Αυτοπαρουσίαση
Γιώτα Αργυροπούλου : ένα κείμενο αυτοπαρουσίασης " Στάγδην βραδέως
κι ενδοφλεβίως "
Στα σπίτια μας στο χωριό που μεγάλωσα, υπήρχαν μόνο τα χρεώδη. Όσο
για βιβλία....
Όλο μου το βιός δυό συλλογές παραμύθια στις εκδόσεις Άγκυρας και το
" Χωρίς οικογένεια ".
Στη βιβλιοθήκη του Δημοτικού μας υπήρχαν 60 βιβλία που τα είχα διαβασμένα
δυό τρείς φορές.
Ανάμεσά τους κανένα ποιητικό..Η επαφή μου με την ποίηση ωστόσο νιώθω
ότι άρχισε νωρίς στη ζωή μου χάρη στα δημοτικά που τραγουδούσε η μάννα
μου και στα μοιρολόγια που άκουγα στο χωριό.
Εμάς τα παιδιά δεν μας προφύλασσαν από κηδείες και τα συχνά πήγαινε
έλα στο νεκροταφείο. Θυμάμαι μάλιστα πολύ μικρή, 4-5 χρονών, να μπερδεύω
τα τραγούδια με τα μοιρολόγια ,να βάζω τα κλάματα μόλις ξεκίναγε η
μάννα μου να πει ένα τραγούδι και να την παρακαλάω να σταματήσει.
Άλλωστε και ο σκοπός των τραγουδιών ήταν λυπητερός όπως και τα λόγια
,είτε επρόκειτο για το όλα τα πουλάκια ζυγά μονά , ή μου παρήγγειλε
το αηδόνι ή για τη νεραντζούλα και άλλα τραγούδια που ταίριαζαν στη
διάθεσή της.
Η επαφή μου τώρα με τη λόγια ποίηση επρόκειτο να γίνει μέσω του σχολείου
και στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία στην πρώτη του Δημοτικού. Ο δάσκαλος
υπερεκτιμώντας με μου ανέθεσε να απαγγείλω από στήθους σε σχολική
γιορτή το "χώμα ελληνικό" του Γεωργίου Δροσίνη.
Μπερδεύτηκα μπροστά στον κόσμο, δεν το είχα μάθει και καλά ,το "έχασα",
και ντροπιάστηκα άσχημα. Από όλο το Δημοτικό, εκτός από την πρώτη
στροφή αυτού του ποιήματος, δεν θυμάμαι παρά "Το τραγούδι του νεκρού
αδερφού", που άκουσα σε μια σχολική γιορτή, ένα άλλο επίσης δημοτικό
τραγούδι " Ο Δήμος και το καρυοφύλλι" και σχεδόν τίποτα από τα στιχουργήματα
των αναγνωστικών μας.
Το πρώτο μου βιβλίο με ποιήματα ήταν ένας τόμος του Παλαμά, χαρισμένο
στο τέλος της Γ Γυμνασίου από τη φιλόλογο της τάξης , η οποία ξεχώρισε
τις εκθέσεις που της έγραφα .
Αυτό το δώρο με ευχαρίστησε πολύ , αλλά δεν κατάφερα να επικοινωνήσω
με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου και τα άλλα ποιήματα του τόμου. Θυμάμαι
όμως στις τελευταίες σελίδες το αφήγημα ο Θάνατος του Παλληκαριού
το οποίο διάβασα κατ΄ επανάληψη.
Εκείνη την εποχή άρχισα να αντιγράφω σε ένα τετράδιο αποσπάσματα από
βιβλία και ποιήματα που μου άρεσαν και κατέφευγα στις σελίδες του
όταν ένιωθα μοναξιά, όταν έπληττα, όταν μελαγχολούσα .
Κλείνοντάς το ένιωθα ότι μια ήσυχη δύναμη, μια θαλπωρή φώλιαζε σ΄
αυτές τις σελίδες με τα αντιγραμμένα ποιήματα-θυμάμαι αρκετά ήταν
του Λόρκα.
Στη σύγχρονη ποίηση καθοδηγήθηκα από το φιλόλογο Δημήτρη Καρανδρέα
στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, ο οποίος αντί για την "ανάλυση
" στην οποία είμασταν μέχρι τότε συνηθισμένοι ,μας δίδαξε Ιστορία
της Λογοτεχνίας την οποία συνοπτικά κρατούσαμε στα τετράδιά μας, και
μας διάβαζε μόνο αντιπροσωπευτικά ποιήματα κάθε ποιητή ή κάθε περιόδου.
Αυτός ο ξεχωριστός άνθρωπος υπήρξε και ο αποδέκτης των πρώτων μου
"ποιημάτων" και ο εμψυχωτής μου να συνεχίσω .
Και δεν ήταν βέβαια εκείνα τα πρώτα γραπτά τίποτε άλλο παρά η έκφραση
στο χαρτί των εφηβικών προβληματισμών που αποφόρτιζαν την μελαγχολική
διάθεση της ηλικίας και την έντονη μοναξιά που μου δημιουργούσε η
επαρχιακή κωμόπολη στην οποία είχαμε μετακομίσει..
Από αυτήν την περίοδο θυμάμαι ένα νεανικό περιοδικό με εκλεκτές σελίδες
λογοτεχνίας που ερχόταν στα χέρια μας από το υπουργείο Παιδείας Ήταν
η καλαίσθητη "Ελεύθερη γενιά" που επιμελούνταν ο πεζογράφος Γιώργος
Ιωάννου ,αποσπασμένος εκείνο το διάστημα στο υπουργείο.
Μάλιστα στη β΄Λυκείου είχα πάρει μέρος σε διαγωνισμό του περιοδικού
γράφοντας ένα διήγημα .Εκείνη την εποχή απέκτησα και τα πρώτα μου
ποιητικά βιβλία: Τον Σεφέρη και τον Καβάφη.
Από αγάπη για την ποίηση εγκατέλειψα τα μαθηματικά και στράφηκα στη
Φιλολογία, όπου επρόκειτο να απογοητευτώ από την οργάνωση και την
ποιότητα των σπουδών μας στο λεγόμενο Νεοελληνικό τμήμα.
Η πιο καλή στιγμή αυτής της τετράχρονης φοίτησης ήταν μια εργασία
στο τελευταίο έτος για τον Σολωμό μέσα από τις Δοκιμές του Σεφέρη.
Μέσα από το σπουδαίο αυτό έργο αγάπησα τον Σολωμό και τον Κάλβο, προβληματίστηκα
από την αποσπασματικότητα και τη σιωπή τους και μετατοπίστηκα σε μια
κατάσταση ας το πω έμπνευσης που με έκανε να ξαναγράψω στα 22-23 μου
χρόνια στίχους με απαιτήσεις ύφους αυτή τη φορά Λείψανα από αυτή τη
μικρή σοδειά σώθηκαν στο πρώτο μου βιβλίο.
Στα δύσκολα νεανικά μου χρόνια στην Αθήνα η ποίηση υπήρξε ένα παρήγορο
καταφύγιο. Πριν από λίγα χρόνια διάβασα σε μια συνέντευξη του Εγγονόπουλου
πως οι ποιητές υπήρξαν οι μεγάλοι παρηγορητές της ανθρωπότητας και
αυτό τό χα νιώσει νωρίς στη ζωή μου.
Όταν δε έγραφα και εγώ από εσωτερική ανάγκη πολύ αραιά και από λίγο,
δεν υπήρχε στο μυαλό μου καμμιά σκέψη να εκδόσω . Δεν ένιωθα ακόμη
ότι μπορώ να πω κάτι δικό μου και να βαρύνω και εγώ με τη σειρά μου
την πληθωρική ποιητική παραγωγή.
Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε σχετικά αργά στη ζωή μου. Στα 1998 έχοντας
υλικό για δύο βιβλία εξέδωσα πρώτα τη συλλογή Τοιχογραφία της άνοιξης
με ερωτικά ποιήματα θέλοντας να αποχαιρετήσω τη νεότητα και τα καραβοτσακίσματά
της.
Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που εκείνο το διάστημα είχαν κάνει οι εκδόσεις
Καστανιώτη άνοιγμα στην ποιητική σειρά και συμπεριέλαβαν και τα ποιήματά
μου προσφέροντάς μου την μεγαλύτερη ως τότε χαρά της ζωής μου.
.Αργότερα έστειλα ποιήματα και σε περιοδικά , το 2004 εξέδωσα και
το δεύτερο βιβλίο μου, Νερά απαρηγόρητα από το Πλάνόδιον αυτή τη φορά..
Η πορεία μου σ΄ αυτήν την τέχνη είναι πολύ αργή. Η έμπνευση συνθήκη
που οι καθημερινές δραστηριότητες αναστέλλουν, περισσότερο όμως νιώθω
ότι εγώ την αναβάλλω -παρόλη την αγάπη μου ,κάθε φορά της παραδίνομαι
με δισταγμό και φόβο.
Τα ποιήματά μου τα γράφω ως επί το πλείστον πολλές φορές, συχνά τα
λέω απέξω διορθώνοντάς τα μέχρι να στρώσουν.
Προκειμένου να χαρακτηρίσω την σχέση μου με την ποίηση θα ταίριαζε
απόλυτα ο στίχος ενός τραγουδιού " στάγδην βραδέως και ενδοφλεβίως
--- γιατί είναι αβίωτος αυτός ο βίος"λέει ο επόμενος στίχος του, και
νομίζω θα συμφωνούσαμε ότι δεν θα υπήρχε η ποίηση άν η ζωή του ανθρώπου
ήταν μια κατάσταση ευτυχίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:Με το κείμενο αυτό παρουσίασα τον εαυτό μου στο κοινό της
Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αργυρούπολης στις 12/2/2006 στον κύκλο των εκδηλώσεων
που διοργάνωσαν οι εκδόσεις ΟΡΟΠΕΔΙΟ και ο δικτυακός τόπος << ΠΟΙΕΙΝ
>>.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΡΟΔΟΣ , τ.17