Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Δέλτα


 

Δακτυλικός: (α) είδος αυλού που χρησιμοποιούνταν στο υπόρχημα ή είδος μέλους (τραγουδιού, μελωδίας)· Πολυδ. (IV, 82): "και δακτυλικούς τους επί υπορχήμασιν [αυλούς], οι δε, ταύτα ουκ αυλών, αλλά μελών είδη είναι λέγουσιν" (και δακτυλικούς ονόμαζαν εκείνους [τους αυλούς] που έπαιζαν στα υπορχήματα· αλλά άλλοι λένε πως αυτοί δεν είναι είδη αυλών, αλλά είδη μελωδιών). (β) δακτυλικόν (το)· έγχορδο όργανο, πιθανόν είδος κιθάρας. Πολυδ. (IV, 66): "το μέντοι των ψιλών κιθαριστών όργανον, ο και πυθικόν ονομάζεται, δακτυλικόν τίνες κεκλήκασι" (το όργανο των σολίστ-κιθαριστών [εκτελεστών κιθάρας χωρίς τραγούδι], που ονομάζεται και πυθικό, ονομάστηκε από μερικούς δακτυλικό). Σημείωση: Μερικοί μελετητές θεωρούν τη λ. "δακτυλικός" ως επίθ. (από το δάκτυλος) και το μεταφράζουν: "παίζεται με τα δάχτυλα"· αυτό όμως δε θα είχε κανένα νόημα, αφού όλα σχεδόν τα όργανα παίζονταν συνήθως με τα δάχτυλα. Θα είχε ίσως περισσότερο νόημα, αν ο "δακτυλικός" [αυλός] ερμηνευόταν: "με πλάτος ενός δακτύλου".

Δάκτυλος: (α) δάκτυλοι (πληθ.) ονομαζόταν ένα είδος απλού και στάσιμου, αλλά ποικίλου χορού. Ο Αθήναιος (ΙΔ', 629D, 27) περιλαμβάνει τους δακτύλους σε αυτό το είδος των χορών: "τα δε στασιμώτερα και ποικιλώτερα και την όρχησιν απλουστέραν έχοντα καλείται δάκτυλοι, ιαμβική, μολοσσι?ή..." κτλ. Σημείωση: Η λέξη ποικιλώτερα στο κείμενο του Αθήναιου διαβάζεται από μερικούς πυκνότερα (σε πιο κλειστή σειρά) ή αποικιλώτερα. (β) δάκτυλος· ο γνωστός μετρικός πους, που αποτελείται από μια μακρά και δύο βραχείες συλλαβές, - U U. Δακτυλικό γένος ήταν το γένος, όπου η σχέση θέσης και άρσης ήταν 2 προς 2. Iαμβικός δάκτυλος ("δάκτυλος ο κατά ίαμβον")· Ένας μετρικός πους με.το σχήμα U - U -, που λεγόταν και διίαμβος· πρβ. Αριστείδης, Περί μουσ. Mb 48, R.P.W.-I. 45. Δακτυλικόν μέτρον· μέτρο αποτελούμενο από δακτύλους· Αριστείδ. Περί μουσ. Mb 50, R.P.W.-I. 48. Δαχτυλικόν εξάμετρον· ένα ρυθμικό τμήμα (στίχος), αποτελούμενο από έξι δακτυλικούς πόδες· ονομαζόταν και ηρωικόν εξάμετρον.

Δάμων: (5ος αι. π.Χ.)· φιλόσοφος και θεωρητικός. Γεννήθηκε στην Αθήνα (στο δήμο Όα) και έζησε γύρω στο 430 π.Χ. Ένας από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς της μουσικής της προ-αριστοξένειας εποχής. Υπήρξε μαθητής του σοφιστή Πρόδικου και του μουσικού Λαμπροκλή, δάσκαλος του μουσικού Δράκοντα και, καθώς λέγεται, του ίδιου του Περικλή. Κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Β', 5, 19) υπήρξε και δάσκαλος του Σωκράτη στη μουσική. Ήταν εξαιρετικά και πλατιά καλλιεργημένος και χάρη στην έξοχη παιδεία του άσκησε μεγάλη επίδραση· ο Πλάτων τον αναφέρει με ξεχωριστή εκτίμηση και σεβασμό. Στην Πολιτεία (Δ', 424C) ο Δάμων αναφέρεται από τον Σωκράτη σε μια φράση που δείχνει βαθύ σεβασμό στις απόψεις του για την ηθική αξία της μουσικής: "ουδαμού γαρ κινούνται μουσικής τρόποι άνευ πολιτικών νόμων των μεγίστων, ως φησί τε Δάμων και εγώ πείθομαι" (γιατί πουθενά δε θα μπορούσαν οι τρόποι (τα στιλ) της μουσικής ν' αλλάξουν [να μετακινηθούν], χωρίς να κλονιστούν οι θεμελιώδεις νόμοι της πολιτείας, όπως λέει και ο Δάμων και το πιστεύω και εγώ). Το όνομα του Δάμωνα αναφέρεται από τον Πλάτωνα επίσης στον Λάχη (ΙΙΙ, 180D, όπου τον αποκαλεί "ανδρών χαριέστατον", XXVI, 197D, XXIX, 200Α). Οι απόψεις του Δάμωνα σχετικά με την εσώτερη σχέση της ψυχής προς τη μουσική (τραγούδι και χορό) εκφράζονται στον Αθήναιο (ΙΔ', 624C, 25). Φαίνεται ότι και ο Αριστείδης οφείλει πολλά στον Δάμωνα για τη διαμόρφωση των απόψεων του για την παιδευτική αξία της μουσικής· βλ. ειδικά στον Αριστείδη, II, 14, Mb 94, R.P.W.-I. 80, όπου αναφέρονται ο Δάμων και η Σχολή του. Ο Δάμων έγινε στενός φίλος του Περικλή, στον οποίο συνήθιζε να υποβάλλει τολμηρές πολιτικές εισηγήσεις· οι πολιτικές του αυτές δραστηριότητες κατέληξαν στο να εξοριστεί. Ο Κικέρων τον θεωρούσε τον πρώτο και πιο πρωτότυπο απ' όλους τους μουσικούς της προ-αριστοξένειας εποχής. Από τα γραπτά του Δάμωνα έχουν διασωθεί μόνο λίγα αποσπάσματα από το έργο του Αρεόπαγος, σχετικά με το ρυθμό και την ηθική αξία της μουσικής. Βλ. Fr. Lasserre, Plutarque de la Musique, κεφ. 6-7, σσ. 53-95, "Damon a Athenes" και "La posterite de l'ethique damonienne". Ev. Moutsopoulos, La Musique dans l'oeuvre de Platon, 3o μέρος, κεφ. II, (α) "L'ere pre-damonienne", σσ. 175-185· (β) "L'ere damonienne et post-damonienne", σσ. 185-197.

Δαφνηφορικά μέλη: τραγούδια που τα τραγουδούσαν χορεύοντας προς τιμήν του Δαφνηφόρου Απόλλωνα· οι χορευτές κρατούσαν κλάδους δάφνης· Πολυδ. IV, 53. Από το ρ. δαφνηφορώ, φέρω κλάδους ή στεφάνια δάφνης. Σύμφωνα με τον Πρόκλο (Χρηστομ. 26) τα δαφνηφορικά ανήκαν σε μια τάξη παρθενίων: "δάφνας γαρ εν Βοιωτία δι' εννεατηρίδος εις τα του Απόλλωνος κομίζοντες οι ιερείς, εξυμνούν αυτόν δια χορού παρθένων" (στη Βοιωτία κάθε εννιά χρόνια οι ιερείς του Απόλλωνα, κρατώντας δάφνες, υμνούσαν το θεό με χορό παρθένων). δαφνηφορία· η μεταφορά των δαφνών στην τελετή. Ο Πρόκλος (ό.π.) λέει: "η δε δαφνηφορία, ξύλον ελαίας καταστέφουσι δάφναις και ποικίλοις άνθεσι" (η δαφνηφορία είναι [όταν] στολίζουν [ή στεφανώνουν] κλάδους ελιάς με δάφνες και διάφορα λουλούδια). Δαφνηφορία λεγόταν και η γιορτή η ίδια, που γινόταν στη Βοιωτία κάθε εννιά χρόνια.

Δεικηλιστής: (δωρ. δεικηλίκτας)· κωμικός ή μίμος που μιμούνταν διάφορους κωμικούς χαρακτήρες· ηθοποιός, γελωτοποιός, ιδιαίτερα στη Λακωνία· Ε.Μ. 260, 42: "δεικηλισταί, μιμηταί παρά Λάκωσι". Ο Αθήναιος (ΙΔ', 621F, 15) λέει ότι υπήρχαν πολλά άλλα ονόματα, ("προσηγορίαι") σε διάφορα μέρη για τους δεικηλιστές· έτσι, στη Σικυώνα λέγονταν φαλλοφόροι· άλλοι τους ονόμαζαν αυτοκάβδαλους και άλλοι φλύακες (δωρ. τύπος του φλύαροι· μωρολόγοι, παλιάτσοι), ενώ οι Θηβαίοι, "οι οποίοι συνηθίζουν να δίνουν ονόματα για πολλά πράματα", τους ονόμαζαν εθελοντές (εθελονταί). Πολλοί τους έλεγαν και σοφιστές. Οι αυτοκάβδαλοι, καθώς λέει ο Σήμος ο Δήλιος (Περί παιάνων), ονομάζονταν και ίαμβοι όπως τα ποιήματά τους (Αθήν. ΙΔ',622Β, 16). δεικηλιστική· είδος παντομιμικού χορού που χορευόταν σε λαϊκές γιορτές από προσωπιδοφόρους (μασκαράδες) που μιμούνταν διάφορους κωμικούς χαρακτήρες,

Δενδρυάζουσα: όρος που χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι του τραγουδιού (οι φωνασκοί) για ένα ιδιαίτερο είδος τόνου (ίσως καλυμμένος, σκοτεινός κάπως τόνος φωνής, όπως προτείνεται από τον Ε. Κ. Borthwick). Αίλιος Διονύσιος, 119: "φωνήν τίνα καλούσιν οι φωνασκοί δενδρυάζουσαν".

Δημήτρουλος: ένας ύμνος στη Δήμητρα. Βλ. λ. ίουλος.

Δημόδοκος: ένας από τους αρχαιότερους επικούς τραγουδιστές. Ήταν τυφλός και ζούσε στο παλάτι του βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου. Αναφέρεται στην Οδύσσεια (ι 44 κ.ε.)· όταν ο Οδυσσέας, μετά το τελευταίο ναυάγιό του, κατέφυγε στο νησί των Φαιάκων, τελευταίο σταθμό πριν από το τέλος της Οδύσσειάς του, ο βασιλιάς Αλκίνοος έδωσε μια γιορτή προς τιμήν του. Κατά το συμπόσιο ο [[Δημόδοκος|Δημόδοκος]], κατά παράκληση του Οδυσσέα, τραγούδησε τα κατορθώματά του που οδήγησαν στην κατάληψη της Τροίας, προκαλώντας σ' αυτόν μεγάλη συγκίνηση· αυτό οδήγησε και στην αποκάλυψη της ταυτότητάς του στον Αλκίνοο, στη Ναυσικά και σε όλους. Βλ. επίσης, Παυσ. Γ', 18, 11. Ο Ηρακλείδης Ποντικός (Πλούτ. 1132Β, 3) στη Συναγωγή των εν μουσική αναφέρει τον Δημόδοκο τον Κερκυραίο ανάμεσα στους πιο παλιούς μουσικούς και λέει ότι έχει τραγουδήσει την κατάληψη της Τροίας και τους γάμους της Αφροδίτης και του Ήφαιστου. [[Δημόδοκος|Δημόδοκος]] (2)· επικός τραγουδιστής (αοιδός) που αναφέρεται από τον Δημήτριο Φαληρέα. Σ' αυτόν εμπιστεύτηκε ο Αγαμέμνων την προστασία της Κλυταιμνήστρας· ο Αίγισθος όμως τον πήγε σ' ένα ερημικό νησί και τον εγκατέλειψε βορά σε αγρία θηρία ή γύπες. Βλ. Sextus Empir. VI, 12. Σύμφωνα με μια παράδοση ήταν αδελφός του Φήμιου. [[Δημόδοκος|Δημόδοκος]] (3) (6ος αι. π.Χ.)· γνωμικός (διδακτικός) ποιητής (που δεν πρέπει να συγχέεται με τους δύο παραπάνω) από τη νήσο Λέρο. Έχουν διασωθεί μερικά μικρά αποσπάσματα επιγραμμάτων και ιάμβων του. Βλ. Bergk PLG ΙΙ, 65 και Anth. Lyr. 47-48.

Διαγόρας: (μέσα 5ου αι. π.Χ.· η [[[[Σούδα|Σούδα]]]] λέει 78η Ολυμπιάδα, δηλ. 468-465 π.Χ.)· ποιητής-συνθέτης και φιλόσοφος από τη Μήλο, που επονομαζόταν ο Άθεος, γιατί στα αθεϊστικά του έργα γελοιοποιούσε τη φρυγική θρησκεία και τους θεούς της. Κατά τη [[Σούδα|Σούδα]], ήταν σκλάβος που αγοράστηκε από τον φιλόσοφο Δημόκριτο τον Αβδηρίτη για δέκα χιλιάδες δραχμές και έγινε μαθητής του. Έζησε μετά τον Πίνδαρο και τον Βακχυλίδη και ήταν παλαιότερος από τον Μελανιππίδη. Καταδικάστηκε κάποτε σε θάνατο, γιατί αποκάλυψε τα μυστικά των μυστηρίων και για τις αθεϊστικές του ιδέες· διασώθηκε με τη φυγή. Σύμφωνα με μια παράδοση, πνίγηκε σε ναυάγιο, ενώ η [[Σούδα|Σούδα]] λέει πως εγκαταστάθηκε και πέθανε στην Κόρινθο. Βλ. Bergk PLG ΙΙΙ, 562-563 και Anth. Lyr. 274, δύο μικρά αποσπ. χωρίς τίτλο.

Διάγραμμα: σχέδιο, σχεδιάγραμμα που χρησίμευε να βοηθά τους σπουδαστές να καταλαβαίνουν οπτικά τις ακουστικές διαφορές σε όλα τα γένη. Ο Βακχείος ο Γέρων (Εισ. 62, C.Y.J. 305, Mb 15) γράφει: "Διάγραμμα εστι σχήμα επίπεδον εις ό παν γένος μελωδείται. Διαγράμματι δε χρώμεθα ίνα τα τη ακοή δύσληπτα προ οφθαλμών τοις μανθάνουσι φαίνηται" (Διάγραμμα είναι ένα επίπεδο σχεδιάγραμμα, μέσα από το οποίο κάθε γένος μπορεί να τραγουδηθεί. Σκοπός του διαγράμματος είναι να βοηθά τους μαθητές να διακρίνουν οπτικά καθετί που είναι δύσκολο να το συλλάβουν με την ακοή). Και ο Κλεονείδης (Εισ. 14, C.v.J. 207, Mb 22) το καθορίζει με τον ακόλουθο τρόπο: "Διάγραμμα δε σχήμα επίπεδον τάς των μελωδουμένων περιέχον δυνάμεις" (Διάγραμμα είναι ένα επίπεδο σχέδιο, που περιέχει [καθορίζει] τους μηχανισμούς των φθόγγων σ' ένα σύστημα)· βλ. λ. δύναμις. Σύμφωνα με τον Φαινία, ο Στρατόνικος ο Αθηναίος πρώτος καθιέρωσε το διάγραμμα (Αθήν. Η', 352C, 46· FHG ΙΙ, 298). Η υποδιαίρεση των διαστημάτων σε τέταρτα τόνου πάνω στο διάγραμμα ονομαζόταν καταπύκνωσις του διαγράμματος· Αριστόξ. (Ι, 28, 1 Mb): "εν ταις των διαγραμμάτων καταπυ-κνώσεσιν" (βλ. επίσης, Ι, 7, 32 και λ. καταπύκνωσις). Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι το διάγραμμα ήταν κάτι ανάλογο με το πεντάγραμμο.

Διάγυιος: παίων διάγυιος, αποτελούμενος από μια μακρά θέση και μια μικρή (βραχεία) και μια μακρά άρση (+ U -). Πρβ. Αριστείδης Περί μουσικής, Mb 38, R.P.W.-I. 37 και λ. πους.

Διαείδω: και διάδω· (α) τραγουδώ για ένα βραβείο, διαγωνίζομαι στο τραγούδι· (β) διαφωνώ (αντίθ. του συνάδω· LSJ, Δημ.).

Διάζευξις: όρος που καθόριζε το χώρισμα δύο τετραχόρδων, δηλ. όταν ένας ολόκληρος τόνος χώριζε το τέλος ενός τετραχόρδου από την αρχή του επόμενου: mi-re-do-si - la-sol-fa-mi ή mi-fa-sol-la - si-do-re-mi Οι διαζεύξεις ήταν δύο: (α) ανάμεσα στο τετράχορδο μέσων και το τετράχορδο διεζευγμένων, δηλ. ανάμεσα στη μέση και την παραμέση (la- si): (β) ανάμεσα στο τετράχορδο συνημμένων και το τετράχορδο υπερβολαίων, δηλ. ανάμεσα στη νήτη συνημμένων (re) και τη νήτη διεζευγμένων (mi) (πρβ. Βακχ. Εισ. 39, Mb 10): Βλ. επίσης τα λ. υποδιάζευξις, παραδιάζευξις και υπερδιάζευξις.

Διακτηρία: αμφίβολη λέξη· συναντάται στον Θεόφραστο (Περί φυτών ιστορίας, IV, 11, 5), όπου πιθανόν να σήμαινε το πέρασμα του αέρα μέσα από το σωλήνα (πρβ. Δ. Μαζαράκη, Ο αυλός της συλλογής Καραπάνου, σ. 247). Ο Sir A. Hort τη μεταφράζει "συνοδεία" (Enquiry into Plants I, σ. 372): "το άνοιγμα των γλωσσίδων κλείνει καλά, πράγμα που είναι καλό για τη συνοδεία" ("συμμύειν δε το στόμα των γλωττών, ο προς την διακτηρίαν είναι χρήσιμον"). Η λέξη εμφανίζεται σε μερικές εκδόσεις ως διακτορία· ίσως να ήταν διακτορία.

Διάλεκτος: στη μουσική συναντάται με τη σημασία του στιλ, τρόπου έκφρασης· κατά τον Th. Reinach "φραζάρισμα" ("phrase"· βλ. Η. Weil et Th. Rein. Plut. mus. σημ. 359, σ. 140). Κρουματική διάλεκτος (Πλούτ. Περί μουσ. Γ132Β, 21) = μουσικό (ή οργανικό) στιλ. Ο Reinach μεταφράζει: "το μελωδικό σχήμα που εκτελείται πάνω στο όργανο"· βλ. ό.π. σημ. 202, σ. 85. Η λέξη, στην περίπτωση οργάνων, σήμαινε: ποιότητα, χρώμα. Βλ. λ. κρούμα

Διάληψις: όρος σύμφωνα με τον οποίο μια χορδή της κιθάρας ή της λύρας αγγιζόταν ελαφρά στο μέσο του μήκους της και έδινε την 8η (αρμονικός φθόγγος), Πρβ. Th. Reinach, "Lyre", DAGR VI, σσ. 1437-1451. Βλ. λ. συριγμός.

Δια πασών Στην αρχαία ελλ. μουσική σήμαινε το διάστημα της 8ης "καθαρής" (οκτάβα) και προήλθε από τη φράση "? δι? πασ?ν τ?ν χορδ?ν συμφωνία". `Ολοι οι αρχαίοι θεωρητικοί την προσδιορίζουν ως "το διάστημα που ορίζουν ο προσλαμβανόμενος και η μέση" και την επαινούν ως το τελειότερο, ωραιότερο, "συμφωνότερο" και "ενωτικότερο" των διαστημάτων (λόγος χορδής: 1 και 2). "Τ?ν δ? ?μοφώνων ?νωτικώτατον κα? κάλλιστον τ? δι? πασ?ν" γράφει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος, συμπληρώνοντας το Αριστοξένειο: "? δι? πασ?ν καλλίστη συμφωνία". Ο δε Νικόμαχος ο Γερασηνός, αναφέροντας ότι "?ρμονίαν μ?ν καλο?ντες ο? παλαιότατοι τ?ν δι? πασ?ν", μας πληροφορεί ότι μετά τον Αριστόξενο η "διαπασ?ν" αντικατέστησε τον όρο "αρμονία". Σήμερα σημαίνει καταχρηστικά τον ψηλότερο ή οξύτατο φθόγγο της ανθρώπινης φωνής: "κραύγαζε στη διαπασών...".

Δια πέντε: "η διά πέντε χορδών συμφωνία"· το διάστημα της 5ης καθαρής. Από τους πυθαγορικούς ονομαζόταν "δι' οξειών [χορδών] ή διοξεία". Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 9, Mb 17, C.v.J. 252) αναφέρεται στον ορισμό του Φιλόλαου: "το μέγεθος της αρμονίας (δηλ. της 8ης) είναι ίσο προς μια συλλαβή (διάστ. 4ης) και μια δι' οξειών (5η)· γιατί από την υπάτη ως τη μέση είναι μια 4η και από τη μέση ως τη νήτη είναι μια 5η": "το δε δι' οξειών μείζον τας συλλαβάς επογδόω" (και η 5η είναι μεγαλύτερη από την 4η κατά έναν τόνο). Βλ. τα λ. συμφωνία-σύμφωνος και ομοφωνία-ομόφωνοι.

Διάστασις: διάστημα, η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς στο ύψος φθόγγους. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστόξενο (Αρμον. Στοιχ. Ι, 3, 35 Mb): "Περί της του βαρέος τε και οξέος διαστάσεως" (Για το διάστημα, ανάμεσα στο χαμηλό και το ψηλό [στο ύψος]). Βλ. ακόμα, ό.π. Ι, σ. 13, 32, σ. 14, 9, σ. 18, 30 κτλ. διάστημα· η απόσταση ανάμεσα σε δύο νότες με διαφορετικό ύψος. Μερικοί ορισμοί των παλιών θεωρητικών Κλεον. (Εισαγ. 1, C.v.J. 179, Mb 1): "διάστημα δε το περιεχόμενον υπό δύο φθόγγων άνομοίων οξύτητι και βαρύτητι" (διάστημα [είναι] η απόσταση που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο νότες διαφορετικές στο ύψος και στο βάθος). Ο ίδιος ορισμός και στον Βακχείο. Ο Ανώνυμος (Bell. 30, 22) λέει: "διάστημα δ' εστί το περιεχόμενον υπό δύο φθόγγων ανομοίων τη τάσει, του μεν οξυτέρου, του δε βαρυτέρου" (διάστημα είναι εκείνο που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε [ή περικλείεται από] δύο νότες διαφορετικές στο ύψος [βλ. λ. τάσις], από τους οποίους ο ένας είναι ψηλότερος και ο άλλος χαμηλότερος). Σ' ένα απόσπασμα χειρογράφου (Vincent Notices 234) ο ορισμός διατυπώνεται έτσι: "Διάστημα δ' είναι μέγεθος φωνής υπό δυοίν περιεχόμενον φθόγγων" (Διάστημα είναι η έκταση της φωνής που περιέχεται ανάμεσα σε δύο φθόγγους). Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 12, C.v.J. 261, Mb 24) χρησιμοποιεί τον όρο μεταξύτης (η): "Διάστημα, γράφει, δ' εστί δυοίν φθόγγων μεταξύτης" (Διάστημα. είναι ό,τι υπάρχει ανάμεσα σε δύο φθόγγους)· μεταξύτης = ό,τι είναι ανάμεσα, μεταξύ· στη μουσική η απόσταση, το διάστημα. Ανάμεσα στα διαστήματα υπήρχαν πολλές διαφορές: (α) ως προς το μέγεθος· (β) ως προς το γένος· (γ) ως προς τη συμφωνία και διαφωνία (δ) ανάμεσα σε σύνθετα και απλά· (ε) ανάμεσα σε ρητά και άλογα. Πρβ. Αριστόξ. Ι, 16, 22-30 Mb· Κλεον. 5, Mb 8, C.v.J. 187· Ανώνυμος Bell. 71-32, 58, κτλ. Τα διαστήματα ονομάζονταν άρτια και περιττά, ανάλογα με τον αριθμό των διέσεων που περιλάμβαναν· λ.χ. το ημιτόνιο και ο τόνος ήταν άρτια, γιατί περιείχαν αντίστοιχα δύο και τέσσερις διέσεις (κάθε δίεση ίση προς ένα τέταρτο τόνου· βλ. λ. δίεσις). Το διάστημα ανάμεσα στην παρυπάτη και τη λιχανό στο μαλακό διάτονον (δηλ. τρία τέταρτα του τόνου) ήταν περιττό, γιατί περιείχε τρεις διέσεις.

Διάστημα: ή διάστασις, η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς στο ύψος φθόγγους. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστόξενο (Αρμον. Στοιχ. Ι, 3, 35 Mb): "Περί της του βαρέος τε και οξέος διαστάσεως" (Για το διάστημα, ανάμεσα στο χαμηλό και το ψηλό [στο ύψος]). Βλ. ακόμα, ό.π. Ι, σ. 13, 32, σ. 14, 9, σ. 18, 30 κτλ. διάστημα· η απόσταση ανάμεσα σε δύο νότες με διαφορετικό ύψος. Μερικοί ορισμοί των παλιών θεωρητικών Κλεον. (Εισαγ. 1, C.v.J. 179, Mb 1): "διάστημα δε το περιεχόμενον υπό δύο φθόγγων άνομοίων οξύτητι και βαρύτητι" (διάστημα [είναι] η απόσταση που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο νότες διαφορετικές στο ύψος και στο βάθος). Ο ίδιος ορισμός και στον Βακχείο. Ο Ανώνυμος (Bell. 30, 22) λέει: "διάστημα δ' εστί το περιεχόμενον υπό δύο φθόγγων ανομοίων τη τάσει, του μεν οξυτέρου, του δε βαρυτέρου" (διάστημα είναι εκείνο που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε [ή περικλείεται από] δύο νότες διαφορετικές στο ύψος [βλ. λ. τάσις], από τους οποίους ο ένας είναι ψηλότερος και ο άλλος χαμηλότερος). Σ' ένα απόσπασμα χειρογράφου (Vincent Notices 234) ο ορισμός διατυπώνεται έτσι: "Διάστημα δ' είναι μέγεθος φωνής υπό δυοίν περιεχόμενον φθόγγων" (Διάστημα είναι η έκταση της φωνής που περιέχεται ανάμεσα σε δύο φθόγγους). Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 12, C.v.J. 261, Mb 24) χρησιμοποιεί τον όρο μεταξύτης (η): "Διάστημα, γράφει, δ' εστί δυοίν φθόγγων μεταξύτης" (Διάστημα. είναι ό,τι υπάρχει ανάμεσα σε δύο φθόγγους)· μεταξύτης = ό,τι είναι ανάμεσα, μεταξύ· στη μουσική η απόσταση, το διάστημα. Ανάμεσα στα διαστήματα υπήρχαν πολλές διαφορές: (α) ως προς το μέγεθος· (β) ως προς το γένος· (γ) ως προς τη συμφωνία και διαφωνία (δ) ανάμεσα σε σύνθετα και απλά· (ε) ανάμεσα σε ρητά και άλογα. Πρβ. Αριστόξ. Ι, 16, 22-30 Mb· Κλεον. 5, Mb 8, C.v.J. 187· Ανώνυμος Bell. 71-32, 58, κτλ. Τα διαστήματα ονομάζονταν άρτια και περιττά, ανάλογα με τον αριθμό των διέσεων που περιλάμβαναν· λ.χ. το ημιτόνιο και ο τόνος ήταν άρτια, γιατί περιείχαν αντίστοιχα δύο και τέσσερις διέσεις (κάθε δίεση ίση προς ένα τέταρτο τόνου· βλ. λ. δίεσις). Το διάστημα ανάμεσα στην παρυπάτη και τη λιχανό στο μαλακό διάτονον (δηλ. τρία τέταρτα του τόνου) ήταν περιττό, γιατί περιείχε τρεις διέσεις.

Διαστηματική κίνησις: μελωδική κίνηση με διαστήματα· αντίθ.: συνεχής κίνηση (που δε χρησιμοποιεί διαστήματα, όπως στην ομιλία). Ο Αριστόξενος (Αρμ. Ι, 8, 18-19 Mb) καθορίζει τα είδη κινήσεων: "δύο τινές εισιν ιδέαι κινήσεως, ήτε συνεχής και η διαστηματική" (τα είδη κίνησης είναι δύο, η συνεχής και η κίνηση με διαστήματα). Ο Αριστόξενος καθορίζει ακόμα ότι η διαστηματική είναι μελωδική κίνηση, δηλ. χρησιμοποιείται στο τραγούδι. Βλ. Κλεον. 2, C.v.J. 180, Mb 2 την ίδια έκφραση: "συνεχής τε και λογική" κίνηση (η κίνηση της ομιλίας) και "διαστηματική τε και μελωδική" κίνηση. Επίσης στο λ. συνεχής.

Διαστολή: η καθαρή και σαφής εκφορά των διαδοχικών φθόγγων σ' ένα τραγούδι ή σ' ένα οργανικό κομμάτι. Διαστολή είναι επίσης μια παύση, μια διακοπή ακαθόριστης διάρκειας· σημειωνόταν με μια διπλή κάθετη γραμμή με δύο στιγμές προς τα δεξιά (||:) . Ο όρος αυτός εμφανίζεται στη μουσική σε νεότερα κάπως χρόνια (βλ. Μ. Βρυέν. Αρμ. Wallis III, 480): "η δε διαστολή, επί τε της ωδής και της κρουματογραφίας παραλαμβάνεται, αναπαύουσα και χωρίζουσα τα προάγοντα από των επιφερομένων" (η διαστολή χρησιμοποιείται και στο τραγούδι [ωδή] και στη γραφή της μουσικής· καθορίζει μια παύση και χωρίζει τα προηγούμενα από εκείνα που ακολουθούν). Ο Σέργιος (σ. 1836, Vincent Notices σ. 221) λέει: "Diastole est nota contraria hyphen" (η διαστολή είναι σημείο αντίθετο προς το υφέν [που συνδέει δύο νότες]). Ο Μ. Βρυέννιος κατατάσσει τη διαστολή στα δώδεκα σχήματα του μέλους και τη συζητά ως το τελευταίο από αυτά (σσ. 479-480).

Διάσχισμα: όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι θεωρητικοί για την απόσταση που είναι ίση προς το μισό του "ελάσσονος" ημιτονίου, ή για τη διαφορά ανάμεσα σε τέσσερις καθαρές πέμπτες και δύο μεγάλες τρίτες από τη μια, και τρία διαστήματα ογδόης από την άλλη (ή αλλιώς το διάστημα που τρεις οκτάβες ξεπερνούν το σύνολο τεσσάρων καθαρών διαστημάτων 5ης και δύο μεγάλων τρίτων)· ή το διάστημα με το οποίο δύο διατονικά ημιτόνια ξεπερνούν έναν τόνο.

Δια τεσσάρων: "η δια τεσσάρων χορδών συμφωνία" το διάστημα καθαρής 4ης, που οι Πυθαγόρειοι το ονόμαζαν συλλαβή ή συλλαβά (λόγος 4:3). Ο Αριστείδης (Mb 17) γράφει: "παρά μεν τοις παλαιοίς το μεν διά τεσσάρων εκαλείτο συλλαβή". Επιδιατεσσάρων ονομαζόταν η ψηλότερη τετάρτη και υποδιατεσσάρων η χαμηλότερη τετάρτη. Βλ. τα λ. δια πέντε, συμφωνία και ομοφωνία

Διατομή: τρύπα του αυλού, τρήμα

Διάτονον: και διατονικόν γένος· το γένος στο οποίο γινόταν χρήση τόνων και ημιτονίων. Διάτονος (από το ρ. διατείνω, τεντώνω) τεντωμένος. Ο Νικόμαχος (Εγχ. 12) γράφει ότι λέγεται διατονικό, γιατί μόνο αυτό από όλα τα γένη προχωρεί με τόνους ("διατονικόν καλείται έκ του προχωρείν διά των τόνων μονώτατον των άλλων"). Και ο Ανώνυμος Bell. 30, 25: "ει μεν προς ημιτόνιον και τόνον προκόπτοι τα της μελωδίας, το καλούμενον διάτονον ποιεί γένος" (αν η μελωδία προχωρεί με ημιτόνιο και τόνο, κάνει το λεγόμενο διάτονο γένος). Υπάρχουν δύο παραλλαγές ή υποδιαιρέσεις (χρόαι) του διατονικού γένους, το μαλακόν και το σύντονον· (α) το μαλακόν είναι εκείνο στο οποίο η σειρά και τα είδη των διαστημάτων (από κάτω προς τα πάνω) είναι κατά τον ακόλουθο τρόπο: υπάτη, 1/2 τόνος - παρυπάτη, 3/4 ή 9/12 του τόνου [τρεις διέσεις] - λιχανός, 5/4 ή 15/12 του τόνου [πέντε διέσεις] - μέση (βλ. το παράδ. α', κάτω)· (β) το σύντονον είναι εκείνο στο οποίο τα διαστήματα είναι: ημιτόνιο-τόνος-τόνος (β' κάτω). Ο Ανώνυμος Bell. 59-61, 54, καθορίζει τα διαστήματα του μαλακού: ημιτόνιο, 9/12 (και επομένως 15/12 για το υπόλοιπο). Και τα δύο διαστήματα του μαλακού πρέπει να λογαριάζονται ως απλά διαστήματα, με την έννοια ότι ανάμεσα σε κάθε δύο νότες τους καμιά άλλη νότα δεν μπορεί να υπεισέλθει στο ίδιο γένος (βλ. τα λ. σύνθετος, ασύνθετος). Το διατονικό γένος ήταν το αρχαιότερο από τα τρία γένη και, κατά γενική παραδοχή, το πιο απλό και πιο φυσικό, αλλά και "πιο ανδροπρεπές και αυστηρότερο" (Ανών. Bell. 30, 26). Ο Αριστείδης λέει ότι η φωνή στο διατονικό τεντώνεται με περισσότερη δύναμη ("επειδή σφοδρότερον η φωνή κατ' αυτό διατείνεται"· Mb 18, R.P.W.-Ι. 15-16). Διατονικόν μέλος λεγόταν η μελωδία που χρησιμοποιούσε το διατονικό γένος (Κλεον. 6, C.v.J. 189, Mb 9): "Διατονικόν [μέλος] μεν ούν εστι το τη δια τονική διαιρέσει χρώμενον".

Διάτορος: ήχος διαπεραστικός· επίσης, οξύς, πολύ ψηλός ήχος. Σούδα: "διά τορον, εξάκουστον, οξύτερον, μεγαλόφωνον" (διάτορον· ήχος που ακούεται με ευκρίνεια, πιο οξύς [ψηλός], ηχηρός).

Διαυλία: ντουέτο αυλών (Ησ.).

Διαύλιον: ιντερλούντιο για σόλο αυλού, που εκτελείται ανάμεσα σε δύο μέρη ενός χορικού τραγουδιού, κατά τη διάρκεια μιας διακοπής του χορού. Βλ. λ. διάψαλμα. Η λέξη εμφανίζεται και ως διαύλειον στη Σούδα.

Δίαυλος: ή δίδυμοι αυλοί· διπλός αυλός, δίδυμοι αυλοί. Ονομαζόταν επίσης δικάλαμος και δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί. Νόνν. [Διον. XI, 227-228]: "και Κλεόχου Βερέκυντες υπό στόμα δίζυγες αυλοί φρικτόν εμυκήσαντο Λίβυν γόον" (οι διπλοί Βερέκυντες [φρυγικοί] αυλοί στο στόμα του Κλέοχου αντήχησαν ένα αποτρόπαιο λιβυκό θρήνο). Βλ. τα λ. αυλός και δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί.

Διαφωνία: ο Κλεονείδης (Εισ. 6, C.v.J. 188, Mb 8) την καθορίζει ως άρνηση, αδυναμία δύο φθόγγων να συνδυαστούν, έτσι που να προκαλούν ενόχληση στην ακοή ("διαφωνία δε τουναντίον δύο φθόγγων αμιξαί [στον Mb αμιξία], ώστε μη κραθήναι, αλλά τραχυνθήναι την ακοήν"). διάφωνοι φθόγγοι· (ή ήχοι), που δε συνταιριάζουν, που δε συμφωνούν. Ο Γαυδέντιος (Εισαγ. 8, C.v.J. 337-338, Mb 11) δίνει τον ακόλουθο ορισμό των διάφωνων φθόγγων: "αλλά όταν διάφωνοι ήχοι παιχθούν (σε όργανα ή αυλούς) ταυτόχρονα ("άμα κρουομένων ή αυλουμένων") φαίνεται πως τίποτε δεν υπάρχει ως συγγένεια (ταυτότητα) ανάμεσα στη χαμηλότερη και την ψηλότερη νότα, ή την ψηλότερη προς τη χαμηλότερη" ("ουδέν τι φαίνεται του μέλους είναι του βαρύτερου προς το οξύ ή του οξύτερου προς το βαρύ το αυτό"). Βλ. επίσης Βακχ. 59 και Αριστείδης (Mb 12, R.P.W.-Ι. 10). Επειδή οι αρχαίοι Έλληνες δέχονταν ως σύμφωνα διαστήματα την 8η, την 4η και την 5η (και τη σύνθετη 8η, 4η, 5η), όλα τα άλλα ήταν διάφωνα.

Διάψαλμα: οργανικό ιντερλούντιο ανάμεσα σε δύο μέρη ενός φωνητικού (ή χορωδιακού) κομματιού. Η λ. διαψηλάφημα παράγεται από το ρ. διαψηλαφώ, εγγίζω. Η λ. διάψαλμα παράγεται από το διαψάλλω, που σήμαινε παίζω ένα έγχορδο με τα δάχτυλα (χωρίς πλήκτρο)· γι' αυτό ο όρος διάψαλμα πρέπει να ερμηνευτεί ιντερλούντιο στην κιθάρα ή άλλο έγχορδο όργανο· η ίδια άποψη ισχύει και για το διαψηλάφημα. Ο Ησύχιος λέει ότι το διάψαλμα ήταν μια αλλαγή ή παραλλαγή της φωνητικής μελωδίας ή του ρυθμού ("μουσικού μέλους ή ρυθμού... εναλλαγή"). Επίσης, η Σούδα λέει "μέλους εναλλαγή". Ο Ανώνυμος Bell. 22, 3, ονομάζει διαψηλαφήματα τα ακανόνιστα μέλη που εκτελούνται σε όργανα. Βλ. τα λ. κεχυμένα μέλη και διαύλιον.

Διαψηλάφημα: Κατά τον Ανώνυμο, οργανική μελωδία (βλ, και κεχυμένα μέλη).

Δίδυμος: (περ. 63 π.Χ.-10 μ.Χ.)· γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, επονομαζόμενος "ο Αλεξανδρεύς". Επονομάστηκε επίσης Χαλκέντερος (ακαταπόνητος, ακούραστος) για την επίμονη εργατικότητά του στη συγγραφή βιβλίων, και Βιβλιολάθας, γιατί, έχοντας συγγράψει τεράστιο αριθμό βιβλίων (κατά τη Σούδα 3500!), δεν μπορούσε να τα θυμάται (Αθήν. Δ', 139C, 17). Ανάμεσα σε άλλα, έγραψε ένα θεωρητικό βιβλίο μουσικής που χάθηκε· αναφέρεται όμως από τον Πτολεμαίο και τον Πορφύριο· σ' αυτό συζητά τις θεωρίες του Πυθαγόρα και του Αριστόξενου. Του αποδίδεται ο καθορισμός του "Διδύμειου κόμματος" ή "κόμματος του Διδύμου" (βλ. λ. κόμμα), που είναι η διαφορά μεταξύ ενός μεγάλου ("μείζονος") τόνου (9:8) και ενός "ελάσσονος" τόνου (10:9), δηλ. 81:80. Βλ. λ. δίεσις.

Δίεσις (από το ρ. διίημι, διαπερνώ, αφήνω κάτι να περάσει)· κοινώς, διαβίβαση, διέλευση. Στη μουσική ήταν όρος με πολλές σημασίες. Για πολλούς θεωρητικούς σήμαινε το τέταρτο τόνου, και ονομαζόταν δίεσις τεταρτημόριος. Ο Θέων ο Σμυρναίος (87, 2) λέει: "δίεσις, σύμφωνα με τη σχολή του Αριστόξενου, είναι το τέταρτο τόνου, ενώ για τους Πυθαγόρειους δίεσις ονομαζόταν το ημιτόνιο"· βλ. επίσης Μ. Ψελλός, Σύνταγμα, Μουσικής Σύνοψις ηκριβωμένη (Παρίσι 1545, σ. 22). Από πολλούς συγγραφείς η λ. δίεση χρησιμοποιούνταν γενικά για κάθε διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο ή για το μικρότερο δυνατό διάστημα. Ο Αριστόξενος (Ι, 14 Mb) γράφει: "η φωνή δεν μπορεί να διακρίνει, ούτε η ακοή να ξεχωρίσει, οποιοδήποτε διάστημα μικρότερο από την πιο μικρή δίεση"· αυτό σημαίνει ότι, κατά τον Αριστόξενο, δίεση είναι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να εκτελέσει η φωνή και να συλλάβει το αυτί. Και ο Αριστείδης (Mb 14, R.P.W.-1.12) επίσης λέει: "δίεση ήταν το ελάχιστο διάστημα της φωνής". Σ' ένα αρχαίο απόσπασμα (Vincent Notices 235-236) καθορίζεται ότι το ελάχιστο διάστημα που μπορεί να γίνει αντιληπτό είναι η δίεση, περίπου ένα τέταρτο τόνου, αλλά σε λόγο 33/32· και είναι ένα διάστημα εξαιρετικά δύσκολο ("χαλεπώτατον") να τραγουδηθεί και όχι από τον καθένα. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Δίδυμου αυτό θα ήταν κάτι μεταξύ 32/31 και 31/30. Εναρμόνιος δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο εναρμόνιο γένος. Κατά τον Νικόμαχο (Εγχ. 12) είναι το μισό του ημιτονίου: "εναρμόνιος δίεσις, όπερ εστίν ημιτονίου ήμισυ"· και ο Γαυδέντιος (Εισαγ. 5) λέει ότι η εναρμόνιος δίεση είναι ίση προς το τέταρτο του τόνου· και άλλοι θεωρητικοί συμφωνούν σ' αυτό. Χρωματική δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο χρωματικό γένος. Ο Γαυδέντιος, ακολουθώντας τον Αριστόξενο, εκτιμά (καθορίζει) την ελάχιστη χρωματική δίεση (δίεσις χρωματική ελαχίστη) ως ίση προς το 1/3 του τόνου (δίεσις τριτημόριος)· βλ. στο λ. χρωματικόν γένος τις απόψεις του Αριστόξενου· επίσης, Αρμ. Στοιχ. II, 50 Mb. Ημιόλιος δίεσις· η δίεση που χρησιμοποιείται στο ημιόλιο χρωματικό γένος· είναι ίση προς μία και μισή εναρμόνια δίεση, δηλ. αφού η εναρμόνια δίεση είναι 1/4 του τόνου, η ημιόλια θα είναι 1/4 + 1/8 = 3/8 του τόνου. Ο Mart. Cap. (De Mus. Mb 179) επίσης λέει ότι η ημιόλια δίεση είναι ίση προς 1/4 του τόνου και το μισό του 1/4 (1/8), δηλ. 3/8 ή 9/24 του τόνου. Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7) λέει: "ας υποθέσουμε πως ο τόνος διαιρείται σε δώδεκα ελάχιστα μόρια, το καθένα από τα οποία ονομάζεται δωδεκατημόριο (1/12) ... το ημιτόνιο θα είναι 6/12, και η δίεση, η λεγόμενη τεταρτημόριος (ένα τέταρτο του τόνου) θα έχει 3/12 και η τριτημόριος (ένα τρίτο του τόνου) θα έχει 4/12"·

Δίζυγοι: ή δίζυγες αυλοί· διπλός αυλός, δίδυμοι αυλοί. Η λ. δίζυξ σήμαινε ζευγαρωμένος με έναν άλλο, επομένως διπλός. Νόννος (Διονυσιακά VΙΙΙ, 17): "ει κτύπος ουρεσίφοιτος ακούετο δίζυγος αυ λού..." (αν ακουγόταν ο βουνίσιος τόνος του δίαυλου). Βλ. τα λ. δίαυλος και αυλός. Σημ. Στον εν. διζυγής, δίζυγος και δίζυξ· έχουν και τα τρία την ίδια σημασία. Δίζυξ χαλκός· ζευγάρι κυμβάλων (πιάτα, piatti) ή καστανιέτες.

Δίζυγες αυλοί: "Δίδυμοι" αυλοί, δηλαδή: ο δίαυλος. Ονομάζονταν επίσης "δίζυγοι αυλοί" καθώς και "διζυγείς αυλοί".

Διθύραμβος: λυρικό τραγούδι ενθουσιαστικού χαρακτήρα προς τιμήν του Διόνυσου· το θέμα του ήταν αρχικά η γέννηση του Βάκχου, αλλά αργότερα το πλαίσιο έγινε πλατύτερο. Η λέξη διθύραμβος εμφανίζεται για πρώτη φορά σ' ένα απόσπασμα του Αρχίλοχου (Bergk PLG II, απόσπ. 76 [38], σ. 404, και Α. Diehl Anthol. Lyr. Gr. απόσπ. 77, σ. 233): "ως Διώνυσ' άνακτος καλόν. εξάρξαι μέλος οίδα διθύραμβον" (γιατί ξέρω να αρχίσω το ωραίο τραγούδι του άνακτα Διόνυσου, το διθύραμβο· Αθήν. ΙΔ', 628Α, 24). Το ρ. διθυραμβώ = τραγουδώ διθυράμβους· στο ίδιο: "οι παλαιοί σπένδοντες ουκ αιεί διθυραμβού σι" (οι αρχαίοι δεν τραγουδούν πάντα διθυράμβους όταν κάνουν σπονδές). Στην αρχή ο διθύραμβος αυτοσχεδιαζόταν κατά τη διάρκεια των ανοιξιάτικων τελετών του Διόνυσου στην Αττική, Σικυώνα, Κόρινθο και αλλού. Ο Αρίων ήταν ο πρώτος που ρύθμισε το διθύραμβο σε στροφές και αντιστροφές, χορωδίες και σόλι (των χορηγών ή κορυφαίων)· βλ. λ. αναβολή. Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη. Ο Πρόκλος (Χρηστομ. XII) ισχυρίζεται ότι ο διθύραμβος πήρε το όνομά του από τον "Διθύραμβο" Διόνυσο· το επίθετο "Διθύραμβος" δόθηκε στον Διόνυσο γιατί γεννήθηκε δύο φορές, μία από τη Σεμέλη και δεύτερη φορά από το μηρό του Δία. Άλλη υπόθεση ήταν ότι η λέξη προήλθε από το: δις + θύρα + βαίνω. Ο ποιητής-συνθέτης διθυράμβων ονομαζόταν διθυραμβοποιός και διθυραμβογράφος, και η τέχνη της σύνθεσης διθυράμβων, διθυραμβοποιητική. Το ποιητικό είδος του διθυράμβου λεγόταν διθυραμβικόν είδος, καθώς και διθυραμβική ποίησις. Διθυραμβοδιδάσκαλος ήταν ο διθυραμβικός ποιητής που γύμναζε τον δικό του χορό. Βιβλιογραφία: Ο. Crusius, "Dithyrambos", Pauly RE V (IX), 1903, στήλ. 1203-1230. Helmut Schonewolf, Der jungattische Dithyrambos, Gnessen. 1938. Sir Arthur W. Pickard-Cambridge, Dithyramb, Tragedy and Comedy, Οξφόρδη 1927.

Δικταίος ύμνος: Αρχαίος ύμνος προς τον Δικταίο Δία, το πολυτιμότερο εύρημα των ανασκαφών του Παλαιοκάστρου Σητείας Κρήτης. Τον έψαλλαν νέοι κατά την εορτή του Κρηταγενούς Διός (ενώ χόρευαν και πηδούσαν κρατώντας ασπίδες). Ο ύμνος ήταν χαραγμένος σε πλάκα από τιτανόλιθο και (όπως δείχνει η δωρίζουσα γλώσσα του) έγινε κατά τον 4ο π.Χ. αι. και χαράχτηκε κατά τον 3ο ή τον 2ο αι. από αρχαιότερο κείμενο. Οι `Αγγλοι αρχαιολόγοι R. Bosanquet και G. Murray και ο Στ. Ξανθουδίδης συμπλήρωσαν τα κενά του και τον δημοσίευσαν με ερμηνευτικές σημειώσεις. Περιλαμβάνει 6 στροφές σε τροχαϊκές διποδίες. Σε κάθε στροφή προηγείται η ακόλουθη επίκληση προς τον Δία σε ιαμβικές διποδίες: ?? /Μέγιστε Κο?ρε, χα?ρέ μοι /Κρόνιε παγκρατ?ς γάνους, κ.λπ. Γίνεται έκκληση προς τον Δία (που επισκέπτεται κάθε χρόνο τη Δίκτη), ώστε να μείνει και να απολαύσει το τραγούδι και το χορό που εκτελούνται γύρω από το βωμό του σε ανάμνηση της μέρας που τον παρέλαβαν οι Κουρήτες από τη Ρέα (ως θείο βρέφος) και τον έσωσαν καλύπτοντας το κλάμμα του με το θόρυβο των ασπίδων τους. Εξυμνούνται τα αγαθά της παντοδυναμίας του και στη συνέχεια καλείται να μεριμνήσει για τις πνευματικές και βιοτικές ανάγκες των πιστών του. Είναι αξιοσημείωτο το ότι το περιεχόμενο του ύμνου σχεδόν ταυτίζεται προς τα "Ειρηνικά" της χριστιανικής Εκκλησίας και προς άλλες παρόμοιες χριστιανικές δεήσεις. Ο Δικταίος ύμνος πιθανότατα θα τραγουδιόταν χωρίς διακοπή ώς την ολοσχερή κατάλυση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (Στ. Ξανθουδίδης "`Υμνος εις Δία Δικταίον" στην "Κρητική Στοά" τ. Β', 1911, σ. 10).

Διόδωρος ο Θηβαίος: Φημισμένος αυλητής του 5ου π.Χ. αι. Αναφέρεται μεταξύ των καινοτόμων της εποχής του και ο Πολυδεύκης (ΙV, 80) γράφει ότι ο αυλός (που ώς τότε είχε 4 τρύπες) έγινε από τον Διόδωρο "πολύτρητος" με το άνοιγμα πλάγιων διόδων του αέρα.

Διοκλής: Αθηναίος μουσικός, άγνωστης εποχής, στον οποίο, κατά τη [[Σούδα]], αποδιδόταν η επινόηση μιας αρμονίας (σειράς από νότες) που παραγόταν από μια σειρά οστράκινων αγγείων, όταν τα χτυπούσαν με ένα μικρό ξύλινο ραβδί. Η Σούδα αποδίδει, κατά λάθος, την εφεύρεση αυτή στον κωμικό Διοκλή (5ος αι. π.Χ.).

Διονύσιος: (τέλη 5ου / αρχές 4ου αι. π.Χ.)· λυρικός ποιητής και μουσικός από τη Θήβα. Αναφέρεται από τον Αριστόξενο (Πλούτ. Περί μουσ. 1142Β, 31) ανάμεσα στους διακεκριμένους λυρικούς ποιητές, μαζί με τους Πίνδαρο, Λάμπρο και Πρατίνα. Ως μουσικός θεωρούνταν ίσος με τον Δάμωνα· σύμφωνα με τον Th. Reinach, δίδαξε στον Επαμεινώνδα την κιθαριστική και την κιθαρωδία (βλ. Η. Weil-Th. Reinach, Plut. mus. σ. 128, σημ. στην § 317) -Διονύσιος· μουσικός αβέβαιης εποχής, στον οποίο αποδίδονται oι Ύμνοι στη Μούσα (Καλλιόπη) και στον Ήλιο· η σύνθεσή τους τοποθετείται στον 2ο αι. μ.Χ. (πρβ. Fr. Bellermann, Die Hymnen der Dionysius und Mesomedes, Βερολίνο 1840, σσ. 67-78). Βλ. λ. λείψανα ελληνικής μουσικής (αρ. 8, 9). -Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (1ος αι. π.Χ.)· Ιστορικός και δάσκαλος της ρητορικής. Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά γραπτά του για διάφορα θέματα (Ρωμαϊκή αρχαιολογία, Περί των αρχαίων ρητόρων κτλ.), το έργο του Περί συνθέσεως ονομάτων περιέχει πλούσιο μουσικό υλικό. Βλ. Pauly RE V (IX), "Dionysios" (αρ. 113, στήλ. 934-971, άρθρο του Raderma-cher)· βλ. λ. Ευριπίδης. -Διονύσιος Αλικαρνασσεύς ο Μουσικός (2ος αι. μ.Χ.)· σοφιστής και μουσικός που έζησε τον καιρό της βασιλείας του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) και έμεινε γνωστός ως Διονύσιος ο Μουσικός. Σύμφωνα με τη Σούδα έγραψε μια Ιστορία της μουσικής (σε 36 τόμους)· επίσης, Περί μουσικής παιδείας ή διατριβών (βιβλ. 22), Τίνα μουσικώς είρηται εν τη Πλάτωνος Πολιτεία (βιβλ. 5), Περί ομοιοτήτων. Όλα αυτά τα έργα χάθηκαν. Στον Διον. Αλικαρνασσέα αποδίδονται από τον R. Westphal και άλλους οι δύο Ύμνοι που αναφέρονται πιο πάνω (Διονύσιος), ή ο Ύμνος στη Μούσα μόνο.
[ μπορείτε να τα ακούσετε στην υποσελίδα των CD]
Το όνομα του "Διονυσίου του Γέροντος" αναφέρεται σε μερικά χειρόγραφα. Βλ. Pauly RE V (IX), "Dionysios" (αρ. 142). -Διονύσιος ο Ίαμβος (3ος αι. π.Χ.)· γραμματικός και ποιητής. Κατά τον Σωτήριχο (Πλούτ. 1136C, 15) ο Διονύσιος αυτός απέδιδε την επινόηση της λυδικής αρμονίας στον Τόρηβο. -Διονύσιος (4ος αι. μ.Χ.)· μουσικός της εποχής του Κωνσταντίνου. Έγραψε ένα βιβλίο Περί μουσικής τέχνης. Βλ. Pauly RE V, 1, "Dionysios" (αρ. 149). -Διονύσιος· μουσικός που αναφέρεται από τον Πορφύριο (Comment. 219) ως συγγραφέας ενός βιβλίου Περί ομοιοτήτων, όπου εξετάζεται η επίδραση του αριθμού στη ρυθμική και της ρυθμικής στη μελοποιία. Βλ. Pauly RE V, 1, "Dionysios" (αρ. 150).

Διονυσόδοτος: λυρικός ποιητής και συνθέτης παιάνων από τη Λακωνία. Σύμφωνα με τον Αθήναιο (IE', 678C, 22) παιάνες του Διονυσόδοτου τραγουδιόνταν στις γυμνοπαιδίες στη Σπάρτη, μαζί με τραγούδια του Θαλήτα και του Αλκμάνα, από χορωδίες παιδιών και ανδρών.

Διονυσόδωρος: (4ος αι. π.Χ.)· περίφημος συνθέτης και αυλητής· σύγχρονος και αντίπαλος του Ισμηνία, άλλου πολύ γνωστού αυλητή. Ο Διογ. Λαέρτιος (Δ', 4, 22) λέει ότι ο Διονυσόδωρος καυχιόταν πως τα κρούματά του (οργανικές μελωδίες, κομμάτια) δεν ακούγονταν όπου να 'ναι, πάνω σε πλοία ή στη βρύση, όπως του Ισμηνία (Περί βίων, δογμάτων και αποφθεγμάτων, εκδ. R. D. Hicks, τόμ. Ι, σ. 399).

Διοξεία: και δι' οξειών· το διάστημα της καθαρής 5ης, όπως ονομαζόταν από τους Πυθαγόρειους. Η 5η ήταν γενικά γνωστή ως δια πέντε.

Διποδία: και διποδισμός· (α) είδος λακωνικού χορού. Πολυδ. (IV, 102): "και διποδία δε, όρχημα Λακωνικόν". Ησ.: "διποδία· είδος ορχήσεως, οι δε διποδισμός". Βλ. επίσης Αθήν. ΙΔ', 630Α, 27. Το ρ. διποδιάζω συναντάται με τη σημασία του χορεύω το χορό διποδία. (β) διποδία, γενικά, ήταν η ένωση δύο μετρικών ποδών· επίσης, το να έχει κανείς δύο πόδια.

Δίσημος: χρόνος· διπλός χρόνος· χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο χρόνο (αλλιώς, δύο φορές τη χρονική μονάδα, τον βραχύ χρόνο). Βλ. λ. χρόνος.

Δίσκος: γκόνγκ. Μετάλλινος δίσκος με μια τρύπα στη μέση, που τον κρεμούσαν από ένα κορδόνι και τον χτυπούσαν με ένα σφυρί (πρβ. Sext. Empir. Προς Μαθηματικούς V, 28). Ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Ίππασος ο Μεταποντίνος εφεύρε μια αρμονία (σειρά) με τέσσερις δίσκους με την ίδια διάμετρο, αλλά διαφορετική και καλά υπολογισμένη πυκνότητα (πάχος), με την οποία μπορούσε να παράγει την 4η, την 5η και την 8η. Πρβ. Sachs Hist. 149-150.

Διστιχία: σύνολο δύο ποιητικών στίχων· δίστιχο.

Δίτονον: διάστημα που περιέχει δύο τόνους. Επίσης, δίτονος. Το δίτονο ήταν: (α) απλό διάστημα στο εναρμόνιο γένος: mi - mi+1/4 - fa - la· με την έννοια ότι ανάμεσα στις δύο τους νότες δεν μπορεί να υπάρχει καμιά άλλη νότα, στο ίδιο γένος· (β) σύνθετο διάστημα στο διατονικό γένος: mi - fa - sol - la. Δίτονος λιχανός· η λιχανός του εναρμόνιου γένους που είναι σε απόσταση δύο τόνων από τη μέση (στο παρ. α' παραπάνω, λιχανός είναι το fa που απέχει από τη μέση la δύο τόνους)· Αριστόξ. (Ι, 23, 4 Mb): "Ότι δ' έστι μελοποιΐα διτόνου λιχανού δεομένη..." (ότι υπάρχει ένα είδος μελοποιίας που απαιτεί να είναι η λιχανός σε απόσταση δύο τόνων από τη μέση).

Δίχορδος: (επίθ.)· με δύο χορδές. Σώπατρος: "δίχορδος πήκτις". Ο κωμικός Εύφρων σ' ένα σωζόμενο απόσπασμα, από την κωμωδία του Αδελφοί (Th. Kock CAF III, 318) λέει: "και προς το δίχορδον ετερέτιζες" (κελαηδούσες [μουρμουρίζοντας] με συνοδεία του διχόρδου). Στο απόσπασμα αυτό, το δίχορδον είναι ουσ. και αναφέρεται σ' ένα δίχορδο όργανο.

Διχορία: υποδιαίρεση ενός χορού σε δύο μέρη. Πολυδ, IV, 107 (βλ. το κείμενο στο λ. ημιχόριον).

Διωρισμένοι φθόγγοι: `Ορος του Πορφύριου για τους "ασυνεχείς φθόγγους", εκείνους δηλαδή που προχωρούν με "πήδημα" (σε διάστημα μεγαλύτερο της 2ας).

Δόναξ: (α) είδος μικρού λεπτού καλαμιού. Κομμάτια δόνακα χρησιμοποιούνταν μέσα στο ηχείο της λύρας για να υποβαστάζουν τη μεμβράνη (βλ. λύρα.): αυτός ο δόνακας ονομαζόταν δόναξ υπολύριος· Πολυδ. (IV, 62): "και δόνακα δέ τίνα υπολύριον οι κωμικοί ωνόμαζον, ως πάλαι αντί κεράτων υπότιθέμενον ταις λύραις" (και οι κωμικοί ονόμαζαν κάποιο δόνακα [καλάμι] υπολύριο, που τον παλιό καιρό τον τοποθετούσαν στις λύρες στη θέση των κεράτων). Και ο Αριστοφάνης μιλά γι' αυτό στους Βατράχους (232-233): "ένεκα δόνακος, όν υπολύριον ένυδρον εν λίμναις τρέφω" (εξαιτίας του υπολύριου δόνακα, που τρέφω στα νερά των λιμνών). (β) Το λεπτό καλάμι που, καθώς λέγεται, χρησίμευε για την κατασκευή συρίγγων. Ευστ. (Παρεκβολαί... 1165, 23): "και δοκούσιν εκ δονάκων μεν σύριγγες γίγνεσθαι, αυλοί δε εκ καλάμων". Από δόνακα γίνονταν και οι αυλητικές γλωσσίδες (βλ. λ. κάλαμος)· πρβ. Drachmann Schol. Pind. Carm. 12ος Πυθιόνικος (τόμ. II, σ. 268). (γ) δόναξ λεγόταν και η σύριγγα ή ποιμενικός αυλός. Ιμέριος (Λόγοι 15, 674): "αυλοίς επηχών ή δόναξι" (παίζοντας αυλούς ή δόνακες). Αθήν. (Γ', 90D): "οι δέ σωλήνες... προς τινων δε αυλοί και δόνακες" (και οι σωλήνες... που μερικοί ονόμαζαν αυλούς και δόνακες). Βλ. επίσης Ησ. στο λ. "δονάκων".

Δόχμιος: στην αρχαία προσωδία ένας πεντασύλλαβος πους, κυρίως του είδους: U + + U - . Ονομαζόταν έτσι για την ποικιλία και ανομοιότητα στη ρυθμοποιία· (επιδεχόταν πολλές παραλλαγές). δόχμιος ρυθμός· ο Βακχείος θεωρεί τον δοχμιακό ρυθμό ως σύνθετο "από ίαμβο, ανάπαιστο και παιάνα" (Εισ. 100-101, G.v.J. 314, 315, 316, Mb 24-25). Βλ. Αριστείδης, Mb 39, R.P.W.-I. 37.

Δράκων: (περ. τέλος 5ου / αρχές 4ου αι. π.Χ.)· Αθηναίος μουσικός, μαθητής του Δάμωνα. Αναφέρεται, και ως δάσκαλος του Πλάτωνα στη μουσική (Πλούτ. Περί μουσ. 1136F, 17). Τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του.

Δύναμις: Στη μουσική ο όρος αυτός εσήμαινε μια ειδική ιδιότητα των φθόγγων· μια λειτουργία, που μια νότα επιτελεί σε σχέση με τις άλλες νότες της κλίμακας. Ήταν μια ιδιότητα ολότελα διαφορετική από το ύψος της νότας (του ήχου) και που κατά κάποιο τρόπο αντιστοιχούσε με την τονική λειτουργία μιας βαθμίδας σε μια νεότερη κλίμακα. Ο Κλεονείδης (Εγχειρ. 14, C.v.J. 207, Mb 22) καθορίζει: "Δύναμις δε εστι τάξις φθόγγου εν συστήματι, ή δύναμις εστι τάξις φθόγγου, δι' ής γνωρίζομεν των φθόγγων έκαστον" (Δύναμη είναι μια ιδιότητα μιας νότας σ' ένα σύστημα· ή μια ιδιότητα, με την οποία γνωρίζουμε [αντιλαμβανόμαστε] καθεμιά από τις νότες). Ο Αριστόξενος (Αρμον. II, 33, 8-9 Mb· επίσης, III, 69, 9 Mb) την καθορίζει με τον ακόλουθο έμμεσο τρόπο: "τη μεν γαρ ακοή κρίνομεν τα των διαστημάτων μεγέθη, τη δε διάνοια τας των φθόγγων δυνάμεις" (με την ακοή κρίνουμε τα μεγέθη των διαστημάτων, ενώ με τη διάνοια μελετούμε τους μηχανισμούς [τις λειτουργίες] των φθόγγων). Ο Πτολεμαίος (Π, 5, I.D. 51) έκανε διάκριση ανάμεσα στο κατά δύναμιν (σε σχέση με τη λειτουργία) και στα κατά θέσιν (σε σχέση με τη θέση) αναφορικά με τις ονομασίες των φθόγγων. Βλ. λ. ονομασία.

Δυσαυλία: κατά το Δημ.: "κακή ή δύσκολη αύληση" (σόλο αυλού).

Δύσαυλος: γεν. φιλονικία· στη μουσική αποτυχημένος διαγωνισμός αυλού (LSJ)· "δύσαυλος έρις", αγώνας αυλών που καταλήγει σε αποτυχία (Δημ.).

Δυσηχής: αυτός που ηχεί δυσάρεστα· σώμα που παράγει έναν ήχο που μόλις ακούγεται, εξαιτίας του πάχους του. Ησ.: "νάβλας, είδος οργάνου μουσικού δυσηχούς".

Δωδεκατημόριον: δωδέκατο του τόνου. Ήταν ένα θεωρητικό, υποθετικό διάστημα. Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7, C.v.J. 192, Mb 11) γράφει σχετικά: "υποτίθεται γαρ ο τόνος εις δώδεκα τινα ελάχιστα μόρια διαιρούμενος, ών έκαστον δωδεκατημόριον τόνου καλείται" (υποτίθεται ότι ο τόνος υποδιαιρείται σε δώδεκα ελάχιστα μόρια, το καθένα από τα όποια ονομάζεται δωδεκατημόριο)· βλ. το υπόλοιπο του κειμένου στο λ. δίεσις. Το δωδεκατημόριο είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη χρωματική δίεση (1/3 του τόνου) και την εναρμόνια δίεση (1/4 του τόνου)· Αριστόξ. (Αρμον. Ι, 25, 15 Mb): "η χρωματική δίεσις της εναρμονίου διέσεως δωδεκατημορίω τόνου μείζων εστί" (η χρωματική δίεση [1/3 του τόνου] είναι μεγαλύτερη από την εναρμόνια δίεση [1/4 του τόνου] κατά ένα δωδέκατο του τόνου). Πρβ. λ. χρωματικόν [μαλακόν] γένος. Το δωδεκατημόριο δεν μπορεί να τραγουδηθεί, είναι αμελώδητο (βλ. λ. αμελώδητος).

Δωδεκάχορδον σύστημα: με δώδεκα χορδές ή νότες. Βλ. λ. [[σύστημα]].

Δώριος: δωριστί αρμονία· κατά γενική παραδοχή το οκτάχορδο: mi - re - do - si - la - sol - fa - mi (διατονικό γένος). Ο Κλεονείδης (Εισ. 9) γράφει σχετικά: "Τέταρτον [είδος του δια πασών] εστι από υπάτης μέσων επί νήτην διεζευγμένων, εκαλείτο δε δώριον" (Τέταρτο [είδος του δια πασών, της αρμονίας] είναι από την υπάτη μέσων [το κάτω mi] ως τη νήτη διεζευγμένων [το πάνω mi] και ονομαζόταν δώριον [δωρικό· δηλ. mi -fa - sol - la - si - do - re - mi]). Η ίδια διατύπωση και στον Βακχείο (Εισαγ. 77, C.v.J. 309, Mb 19). Η δωρική αρμονία θεωρούνταν η κατεξοχήν "ελληνική αρμονία". Ο Πλάτων (Λάχης XIV, 188D) λέει ότι αληθινός μουσικός είναι εκείνος που έχει ρυθμίσει τη ζωή του με λόγια και με έργα (στην πράξη) όχι σύμφωνα με την ιωνική ή τη φρυγική ή τη λυδική, αλλά σύμφωνα με τη δωρική αρμονία που είναι η μόνη ελληνική ("... δωριστί, αλλ' ουκ ιαστί, οίομαι δε ουδέ φρυγιστί, ουδέ λυδιστί, αλλ' ήπερ [δωριστί] μόνη Ελληνική εστιν αρμονία"). Ο Ηρακλείδης Ποντικός στο τρίτο βιβλίο Περί μουσικής γράφει πως η δωρική αρμονία εκφράζει το ανδρικό και το μεγαλοπρεπές ήθος ("η μέν δώριος αρμονία το ανδρώδες εμφαίνει και το μεγαλοπρεπές"· Αθήν. ΙΔ', 624D, 19). Βλ. λ. ήθος. Δώριος τόνος, ο 8ος στη σειρά των 13 τόνων του αριστοξένειου συστήματος και 10ος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος. Βλ. και λ. τόνος.

Δωρίων: (4ος αι. π.Χ.)· αυλητής, αρχηγός της αυλητικής σχολής στη Θήβα, που ήταν αντίπαλη της σχολής του Αντιγενίδα. Ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1138Β, 21) γράφει γι' αυτόν τον ανταγωνισμό: "εκείνοι της σχολής του Δωρίωνα περιφρονώντας το αντιγενίδειο στιλ ουδέποτε το χρησιμοποιούν, και εκείνοι της σχολής του Αντιγενίδη κάνουν ακριβώς το αντίθετο για τον ίδιο λόγο". Το όνομα του Δωρίωνα συναντάται και στον Αθήναιο (Η', 337Β, 18 και Ι', 435B-C, 46) και στον Θεόπομπο (FHG Ι, 323).




 



 
©2010