωμένα λέει:
- Νά χεν η γής πατήματα κιο ουρανός κερκέλια
να πάθιουν τα πατήματα νά 'πιανα τα κερκέλια
να ανέβαινα στον ουρανό να διπλωθώ να κάτσω
να δώσω σείσμα τ'ουρανού να βγάλει μαύρα νέφη
να βρέξει χιόνι και νερό!

Φιλιότσο μου στσι γάμους σου

Φιλιότσο μου στσι γάμους σου και στσι ξεφάντωσές σου
τα όρη λύρες να γενούν και τα δεντρά δοξάρια
να 'ρθουνε να γλεντίζουνε όμορφα παλληκάρια
Κρητικοπούλες λυγερές...

Σε ψηλό βουνό

Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι
κάθεταί ν' αετός βρεγμένος χιονισμένος
και παρακαλεί τον ήλιο ν' ανατείλει :
- 'Ηλιε' ανάτειλε , ήλιε λάμψε και δώσε
για να λιώσουνε τα χιόνια απ'τα φτερά μου
και τα κρούσταλλα απο τα ακράνυχά μου.

Τρώτε και πίνετε άρχοντες

Τρώτε και πίνετε άρχοντες κι' εγώ θα σας διηγούμαι
κι' εγώ να σασε διηγηθώ για έναν αντρειωμένο
για ένα νιό που τον είδα εγώ στσι κάμπους και κυνήγα
κυνήγα ο νιος και λαγώνευγε, ο νιος κι' αγριμολόγα
στο γλάκιο πιάνει τον λαγό στον πήδο πιάνει αγρίμι
την πέρδικα την πλουμιστή οπίσω την αφήνει.

Για ιδές περβόλι ν όμορφο

Για ιδές περβόλι ν όμορφο, για ιδές κατάκρυα βρύση,
στο περβό- στ' ωριο περβόλι μας τ' όμορφο
κι' όποιο δεντρό έπεψεν ο Θιός μέσά ΄ναι φυτεμένο
στο περβό- στ' ωριο περβόλι μας τ' όμορφο
κι΄όποιο πουλί πετούμενο, μέσά ΄ναι φωλεμένο
στο περβο - στ΄ωριο περβόλι μας τ΄ όμορφο
μέσα σ΄εκείνα -ν τα πουλιά ευρέθη ένα παγώνι, το παγωνάκι μας
ευρέθη ένα παγώνι, το παγω - τ΄ ωριο παγώνι μας τ' όμορφο
και χτίζει τη φωλίτσα του σ΄ενούς δεντρού κλωνάρι.

Από την άκρη των ακριώ (Ριζίτικο Κρήτης- της Τάβλας)

Από την άκρη των ακριώ ώστε να πας στην άλλη
στεκουσι τάβλες αργυρές στρωμνιά μαλαματένια
ποτήρια με τις ερωθιές κι' όποιος τα δει πλανάται
και πέρασεν ο βασιλιάς κι' είδε τα και 'πλανέθη.
...Χριστέ, μην ήμουν βασιλιάς, Χριστέ μην ήμουν ρήγας
να πέζευγα να χόρευγα με νιες και μαυρομάτες;

Μα εγώ θωρώ την Τάβλα μας (Ριζίτικο Κρήτης -της Τάβλας)

Μα ΄γώ θωρώ την τάβλα μας κι' είναι καλά στρωμένη
με μόσχους και με ζάχαρες και με τα κυπαρίσσια
η ζάχαρή 'ναι το ψωμί και το κρασί ΄ν ο μόσκος
τα κυπαρίσσια του σκαμνιού είναι τα παλληκάρια.

Γιέ μου κι αν πας στο καπηλειό

Γροικάτε ίντα παράγγελνε γ-είς φρόνιμος του γιού του:
- Γιέ μου κι' αν πας στο καπηλιό και βρεις τσι χαροκόπους
ντήρα, διαντήρα το σκαμνί, την τάβλα που καθίζεις
τον φρόνιμον ατίμαζε (τίμα) τον κουζουλό χαιρέτα
με τον καλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου
να σε τιμούν οι γι-άρχοντες, να σε τιμά κι' ο τόπος.

Γιέ μου και πέρνα φρόνιμος

Γροικάτε (ακούστε) ίντα παράγγελνε μια φρόνιμη του γιού της:
- Γιέ μου και πέρνα φρόνιμος να γίνεις νοικοκύρης...
- Μάνα δε θέλω φρόνιμος δε θέλω νοικοκύρης
γιατί 'μαθα στη λευτεριά και στη λεβεντοσύνη
να παίρνω το τουφέκι μου να πχαίνω στο κυνήγι
λαγούς κι' αγρίμια για να βρώ.

Με τσι λεβέντες πάντοτε (της Τάβλας)

Με τσι λεβέντες πάντοτε μ' άρέσει να καθίζω
μ' αρέσει να χαροκοπώ εις αντρειωμένου τάβλα
γιατί μυρίζουν τα σκαμνιά, μυρίζουν τα τραπέζια
μυρίζουν που τα στρώνανε.
Σχετική μαντινάδα: 'Οντε θα βρείς τον μερακλή ούτε λεπτό μη χάνεις όσα κι' αν έχεις ξόδιαζε φίλο να τονε κάμεις.

Στου Ψηλορείτη την κορφή

Στου Ψηλορείτη την κορφή εις ένα βράχο επάνω
αετός κρατεί στα νύχια ντου παλικαριού κεφάλι.
Τζιμπά το και ρωτά τονε: -'Πο πού 'σαι παλικάρι;
- Μα 'γώ 'ρθα απ' την Ανατολή ραγιάδες για να κάμω
και να χαλάσω εκκλησιές.

Στου Ψηλορείτη την κορφή - 2

Στου Ψηλορείτη την κορφή αητός ήν καθισμένος
κι'εβάστα και στα νύχια ντου παλικαριού κεφάλι.
Τσιμπά τον και χτυπά τονε τζιμπά το και ρωτά το:
-Μην ήσουν κεφαλή φονιάς μην ήσουνα και κλέφτης;
-Δεν είμ' αητέ μου εγώ φονιάς δεν ήμουν μουδε κλέφτης
μόνό ΄μουν αγροφύλακας ήμουν και στιμαδόρος
κι' αδίκησά τσι τσι φτωχούς και πλέρωνα τσι πλούσους
κι' αν δε βαριέσαι τζίμπα με κι' αν δεν βαριέσαι χτύπα!

Μια κόρη στην ανατολή

Μια κόρη στην ανατολή ύφαινε και τραγούδειε
κι' ο συριγμός του μασουριού κιο χτύπος του πετάλου
κι' αηδονισμός της λυγερής στον ουρανό -ν εβγήκε.
Καραβοκύρης το γροικά πανάμεσα πελάγους
-Στέσετε ναύτες τα κουπιά, νευτέρια το τιμόνι
ν΄ακούσωμε τη λυγερή σ' ίντα σκοπό το λέει.

Τον αντρειωμένο μην τον κλαις

Τον αντρειωμένο μην τον κλαις, όσο κιαν αστοχήσει
μα αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος θα ΄ναι,
πάντά ν' η πόρτα του ανοιχτή κι τάβλα ντου στρωμένη
και τα΄αργυρό του το σκαμνί όμορφα στολισμένο
και καρτερεί τσι φίλους του.

Οψές αργά ΄ν επέρνουνα (Ριζίτικο Κρήτης)

Οψές αργά ΄ν επέρνουνα στου χάροντα την πόρτα
κι' άκουσα τη χαρόντισα και μάλωνε το χάρο:
- Χάροντα δε σου τό ΄λεγα, χαροντα δε σου τό 'ειπα,
κι' απού ΄ναι πέντε παίρνε δυό, κι' απού' ναι τρεις τον ένα
κι' απού ΄ναι δυο και μοναχοί μην τσοι ξεζευγαρώνεις;

Ήθελα και να κάτεχα

Ήθελα και να κάτεχα ποιο μήνα θα 'ποθάνω
ποιαν εβδομάδα του μηνός, ποια μέρα τσ' εβδομάδας
να πάρω τα πελέκια μου, τα σκερπανόγλυφά μου
να ΄μπώ εις το περβόλι μας να τ΄ ανακορκαλέψω
να βρώ τ΄αφράτο μάρμαρο να το ξεπελεκήσω
να κάνω το κιβούρι μου.

Τρίτη σήμερο

Τρίτη σήμερο, Τρίτη τριάντα μέρες
λείπει ο Γιάννος μας, ο πλια καλά αντρειωμένος
γ-ή σκοτώσαν τον γ-ή τα θεριά τον φάγαν
γ-ή κι' ο μαύρος του ποθές εγκρέμισέ τον...
...γή κοιμήθηκε σε λυγερής αγκάλες ;









 
©2010