Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Πι


 


Παγκράτης: συνθέτης άγνωστης εποχής, ίσως του 5ου/4ου αι. π.Χ., μεταγενέστερος του Πινδάρου και του Σιμωνίδη, τους οποίους είχε ως πρότυπα (Πλούτ. Περί μουσ. 1137F, 20). Αναφέρεται από τον Πλούταρχο ως ένας από τους συνθέτες που ακολουθούσαν την παλιά παράδοση· απέφευγε κυρίως το χρωματικό γένος και το χρησιμοποίησε εκλεκτικά σε λίγες μόνο συνθέσεις του ("έν τισιν").

Πάθος: γενικά, καθετί που ένας μπορεί να υποφέρει ή να υποστεί από ατύχημα, δυστύχημα κτλ.· πάθος, συγκίνηση. Στο δράμα, το αίσθημα που προκαλείται στην ψυχή του θεατή από μια θεατρική παράσταση (ή ανάγνωση ενός κειμένου). Όπως λέει ο Λογγίνος, "το πάθος είναι πολύ ισχυρό στην τραγική ποίηση". Ο Αριστείδης (σ. 63 Mb) από την άλλη λέει πως η ποίηση χωρίς μελωδία (δίχα μελωδίας) δεν προκαλεί πάθος (συγκίνηση). Στη μουσική η λέξη πάθος χρησιμοποιούνταν κάποτε για να καθορίσει μια αλλαγή στη μελωδική τάξη· Αριστόξ. (Αρμ. II, 38, 12 Mb): "πάθους τίνος συμβαίνοντος εν τή της μελωδίας τάξει" (σε ποια τροποποίηση [αλλαγή] στη μελωδική τάξη [η μετατροπία οφείλει την υπόστασή της]).

Παιάν: χορικό τραγούδι, ύμνος απευθυνόμενος πρώτα στον Απόλλωνα και στην Άρτεμη, ιδιαίτερα ως ευχαριστήριος για τη λύτρωση από κακό (ασθένεια, λοιμός κτλ.)· αργότερα απευθυνόταν προς οποιονδήποτε άλλο θεό. Παιάν ήταν επίσης ένα θριαμβευτικό τραγούδι μετά από νίκη σε πόλεμο ή σε εθνικούς αγώνες. Γενικά, μια σοβαρή ωδή. Ο Πρόκλος στη Χρηστομάθειά του (11) καθορίζει: "ο δε Παιάν, έστιν είδος ωδής εις πάντας νυν γραφόμενος θεούς· το δε παλαιόν, ιδίως απενέμετο τω Απόλλωνι και τη Αρτέμιδι επί καταπαύσει λοιμών και νόσων αδόμενος· καταχρηστικώς δε και τα προσόδια τινές παιάνες λέγουσιν" (ο παιάν είναι είδος ωδής απευθυνόμενης τώρα σε όλους τους θεούς· στα παλαιά χρόνια απευθυνόταν ιδιαίτερα στον Απόλλωνα και την Άρτεμη για τη λύτρωση από λοιμούς και αρρώστιες· και καταχρηστικά μερικοί ονομάζουν και τα προσόδια παιάνες).

Παιδικός: παιδικός χορός, χορός αγοριών. Πλάτων (Νόμοι B', 664C): "ο Μουσών χορός ο παιδικός". Παιδικοί αυλοί· μια κατηγορία αυλών με έκταση χαμηλότερη από τους παρθένιους και ψηλότερη από τους κιθαριστήριους, σύμφωνα με την ταξινόμηση των αυλών από τον Αριστόξενο (βλ. λ. αυλός). Πολυδ. (IV, 81): "τοις δε παιδικοίς [αυλοίς], παίδες προσήδον" (με τη συνοδεία των παιδικών [αυλών] τα αγόρια τραγουδούσαν).

Παλινωδία: ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Στησίχορο σε μια ωδή του, στην οποία ανακαλούσε τις προηγούμενες επιθέσεις του κατά της Ελένης της Τροίας. Βλ. Σούδα: "παλινωδία, εναντία ωδή· ή το τα εναντία ειπείν τοις προτέροις" (παλινωδία· αντίθετη ωδή· ή το να πεις τα αντίθετα από εκείνα που είπες προηγούμενα). Βλ. λ. Στησίχορος.

Παλατινό μέλος:το μέλος σε ήχο " Νενανώ" δηλ. σε ΄Ήχο Δ' σκληρό χρωματικό,που κατά παράδοση άρεσε στους αυτοκράτορες να ακούν και για αυτό καλούσαν στο παλάτι τους ψάλτες οι οποίοι έψαλλαν μέλη σ' αυτόν τον Ήχο.

Πάμφωνος: αυτός που παράγει όλους τους τόνους· πολύφωνος ή που εκτελεί με πλήρη τόνο, φωνή (LSJ). Πίνδαρος (Πυθιόνικος IB', 32): "παρθένος αυλών τεύχε πάμφωνον μέλος" (η παρθένος [θεά Αθηνά] εφεύρε το πολύφωνο [ή το εκφραστικό] μέλος [μουσική] των αυλών).

Πανδούρα: επίσης πανδουρίς και πάνδουρος· ένα τρίχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου, ονομαζόμενο από τους αρχαίους τρίχορδον. Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα πανδούρα χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο. Όπως λέει ο Sachs (Hist. 137): "είχε ένα μακρύ βραχίονα (χέρι) χωρίς στριφτάρια (κλειδιά, κόλλαβους), μικρό σώμα, τάστα και τρεις χορδές"· Πολυδ. (IV, 60): "τρίχορδον δε, όπερ Ασσύριοι πανδούραν ωνόμαζον· εκείνων δ' ήν και το εύρημα" (το τρίχορδο που οι Ασσύριοι ονόμαζαν πανδούρα· και που ήταν δική τους εφεύρεση). Κατά τον Πυθαγόρα "η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα" (Αθήν. Δ', 183F-184A, 82). Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος. Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τη λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή· "πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικόν. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον".

πανδουρίζω παίζω την πανδούρα. πανδουριστής· ο εκτελεστής της πανδούρας.

Πανδούριον: υποκοριστικό της λέξης πανδούρα (στον Ησύχιο). Ο Φώτιος (Λεξ. 427, 26) λέει: "πανδούριον, ήτοι Λύδιον όργανον χωρίς πλήκτρου ψαλλόμενον" (το πανδούριον είναι λυδικό όργανο και παίζεται χωρίς πλήκτρο). Στο Λεξ. Ζωναρά (σ. 1512) σημειώνεται: "πανδούριον... είδος μουσικόν· είδος κιθάρας". Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται μάλλον για κάποιο άλλο όργανο κάπως διαφορετικό από την πανδούρα, εφόσον παιζόταν χωρίς πλήκτρο.

παπαδικό μέλος:αργό μέλος στο οποίο κάθε συλλαβή του κειμένου αντιστοιχεί σε ολόκληρη μουσική φράση. Ονομάστηκε έτσι γιατί την ώρα που ψάλλονται αυτά, ο ιερέας αναγιγνώσκει ευχές. Τέτοια μέλη είναι τα χερουβικά και κοινωνικά καθώς και άλλα αργά μέλη, τα επονομαζόμενα μαθήματα.

Πάππος ο Αλεξανδρεύς: Κορυφαίος μαθηματικός του 3ου μ.Χ. αι. και ονομαστός θεωρητικός της μουσικής. Σ' αυτόν αποδιδόταν κάποτε η "Εισαγωγή Αρμονική", που εκδόθηκε από τον Μeibom ως έργο του Ευκλείδη και σήμερα αποδίδεται στον Κλεονείδη. Ο Σ. Μιχαηλίδης συμπληρώνει, ότι το όνομα του Πάππου ως συγγραφέα της "Εισαγωγής" αναφέρεται σε πολλά χειρόγραφά της (Barberine, II 86, 2ο αντίγραφο, Ρώμη. Νεάπολη, αρ. 260. Παρίσι, αρ. 2460, 2ο αντίγραφο). Επίσης, ορισμένοι απέδιδαν στον Πάππο τα "Σχόλια" του Πορφύριου στα "Αρμονικά" του Κλαύδιου Πτολεμαίου.

Παράβασις: ένα μέρος της αρχαίας κωμωδίας, κατά το οποίο ο χορός προχωρούσε μπροστά και απευθυνόταν στο κοινό από μέρους του ποιητή· με την παράβαση ο ποιητής εξέφραζε τις προσωπικές του απόψεις πάνω σε δημόσια θέματα. Schol. Aristoph. (Ειρήνη 733): "φαίνεται πως η παράβαση λέγεται από το χορό, αλλά στο όνομα του ποιητή" (πρβ. Πλούτ. Ηθικά 711F). Η παράβαση ήταν συνθεμένη από επτά μέρη, που απαριθμούνται από τον Πολυδεύκη (IV, 112), τα ακόλουθα: 1) κομμάτιον, 2) παράβασις, 3) μακρόν, 4) στροφή, 5) επίρρημα, 6) αντίστροφος και 7) αντεπίρρημα. Σύμφωνα με αυτή την αρίθμηση η παράβαση ήταν επίσης ο όρος για το δεύτερο μέρος της, το οποίο ήταν γραμμένο σε αναπαιστικό μέτρο.

Παραδιάζευξις: υποδιάζευξη. Σχηματίζεται όταν ανάμεσα σε δύο τετράχορδα, τοποθετημένα το ένα πλάι στο άλλο, υπάρχει απόσταση ενός τόνου, δηλ. ανάμεσα στις δύο πρώτες νότες τους (πρβ. Βακχ. Εισ. 86, Μ. Βρυέν. Αρμον. 506, έκδ. Wallis III). Η παραδιάζευξις σχηματίζεται ανάμεσα στα τετράχορδα συνημμένων και διεζευγμένων:

Παρακαταλογή: είδος συνοδευμένου ρετσιτατίβου· απαγγελία με συνοδεία οργάνου, συνήθως αυλού. H επινόησή της αποδιδόταν στον Αρχίλοχο (Πλούτ. Περί μουσ. 1141 Α, 28).

Παράκρουσις: εκτέλεση λανθασμένης νότας· λανθασμένα χτυπημένη νότα (φάλτσα νότα).

Παραμέση: η νότα και η χορδή "παρά" τη μέση (la), μία δευτέρα πιο πάνω (si)· είναι σε απόσταση ενός τόνου από τη μέση, la - si. Όταν η νότα πιο πάνω από τη μέση (la) είναι σε απόσταση ημιτονίου (όπως στην επτάχορδη αρμονία ή στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον), δεν ονομάζεται παραμέση, αλλά τρίτη συνημμένων (si υφ.). Βλ. λ. ονομασία.

Παράμουσος: παράφωνος, έξω από τον τόνο. Συνώνυμο του παράχορδος. Ευριπ. (Φοίνισσαι 791): "ώ πολύμοχθος Άρης, τι ποθ' αίματι και θανάτω κατέχει Βρόμιου παράμουσος εορταίς" (ώ πολύμοχθε Άρη, γιατί ήρθες έτσι παράφωνα με αίμα και θάνατο στις γιορτές του Βάκχου;).

Παρανήτη: η νότα και χορδή "παρά" τη νήτη, μια δευτέρα πιο κάτω. Στο επτάχορδο (α) και στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον (β) παρανήτη ήταν η νότα που αντιστοιχούσε με το do: Στο Σύστημα Τέλειον Μείζον και στο οκτάχορδο σύστημα παρανήτες ήταν (α) η νότα sol (στο τετράχορδο υπερβολαίων) και (β) η νότα που αντιστοιχεί με το re (στο τετράχορδο διεζευγμένων): Η παρανήτη διατηρεί το όνομά της και στα τρία γένη, ανεξάρτητα από την απόσταση από τη νήτη, λ.χ.:

Παρανιέναι: το ίδιο όπως το ανιέναι (πρβ. λ. άνεσις). Χαλαρώνω τις χορδές (Δημ. LSJ). Πλούτ. (Περί μουσ. 1145D, 39): "και των εστώτων τινας παρανιάσι φθόγγων" (και χαμηλώνουν μερικούς από τους ακίνητους [[[εστώτες]]] φθόγγους).

Παραπλασμός: κερί (βουλοκέρι) που χρησιμοποιούνταν για να κλείνουν (σφραγίζουν), τις τρύπες του αυλού. Ησ.: "ο εν ταις των αυλών τρύπαις ρύπος" (το βουλοκέρι που βρίσκεται στις τρύπες των αυλών).

Παρασημαντική: μουσική γραφή, σημειογραφία. Από το ρήμα παρασημαίνομαι, σημειώνω ή παριστάνω με σημεία τους μουσικούς ήχους, τη διάρκειά τους κτλ. Ο Αριστόξενος (Αρμον. Στοιχ. ΙΙ, 39, 6) το καθορίζει: "το παρασημαίνεσθαι τα μέλη" (η σημειογραφία των μελών). Και λίγο πιο κάτω (σ. 39, 15) χρησιμοποιεί και τον όρο παρασημαντική: "ού γαρ ότι πέρας της αρμονικής επιστήμης εστίν η παρασημαντική..." (γιατί η παρασημαντική δεν είναι το τέλος της αρμονικής επιστήμης). Ο όρος για τη γραφή των φθόγγων εκφράζεται και με τις λέξεις σημασία και στίξις· ο Γαυδέντιος χρησιμοποιεί τον όρο σημασία (Εισαγ. 20): "εχρήσαντο δε οι παλαιοί [ονόμασι] προς την σημασίαν των οκτωκαίδεκα φθόγγων και γράμμασι τοις καλουμένους σημείοις μουσικοίς" (και χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι ονόματα και γράμματα, τα ονομαζόμενα μουσικά σημεία, για την παρασημαντική (τη σημειογραφική παράσταση) των δεκαοκτώ φθόγγων). Στον Ανώνυμο Bell. 79, 68) συναντούμε τον όρο στίξις: "και ότι ου ρητώ παραλέλειπται η στίξις" (και ότι η [οργανική] σημειογραφία είναι ανεξάρτητη από το κείμενο). Τα σύμβολα που χρησιμοποιούνταν για τη μουσική σημειογραφία (παρασημαντική) ονομάζονταν σημεία (πρβ. Αριστόξ. ό.π. 40, 8 και 10· και Ανών. ό.π. 19, 2) κτλ. Οι Έλληνες είχαν δύο συστήματα γραφής, ένα για την οργανική και ένα άλλο για τη φωνητική μουσική. Χάρη στην Εισαγωγή Μουσική του Αλύπιου, η ελληνική σημειογραφία έχει διασωθεί· ο Αλύπιος δίδει σε αυτή πλήρεις πίνακες σε όλους τους δεκαπέντε τόνους και στα τρία γένη. Υποτίθεται ότι από τα δύο συστήματα εκείνο της οργανικής γραφής ήταν αρχαιότερο· η φωνητική γραφή βασιζόταν στο ιωνικό αλφάβητο, που υιοθετήθηκε τον 5ο αι. π.Χ.1 Και οι δύο γραφές χρησιμοποιούνταν. Ο Αριστείδης (Περί μουσ. Mb 26, R.P.W.-I. 23) λέει ότι "με τα χαμηλότερα σημεία καταγράφουμε την οργανική μουσική, καθώς και τα ριτορνέλλι (πρελούντια, ιντερλούντια, γενικά σύντομα οργανικά κομμάτια που παρεμβάλλονταν στην αρχή ή συνήθως ανάμεσα σε τμήματα του κύριου φωνητικού έργου) των πνευστών, και το τμήμα των σόλι των εγχόρδων οργάνων ("μεσαυλικά ή ψιλά κρούματα"), που βρίσκονται στις ωδές· με τα ψηλότερα σημεία εκφράζουμε τα φωνητικά μέρη ("τας ωδάς")· πρβ. Γαυδ. ό.π. 21 και Ανών. (Bell. 79, 68): "και τα μεν άνωθεν της λέξεως... τα δε της κρούσεως κάτωθεν" (κι εκείνα τα σημεία που είναι τοποθετημένα αποπάνω είναι για τις λέξεις [δηλ. το φωνητικό μέρος]... ενώ εκείνα που είναι αποκάτω είναι για το οργανικό μέρος). Στην οργανική σημειογραφία τα σημεία χρησιμοποιούνταν κατά τριάδες, δηλ. με τρεις διαφορετικές θέσεις του ίδιου σημείου-γράμματος, από τις οποίες η πρώτη ήταν η κανονική θέση (σημείον ορθόν), η δεύτερη με στροφή πίσω του γράμματος (σημείον απεστραμμένον) (ήταν για τη νότα υψωμένη κατά ημιτόνιο) και η τρίτη, με το γράμμα ανάποδο (σημείον ανεστραμμένον) (ήταν για τη νότα με ανύψωση 1/4 του τόνου): (α) Ε (νότα do)· (β) 3 (νότα do δίεση)· (γ) (νότα do 1/4).Τα κύρια σημεία στο διατονικό γένος ήταν τα ακόλουθα 17 (οργανική σημειογραφία): (οι νότες πιο πάνω από το la [17η] σημειώνονταν με τα ίδια, κατά σειρά, σημεία με έναν τόνο, Κ' Ύ

Παρασκήνιον: η παρεμβολή ενός μέλους του χορού στη θέση τέταρτου υποκριτή (ηθοποιού). Πολυδ. (IV, 110): "όταν αντί του τέταρτου υποκριτή ένας από τους χορευτές τραγουδούσε την ωδή, αυτό ονομαζόταν παρασκήνιο".

Πάραυλος; ξεκούρδιστος, έξω από τον τόνο· μή σύμφωνος προς τον αυλό· κακόφωνος πάραυλα μέλη· κακόφωνες, διάφωνες μελωδίες.

Παραφωνία: ή παράφωνοι φθόγγοι· κατά τον Βακχείο (Εισ. 61) η παραφωνία είναι μια συμφωνία· "όταν δύο ανόμοιοι ήχοι παιχθούν [αμέσως] και δεν παρουσιάζουν διαφορά μεταξύ τους". Κατά τον Γαυδέντιο η παραφωνία είναι κάτι μεταξύ συμφωνίας και διαφωνίας. Στην Εισαγωγή του (κεφ. 8) γράφει ότι "παράφωνοι είναι εκείνοι οι φθόγγοι, που είναι μεταξύ συμφωνίας και διαφωνίας και όταν παιχθούν φαίνονται σύμφωνοι" ("εν δε τη κρούσει φαινόμενοι σύμφωνοι"), όπως στην περίπτωση των τριών τόνων από την παρυπάτη μέσων (fa) ως την παραμέση (si) και στην περίπτωση των δύο τόνων (διτόνου) από τη λιχανό μέσων (sol) ως την παραμέση (si). Έτσι, ο Γαυδέντιος θεωρεί ως "παραφωνίες" το τρίτονο (fa - si) και το δίτονο (sol - si). Ο όρος χρησιμοποιείται στον Λογγίνο (28, 1) με τη σημασία του "μαλακώματος [γλυκάματος] του κύριου φθόγγου".

Παράχορδος: ξεκούρδιστος, έξω από τον τόνο, διάφωνος. παραχορδίζω· παίζω έξω από τον τόνο, χτυπώ λανθασμένες νότες.

Παραχορήγημα: 1. μικρός ρόλος (μέρος) για έναν τέταρτο υποκριτή στο αρχαίο δράμα. Πολυδ. (IV, 110): "ει δε τις τέταρτος υποκριτής τι παραφθέγξαιτο, τούτο παραχορήγημα εκαλείτο" (και αν ένας τέταρτος ηθοποιός παρεμβαλλόταν, για να πει κάτι, αυτό ονομαζόταν παραχορήγημα). 2. το μέρος ενός δευτερεύοντος χορού, που αποχωρεί από την ορχήστρα, όταν δε χρειάζεται πια (Δημ.)· Αισχ. Ευμενίδες 1032.

Παρελκυσμός: παράταση της διάρκειας ενός ήχου· από το παρέλκομαι=εισάγομαι ως συνοδεία (Δημ.)· βλ. Φιλόδ. Περί μουσ. Δ', 95, J. Kemke.

Παρθένεια: και παρθένια· τραγούδια από χορό παρθένων σε τελετές προς τιμή διαφόρων θεών και ιδιαίτερα του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Τα τραγούδια συχνά συνδυάζονταν με χορό. Γι' αυτό και παρθένια σήμαινε και το χορό (όρχηση). Πολλοί λυρικοί ποιητές, ανάμεσα σε άλλους ο Αλκμάν, ο Πίνδαρος και ο Σιμωνίδης, έγραψαν παρθένια. Πρβ. Αριστοφ. Όρνιθες 919.

Παρθένιος: (επίθ.)· παρθένιος αυλός· ο ψηλότερος σε έκταση αυλός. Στην τάξη (κατηγορία) των παρθενίων αυλών ανήκαν ο γίγγρας, ο φώτιγξ και ο αιάζων αυλός. Ο Πολυδεύκης (IV, 81) λέει ότι "παρθένες συνήθιζαν να χορεύουν με συνοδεία παρθενίων αυλών".

Παριαμβίς: σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού. Τις παριαμβίδες αναφέρει ο κωμικός ποιητής Επίχαρμος στο έργο του Περίαλλος (Αθήν. Δ', 183G, 81) με τα λόγια: "Σεμέλα δε χορεύει· και υπάδει σφιν σοφός κιθάρα παριαμβίδας· ά δε γεγάθει πυκινών κρεγμών ακροαζόμενα" (η Σεμέλη χορεύει και ένας επιδέξιος [δεξιοτέχνης] κιθαριστής παίζει γι' αυτούς παριαμβίδες με συνοδεία αυλού). Σε μια πλατύτερη σημασία οι παριαμβίδες ήταν ένας κιθαριστήριος νόμος· Πολυδ. (IV, 83): "και παριαμβίδες νόμοι κιθαριστήριοι, οΐς και προσηύλουν" (και οι παριαμβίδες ήταν κιθαριστήριοι νόμοι με συνοδεία αυλού"). Βλ. επίσης τα λ. μηνίαμβος και έναυλος κιθάρισις. Ένας άλλος όρος για την παριαμβίδα ήταν ιαμβίς (Ησύχ.).

Παρίαμβος: έγχορδο όργανο άγνωστου σχήματος και χαρακτήρα, το οποίο αναφέρει ο Πολυδεύκης (IV, 59) ανάμεσα σε άλλα έγχορδα (κρουόμενα) όργανα. παρίαμβος ήταν επίσης ο μετρικός πους που αποτελούνταν από δύο βραχείες συλλαβές (U U)· ονομαζόταν και πυρρίχιος (βλ. λ. πυρρίχη).

Πάριον Χρονικόν: ή Μάρμαρον· μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ελληνική επιγραφή, γραμμένη στην αττική διάλεκτο από άγνωστο συγγραφέα, κατά την εποχή του άρχοντα Διόδμητου στην Αθήνα, το 264 ή 263 π.Χ. Είναι ένας χρονολογικός πίνακας των πιο σημαντικών ιστορικών γεγονότων από την εποχή του Κέκροπα, του μυθικού πρώτου βασιλιά των Αθηνών, μέχρι του Διόδμητου, καθώς αναφέρεται στην αρχή της επιγραφής ("Από Κέκροπος του πρώτου βασιλεύσαντος Αθηνών είως... Αθήνησιν δε Διόδμητου"). Περιέχει, ανάμεσα σε άλλα, σε χρονολογική σειρά, σημαντικά γεγονότα σχετικά με την ιστορία και εξέλιξη της λογοτεχνίας, της μουσικής και του δράματος, την καθιέρωση των εθνικών αγώνων, των ποιητικών και μουσικών διαγωνισμών με τα ονόματα των νικητών και των πιο αξιόλογων ανδρών των γραμμάτων και της μουσικής. Το Πάριο Χρονικό βρέθηκε τον 16ο αι. μ.Χ. πάνω σε μια κολοβωμένη στήλη στη νήσο Πάρο (από όπου και το όνομά του)· μεταφέρθηκε στη Σμύρνη από τον κόμη του Arundel το 1627 και κατόπι στο Λονδίνο, όπου τοποθετήθηκε πρώτα στους κήπους του Henry Howard, συγγενή του Arundel. Η στήλη έγινε γνωστή ως το Μάρμαρο Άρουντελ· το 1667 προσφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου μεταφέρθηκε τελικά. Δημοσιεύτηκε πρώτα στο Λονδίνο από τον John Selden το 1628 (Marmora Arundelliana· Johannes Seldenus, σχ. 4ο). Έκτοτε δημοσιεύτηκε αρκετές φορές: από τους Prideaux (Οξφόρδη 1676), Μ. Maittaire (Λονδίνο 1732), J. Baumgarten (με γερμανική μετάφραση, 1747), Christian Wagner (1790), Α. Boeckh (1843, στο Corpus Inscriptionum Graecarurn, τόμ. II, σ. 293 κε.), C. Muller (στα FHG, Παρίσι 1853, τόμ. Ι, σ. 535 κε.), Johannes Flach (Tubingen, 1884) και, ίσως η πιο ενδιαφέρουσα και πιο πλήρης έκδοση, από τον Felix Jacoby (Βερολίνο 1904) με σχόλια και ένα χρονολογικό κανόνα· αυτή η τελευταία έκδοση περιλαμβάνει ως Μέρος Β' και τα τελευταία αποσπάσματα του Χρονικού, που βρέθηκαν από τον Α. Wilhelm το 1897. Η Στήλη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης περιέχει 93 στίχους, που καλύπτουν την περίοδο από τον Κέκροπα ως τον Καλλίστρατο (355/4 π.Χ.)· τα επόμενα αποσπάσματα περιέχουν άλλους 34 στίχους, που καλύπτουν την περίοδο 336 π.Χ. (εποχή του Πυθόδηλου) ως το 299/8 (εποχή του Ευκτήμονα). Πρβ. F. Jacoby, Das Marmor Parium, Βερολίνο 1904 (Α' μέρος, σσ. 3-20, Β' μέρος σσ. 20-24). Οι στίχοι δεν έχουν πλήρως διατηρηθεί και στα δύο μέρη.

Πάροδος: (α) καθεμιά από τις δύο πλαϊνές εισόδους του αρχαίου θεάτρου, που οδηγούσαν στην ορχήστρα· (β) η πρώτη είσοδος του χορού μέσα από τις παρόδους. Πολυδ. (IV, 108): "και η μεν είσοδος του χορού πάροδος καλείται". (γ) συνεκδοχικά, το πρώτο χορικό που τραγουδούσε ο χορός κατά την είσοδό του από την πλαϊνή διάβαση· Αριστοτ. (Ποιητική 1452Β, 12): "χορικού δε πάροδος μεν η πρώτη λέξις όλη" (πάροδος είναι το όλο του πρώτου χορικού τραγουδιού). Η δεύτερη είσοδος του χορού μετά την έξοδο (μετάσταση) ονομαζόταν επιπάροδος· έτσι ονομαζόταν και το χορικό που τραγουδούσε ο χορός κατά τη δεύτερη είσοδο. Πρβ. Πολυδ. (IV, 108) και λ. εξόδιον.

Παρυπάτη: η νότα και η χορδή που βρίσκεται μία δευτέρα πιο πάνω από την υπάτη (παρά την υπάτη). Υπήρχαν δύο παρυπάτες: η παρυπάτη υπατών (do) και η παρυπάτη μέσων (fa). Πρβ. και λ. ονομασία. Η παρυπάτη διατηρεί το όνομά της σε όλα τα γένη.

Παχυμέρης Γεώργιος: (Νίκαια Μ. Ασίας 1242 - Κων/πολις 1310). Βυζαντινός λόγιος, που ήκμασε μετά την Έξωση των Λατίνων από την Κων/πολη. Το 1261 βρισκόταν ήδη στη Βασιλεύουσα, όπου εκπαιδεύτηκε από τον Γεώργιο τον Κύπριο (1261-1267). Κατέλαβε υψηλά πολιτικά και εκκλ. αξιώματα (ιερομνήμων, πρωτέκδικος, βασιλικός δικαιοφύλακας, κ.λπ.). Θεωρείται ως ο μέγιστος Βυζαντινός "πολυΐστωρ" του 13ου αι. και υπήρξε πολυγραφότατος (μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον Φώτιο και τον Μιχαήλ Ψελλό, υπολειπόμενος όμως αυτών κατά την τελειότητα της έκφρασης). Ανάμεσα στα "μαθηματικά" συγγράμματά του διασώθηκε και έχει εκδοθεί (από τον Α. Vincent) το "περί αρμονικής ήγουν περί μουσικής" (32 κεφαλαίων) το οποίο, αν και βασισμένο σε αρχαιότερο σχετικά έργο, έχει μεγάλη σημασία για την Ιστορία της Μεσαιωνικής Μουσικής. Έγραψε επίσης "Ιστορία" (που καλύπτει ως πολύτιμη πηγή την περίοδο 1255-1308) και υπήρξε βιογράφος του Μιχαήλ Παλαιολόγου.

Παχύς: στη μουσική, μεταφορικά, βαρύς, τραχύς, ογκώδης (ήχος)· αντίθετο, λεπτός. Πτολεμαίος (Αρμον. Ι, 3): "παχείς ψόφοι" (πυκνοί, ογκώδεις ήχοι)· παχύτης· πυκνότητα ήχου· Πτολεμαίος (ό.π.): "δια την της παχύτητος ή λεπτότητος ποιότητα".

Πείρα: έτσι λεγόταν το πρώτο μέρος του πυθικού νόμου, το εισαγωγικό μέρος, κατά το οποίο "ο θεός εξετάζει τον τόπο αν είναι κατάλληλος για τον αγώνα" με το δράκοντα.

Πεντάσημος: χρόνος αποτελούμενος από πέντε χρονικές μονάδες· βλ. λ. [[χρόνος]].

Πεντάχορδον: ένα πεντάχορδο όργανο, μνημονευόμενο από τον Πολυδεύκη (IV, 60), ο οποίος λέει: "πεντάχορδον, Σκυθών μεν το εύρημα, καθήπτο δε ιμάσιν ωμοβοΐνοις· αιγών δε χηλαί τα πλήκτρα" (ήταν σκυθικής προέλευσης, κρεμόταν με βοδινά δερμάτινα λουριά και παιζόταν με πλήκτρα από χηλές αιγών).

Πεντεκαιδεκάχορδον: σύστημα· το σύστημα, που αποτελείται από δεκαπέντε νότες, αλλιώς δίς διαπασών ή Σύστημα Τέλειον Μείζον (βλ. λ. σύστημα). Εμφανίζεται μετά την εποχή του Αριστόξενου, τον 3ο αι. π.Χ., και αποτελείται από τέσσερα τετράχορδα, συζευγμένα ανά δύο με μια διάζευξη στο μέσο (ανάμεσα στη μέση και την παραμέση) και με τον προσλαμβανόμενο φθόγγο στο τέλος:

Περιάδω: τραγουδώ περπατώντας (γυρνώντας εδώ κι εκεί).

Περίοδος: το σύνολο δύο ή περισσότερων μερών ή προτάσεων ("κώλων") μιας μελωδίας. Βλ. λ. κώλον

Περισπώμενος: συλλαβή ή λέξη προφερόμενη με περισπώμενο τόνο. Περισπώμενος φθόγγος στην προσωδία [του λόγου]. Βλ. τα λ. βαρύς, οξύς και τόνος.

Περιστόμιον: Η δερμάτινη ταινία που οι αυλητές έβαζαν γύρω από το στόμα και τις παρειές (βλ. λ. φορβειά).

Περιφερής: περιστρεφόμενος, κυκλικός, στρογγυλός. Στην περίπτωση της αγωγής (αγωγή περιφερής) η ανιούσα και κατιούσα μελωδική πορεία με συνεχή διαστήματα (δευτέρας). Βλ. λ. αγωγή, 1γ.

Περιφορά: κυκλική κίνηση. Περιφορά διαστημάτων· περιοδική επανάληψη διαστημάτων. Κατά τον Αριστόξενο (Αρμ. Ι, 6, 21-24), ο Ερατοκλής "προσπάθησε, στην περίπτωση ενός συστήματος, σ' ένα γένος, να αριθμήσει τα σχήματα ή είδη της ογδόης και να τα καθορίσει μαθηματικά με την περιοδική επανάληψη των διαστημάτων" (τη περιφορά των διαστημάτων). Έτσι, ο Ερατοκλής, προχωρώντας με τις διάφορες διευθετήσεις που γίνονται αν αρχίσει κανείς κάθε οκτάχορδη αρμονία διαδοχικά από το mi, το fa, το sol κτλ., έφθασε εμπειρικά στην αρίθμηση των επτά διαφορετικών μορφών. Η μέθοδος αυτή επικρίνεται από τον Αριστόξενο (Ι, ό.π. 6, 25 κε.).

Περσικόν: είδος χορού περσικής προέλευσης. Στον Ξενοφώντα (Ανάβασις VI, 1, 10) διαβάζουμε: "τελικά [ο Μυσός] χόρεψε τον περσικό χορό χτυπώντας τις ελαφρές ασπίδες, και έκαμπτε τα γόνατα και ξανασηκωνόταν· και τα έκανε όλα αυτά με ρυθμό, με συνοδεία αυλού". Αριστοφ. (Θεσμοφοριάζουσαι 1175): "επαναφύσα περσικόν" (παίξε πάλι στον αυλό την περσική [χορευτική μελωδία]).

Πεττεία: επανάληψη της ίδιας νότας. Κλεον. (Εισαγ. 14): "πεττεία δε η εφ' ενός τόνου πολλάκις γιγνομένη πλήξις" (πεττεία είναι η κρούση [εκτέλεση, χτύπημα] μιας νότας επανειλημμένα): Ο Αριστείδης (Περί μουσ. Mb 29, R.P.W.-I. 29) ονομάζει πεττεία μια μέθοδο της μελωδικής σύνθεσης (ένα από τα τρία είδη της χρήσης· βλ. λ. χρήσις), με την οποία "μαθαίνουμε ποιες νότες να παραλείψουμε και ποιες να χρησιμοποιήσουμε. Και από ποια ν' αρχίσουμε και σε ποια να τελειώσουμε. Αυτό, επίσης, δημιουργεί ήθος".

Πήκτις: και πηκτίς· 1. πολύ γνωστό έγχορδο όργανο. Ήταν στενά συνδεδεμένο με τη μάγαδι· όπως και η μάγαδις, ήταν ένα μεγάλο όργανο με 20 χορδές κουρδισμένες κατά ζεύγη, καθεμιά με την οκτάβα της. Ανήκε στα ψαλτικά όργανα [βλ. λ. ψαλτήριον], που παίζονταν με γυμνά δάχτυλα, χωρίς πλήκτρο. Κατά τον Αριστόξενο και τον Μέναιχμο (Αθήν. ΙΔ', 535E, 37), "η πήκτις και η μάγαδις ήταν ένα και το αυτό όργανο". H πήκτις είχε λυδική προέλευση, και η Σαπφώ θεωρούνταν η πρώτη που τη χρησιμοποίησε. Ο παρωδός Σώπατρος αναφέρει στο έργο του Μυστάκου θητείον (κατ' άλλη έκδοση Μύσται) (G. Kaibel Com. Gr. Fr. 194, απόσπ. 11 και Αθήν. Δ', 183Β, 81): "πηκτίς δε Μούση γαυριώσα βαρβάρω δίχορδος εις την χείρα πως κατεστάθη;" (η δίχορδη πηκτίς, που καυχάται για τη βαρβαρική της μούσα, πώς βρέθηκε στα χέρια σου;). Η πληροφορία αυτή από το απόσπασμα του Σώπατρου, ότι η πηκτίς ήταν δίχορδη, δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές· ίσως το νόημα να ήταν "διπλόχορδη" (με διπλές χορδές). Η πήκτις, ωστόσο, ανήκε μαζί με τη μάγαδι και τη σαμβύκη στα λεγόμενα πολύχορδα όργανα, που καταδίκαζε ο Πλάτων (Πολιτ. Γ', 399D) και ο Αριστόξενος (Αθήν. Δ', 182F, 80) αποκαλούσε έκφυλα, δηλ. ξένα. 2. ένα είδος ποιμενικής σύριγγας· Ησ.: "πηκτίδες και σύριγγες όργανα μουσικά".

Πήληξ: έγχορδο όργανο της οικογένειας του ψαλτηρίου, αναφερόμενο από τον Πολυδεύκη (IV, 61): "και πήληξ δε ου μόνον ο της περικεφαλαίας λόφος, αλλά και όργανον τι ψαλτήριον" (και πήληξ δεν είναι μόνο η φούντα της περικεφαλαίας, αλλά και ένα ψαλτικό όργανο). Τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό για το όργανο αυτό. Ο Th. Reinach υποθέτει ότι μπορεί να ήταν είδος άρπας (DAGR III2 (VI), 1451, στο λ. Lyra).

Πήχυς: βραχίονας, στον πληθ. πήχεις· οι δύο βραχίονες της λύρας και της κιθάρας που στερεώνονταν επάνω στο ηχείο. Οι πήχεις της λύρας κατασκευάζονταν συνήθως από κέρατο άγριας κατσίκας, στους κλασικούς χρόνους και από ξύλο· ήταν ελαφροί και λιγάκι κυρτοί (καμπυλωτοί). Της κιθάρας ήταν ξύλινοι και πιο συμπαγείς. Οι πήχεις στερεώνονταν ελαφρά στο επάνω άκρο τους, στο ζυγόν· ονομάζονταν και κέρατα. Πρβ. Πολυδ. IV, 62.

Πινακίς: είδος χορού συνοδευόμενου από αυλό. Αθήν. (ΙΔ', 629F, 7): "χόρευαν με συνοδεία αυλού το χορό των κωπηλατών και την καλούμενη πινακίδα". Και ο Πολυδεύκης (IV, 103): "τας δε πινακίδας ωρχούντο ουκ οίδα είτ' επί πινάκων, είτε πίνακες φέροντες" (χόρευαν τις πινακίδες, δεν ξέρω, όμως, πάνω σε πινάκια ή κρατώντας πινάκια). Σημείωση: Η πινακίς ήταν ένα μικρό πινάκιο, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και σκεπασμένο με κερί· το χρησιμοποιούσαν για να κρατούν σημειώσεις, λογαριασμούς κτλ.

Πίνδαρος: (περ. 522-446 π.Χ.)· γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, κοντά στη Θήβα, και πέθανε στο Άργος. Ο πιο μεγάλος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας· σπούδασε μουσική με τον Λάσο τον Ερμιονέα, ένα διακεκριμένο μουσικό του 6ου αι. π.Χ. Ο πατέρας του Πινδάρου, ο Δαΐφαντος, ήταν επαγγελματίας μουσικός, όπως και ο θείος του Σκοπελίνος, από τον οποίο πήρε τα πρώτα μαθήματα στη μουσική και στην αυλητική τέχνη. Ο Πίνδαρος συνέθεσε ύμνους, παιάνες, διθυράμβους, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, εγκώμια, θρήνους και πάνω απ' όλα επίνικους (Ολυμπιόνικους, Πυθιόνικους, Νεμεόνικους, Ισθμιόνικους). Ως μουσικός ο Πίνδαρος παρέμεινε συντηρητικός, πιστός στην παράδοση (πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1134D, 9· 1136F, 17· 1137F, 20· 1142Β, 31). Οι καινοτομίες της εποχής του τον άφησαν αδιάφορο. Το απλό και συγκρατημένο κλασικό ύφος (στιλ) του είχε γενική απήχηση στους Έλληνες. Από τη μουσική του Πινδάρου τίποτε δεν έχει διασωθεί. Η αυθεντικότητα ενός μελωδικού αποσπάσματος, για το οποίο διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι αποτελούσε τις πρώτες γραμμές του πρώτου Πυθιόνικου, έχει σοβαρά αμφισβητηθεί· το απόσπασμα αυτό δημοσιεύτηκε από τον ιησουίτη Αθανάσιο Kircher στο βιβλίο του Musurgia Universalis (Ρώμη 1650, τ. Ι, σσ. 541-542), στην ελληνική και νεότερη σημειογραφία· ο Kircher ισχυρίστηκε πως το αντέγραψε από χειρόγραφο της βιβλιοθήκης ενός μοναστηρίου κοντά στη Messina. To χειρόγραφο αυτό δε βρέθηκε ποτέ· βλ. περισσότερες λεπτομέρειες στο λ. λείψανα ελληνικής μουσικής. Βλ. ανάμεσα σε άλλα: Α. Β. Drachmann, Scholia Vetera in Pindari Carmina (Λιψία 1903)· Bergk PLG, μέρος Ι (Ολυμπιόνικοι I-XIV, σσ. 13-96· Πυθιόνικοι Ι-ΧΙΙ, σσ. 101-184· Νεμεόνικοι Ι-ΧΙ, σσ. 186-242· Ισθμιόνικοι Ι-VIII, σσ. 243-279· και διάφορα αποσπάσματα (ύμνοι, παιάνες, προσόδια, παρθένια, υπορχήματα, εγκώμια, θρήνοι) και αβέβαια αποσπάσματα [Fragmenta Incerta] σσ. 285-382).

Πλάγια γλώσσα: πιθανόν απλή γλωττίδα (τύπου κλαρινέτου), όπως συμπεραίνεται από ένα κείμενο του Πορφύριου (Comment. έκδ. I. D., σ. 71) βλ. συγκροτητικαί γλώτται.

Πλαγίαυλος: ο πλαγίαυλος κρατιόταν όπως το νεότερο φλάουτο, αλλά είχε γλωσσίδα τοποθετημένη μέσα πλάγια, στη θέση περίπου που στο φλάουτο βρίσκεται η οπή. Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 74), ο πλαγίαυλος είχε λιβυκή προέλευση και κατασκευαζόταν από ξύλο λωτού: "αυλών δε είδη, πλάγιος, λώτινος, Λιβύων το εύρημα, πλαγίαυλον δε αυτόν Λίβυες καλούσιν" (είδη αυλών είναι ο πλάγιος, κατασκευασμένος από λωτό, εφεύρεση των Λιβύων, που τον ονομάζουν πλαγίαυλο). Βλ. λ. φώτιγξ· Th. Reinach, "Plagiaule", DAGR IX, 1919, 314, λ. Tibia.

Πλάσμα: στη μουσική, εξεζητημένη εκτέλεση (LSJ, Δημ.). Θεόφραστος (Περί Φυτών Ιστορίας IV, XI, 5): "τούτο δε αναγκαίον τοις μετά πλάσματος αυλούσι" (αυτό είναι αναγκαίο για εκείνους που αυλούν με εξεζητημένο τρόπο [με στολίδια μελωδικά, κτλ.]). Αντίθ. απλάστως, επίρρ.=φυσικά, χωρίς προσποίηση (LSJ, Δημ.).

Πλάστιγξ: μέρος του αυλού ή της σύριγγας. Ησ.: "μέρος τι του αυλού και σύριγγος το ζύγωμα".

Πλάτος: όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Λάσο και τη σχολή του Επίγονου, στην οποία επικρατούσε η αντίληψη ότι ο ήχος είχε κάποια ιδιότητα ή πλάτος. Η άποψη αυτή επικρίθηκε από τον Αριστόξενο (Αρμ. 3, 23-24 Mb)· πρβ. λ. απλατής.

Πλάτων: (429/427-περ. 347 π.Χ.)· ο μεγάλος φιλόσοφος σπούδασε μουσική με τον Δράκοντα τον Αθηναίο και τον Μέτελλο τον Ακραγαντίνο (Πλούτ. Περί μουσ. 1136F, 17). Είχε όμως ιδιαίτερα επηρεαστεί από τις αρχές του Δάμωνα για την ηθική αξία της μουσικής, και διατήρησε γι' αυτόν βαθύ σεβασμό· (Πολιτ. Δ', 424C). Ως μουσικός συγγραφέας ο Πλάτων ήταν Πυθαγορικός· αναγνώριζε την πυθαγορική (διατονική) αρμονία, όπως σχηματίζεται με συμφωνίες, και θαύμαζε τον πυθαγόρειο καθορισμό των διαστημάτων με αριθμητικούς λόγους. Θεωρούσε τη δωρική αρμονία ως την κατεξοχήν ελληνική σε χαρακτήρα και ποιότητα αρετής (δεχόταν τη χρήση μόνο της φρυγικής για τους νέους πολεμιστές). Γενικά, μπορεί κανείς να πει πως ο Πλάτων ήταν ένας μουσικός πιστός στην παράδοση, ορθόδοξος, συντηρητικός και αδιάλλακτος στις πεποιθήσεις του· γι' αυτόν, το ωραίο στη μουσική εκφράζεται με την απλότητα, τη διαύγεια, τη διατήρηση της καλής παράδοσης με ορθόδοξα μέσα. Πίστευε βαθιά και σταθερά πως η μουσική είναι μια θεϊκή τέχνη, έχει υψηλούς σκοπούς και είναι, επομένως, ένα εξαιρετικά κατάλληλο και αποτελεσματικό μέσο παιδείας. Στον Φαίδωνα (XXXVI, 85Ε) λέει: "η μεν αρμονία αόρατόν τι και ασώματον και πάγκαλόν τι και θείον εστι εν τη ηρμοσμένη λύρα" (η αρμονία είναι κάτι το αόρατο και άυλο, κάτι πανέμορφο και θείο στην καλά κουρδισμένη [εναρμονισμένη] λύρα). Λεπτομερειακή έκθεση των απόψεών του βρίσκεται στους Νόμους, ιδιαίτερα στο δεύτερο βιβλίο· το ακόλουθο απόσπασμα συνοψίζει με λίγα λόγια την άποψή του για τη διατήρηση της παράδοσης (Β', 656D-E): "δεν επιτρέπεται σ' οποιονδήποτε καλλιτέχνη, ζωγράφο ή σ' οποιονδήποτε άλλον ασχολείται με σχήματα [εικόνες] και άλλα παρόμοια ή με οτιδήποτε αφορά τη μουσική γενικά να καινοτομεί ή να παραβλέπει την παράδοση [τα πατροπαράδοτα]". Ο Πλάτων επισημαίνει επίσης την ηθική αξία της μουσικής και συζητεί την ηθική σημασία ορισμένων αρμονιών και ρυθμών στην Πολιτεία (Γ', 398B-400C· βλ. τα λ. ήθος και αρμονία). Αντιτίθεται στη συγκεχυμένη ανάμειξη των γενών, στη χρήση των "πολυχόρδων" και "πολυαρμονίων" οργάνων και σε καθετί προσποιητό, υπερβολικά εκλεπτυσμένο και αδικαιολόγητα περίπλοκο. Συμβουλεύει, την αποφυγή της ετεροφωνίας στην εκπαίδευση των παιδιών. Τη φιλοσοφική του αντίληψη για τη μουσική εκθέτει και στον Τίμαιο. Αναφορές στη μουσική βρίσκονται επίσης στον Πρωταγόρα (λ.χ. 326Α), στον Λάχη (XIV, ιδιαίτ. 188D), στον Φαίδωνα (IV, 60Ε· XXXVI, 85Ε), στον Κρίτωνα (50D), στον Αλκιβιάδη I (106Ε) κτλ. Βιβλιογραφία: W. Vetter, "Die Musik im platonischen Staate", Neue Jahrbucher fur Wissenschaft und Jugendbildung 11 (1935), 306-320. Pierre Maxime Schuhl, "Platon et la musique de son temps", Revue Internationale de Philosophie, αρ. 32, τεύχ. 2, Βρυξέλλες 1955, 276-287. Evanghelos Moutsopoulos, La musique dans l'oeuvre de Platon, Παρίσι 1959 (σσ. 398, και 38, 8o). Lukas Richter, Zur Wissenschaftslehre, von der Musik bei Piaton und Aristoteles, Βερολίνο 1961 (σσ. ΧΙ και 202). Βλ. επίσης το λ. Πυθαγόρας.

Πλήκτρον: κατασκευαζόταν από σκληρό ξύλο, ελεφαντόδοντο, κέρατο ή μέταλλο και, όπως συχνά φαίνεται σε παραστάσεις αγγείων, ήταν μακρύ και ογκώδες. Με αυτό χτυπούσαν τις χορδές. Πλάτων (Νόμοι Ζ', 795Α): "εν κερατίνοις πλήκτροις". Σύμφωνα με μια παράδοση (Σούδα), η εφεύρεση αποδιδόταν στη Σαπφώ, αλλά η χρήση του ήταν, φαίνεται, γνωστή πολύ πιο πριν από την εποχή της. Ο Απολλόδωρος (III, 10, 2) αποδίδει την εφεύρεση στον Ερμή: "και εργασάμενος λύραν εύρε και πλήκτρον" (πρβ. Ομηρικός Ύμνος στον Ερμή, 53· Πίνδ., 5ος Νεμεόνικος, στο λ. επτάγλωσσος). Σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, ο Ηρακλής, χολωμένος από το χλευασμό του δασκάλου του Λίνου για την αδεξιότητά του, τον σκότωσε χτυπώντας τον με την κιθάρα ή το πλήκτρο. Το πλήκτρο, καθώς φαίνεται σε παραστάσεις αγγείων, κρατιόταν σφιχτά με το δεξί χέρι· Φιλόστρατος ο Νεότερος, Εικόνες (Ορφέας, Εικόνα 6): "η μεν δεξιά ξυνέχουσα απρίξ το πλήκτρον..." (το δεξί χέρι κρατώντας σφιχτά το πλήκτρο...). Ηταν δεμένο με μια ταινία στο κατώτερο μέρος της λύρας ή της κιθάρας. Το παίξιμο με πλήκτρο λεγόταν πλήσσειν (ρ.)· γινόταν, επίσης, χρήση του όρου κρέκειν και κρούειν. Ο κατασκευαστής πλήκτρων λεγόταν πληκτροποιός.

Πλούταρχος: φιλόσοφος, βιογράφος και ιστορικός. Γεννήθηκε στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας το 46/48 μ.Χ. περίπου· πέθανε πιθανόν μετά το 120 μ.Χ. Η· Σούδα λέει πως έζησε πριν και κατά την εποχή του αυτοκράτορα (Μάρκου Ούλπιου) Τραϊανού (98-117 μ.Χ.). Τα έργα του διαιρούνται σε δύο μεγάλες ομάδες, τους Βίους Παραλλήλους και τα Ηθικά, στα οποία υπάρχουν συχνές αναφορές στη μουσική. Υπάρχουν όμως και δύο εκτεταμένες μελέτες του ειδικά για τη μουσική, η Περί της εν Τιμαίω ψυχογονίας, σχόλια στις μουσικές θεωρίες του Πλάτωνα στον Τίμαιο, και ο διάλογος Περί μουσικής, μια πραγματεία που περιέχει πολλές πληροφορίες σχετικές κυρίως με την ιστορία αλλά και τη θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Οι πληροφορίες του διαλόγου έχουν αντληθεί από διάφορες αρχαιότερες πηγές, τον Γλαύκο, τον Ηρακλείδη Ποντικό, τον Αριστόξενο, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους. Το γεγονός, ότι πολλές από τις πηγές αυτές είναι τώρα χαμένες καθιστά αυτό το βιβλίο ένα πολύτιμο έργο αναφοράς, ιδιαίτερα για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Η γνησιότητα του διαλόγου έχει αμφισβητηθεί από πολλούς μελετητές (Amyot, Benseler, Fuhr, Weissenberger, Lasserre), ενώ άλλοι (Burette, Reinach) κλίνουν προς την άποψη ότι το έργο είναι αυθεντικό· η διάσταση αυτή γνωμών δεν αλλοιώνει όμως τη σημασία του για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Πολλές εκδόσεις του διαλόγου έχουν δημοσιευτεί· οι κύριες είναι οι ακόλουθες: J. Η. Bromby, Plutarch's On Music ελληνικό κείμενο με αγγλική μετάφραση, Chiswick 1822. Rudolf Westphal, Plutarch uber die Musik, με γερμανική μετάφραση, Breslau 1866. Henri Weil - Th. Reinach, Plutarque: De la musique, edition critique et explicative, Παρίσι 1900· με γαλλική μετάφραση. Κ. Ziegler, Plutarchos, Moralia VI, 3, Λιψία 1953. Francois Lasserre, Plutarque de la Musique (Olten et Lausanne 1954), με μια εκτεταμένη μελέτη για τη μουσική εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα (σσ. 13-95), προλεγόμενα (σσ. 99-104), τη χειρόγραφη παράδοση (σσ. 105-109), το ελληνικό κείμενο (σσ. 111-132), γαλλική μετάφραση (σσ. 133-151) και σχόλια (σσ. 152-180). Σημείωση: Ο P. J. Burette δημοσίευσε έναν αριθμό μελετών για το διάλογο του Πλουτάρχου στα Memoires de Litterature: 1. Απρίλιος 1728, Examen du traite de Plutarche· 2. Μάιος 1729, Observations touchant l'histoire litteraire du dialogue de Plutarque sur la musique· 3. Μάρτιος 1730, Analyse du dialogue de Plutarque sur la musique.

Πνεύμα: η πνοή, το φύσημα, με το οποίο ο εκτελεστής του αυλού ή άλλου πνευστού μπορούσε να παράγει ή να τροποποιεί το ύψος. Ο Αριστόξενος (Αρμον. 42,13 Mb) λέει: "τω πνεύματι επιτείνοντες και ανιέντες" (ανεβάζοντας και κατεβάζοντας το ύψος [κανονίζοντας την πίεση] με το φύσημα). Ο Πολυδεύκης (IV, 69) αναφέρει πως "ένας αυλητής επαινείται για το μάκρος [διάρκεια], την ένταση και τη δύναμη της πνοής του". Το ρ. πνέω σήμαινε στην περίπτωση του εκτελεστή φυσώ [ή παίζω με φύσημα] μέσα στο όργανο και, στην περίπτωση του οργάνου, παράγω ήχο με φύσημα. πνεύσις· αναπνοή, φύσημα

Πνοή: φύσημα πνευστού οργάνου (LSJ) και ήχος που βγαίνει από το όργανο (Δημ.): "αυλού τε σύριγγος πνοή" (φύσημα [ήχος] αυλού και σύριγγας).

Ποδίκρα: είδος λακωνικού χορού που αναφέρει ο Ησύχιος, χωρίς καμιά ένδειξη για το χαρακτήρα του ("όρχησις προς πόδα γινομένη, Λάκωνες").

Ποδισμός: είδος χορού, αναφερόμενου από τον Πολυδεύκη (IV, 99) στο κεφ. Περί ειδών ορχήσεως, χωρίς άλλη πληροφορία, εκτός από το όνομα του χορού.

Ποδοψόφος: ένας άνθρωπος που παρήγε ορισμένο ήχο χτυπώντας το πόδι του. Σε θεατρικές παραστάσεις ονομαζόταν έτσι ένας μουσικός που είχε δεμένη κάτω από το σάνταλό του μια μικρή μεταλλική πλάκα, με την οποία κρατούσε το χρόνο στους αυλητές· ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ένας πρωτόγονος μαέστρος. Ο Φιλόστρατος ο Νεότερος γράφει στην Εικόνα Ορφέως ότι από τα δύο πόδια το αριστερό υποβαστάζει την κιθάρα, ενώ το δεξί αρχίζει να κρατά το ρυθμό, χτυπώντας το έδαφος με το σάνταλο ("ο δεξιός δε αναβάλλεται τον ρυθμόν επικροτών τούδαφος τω πεδίλω").

Ποίημα: ποίημα αλλά και μια μουσική σύνθεση. Βλ. λ. ποίησις.

Ποίησις: η λέξη είχε πολλαπλή σημασία στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Χρησιμοποιούνταν, ιδιαίτερα σε παλιούς καιρούς, με τη σημασία της δημιουργίας ή κατασκευής οποιουδήποτε πράγματος (λ.χ. "νεών ποίησις", κατασκευή πλοίων· Θουκυδ. Γ', 2). Η ειδική σημασία της ως "δημιουργίας έργων τέχνης" (λ.χ. ποίηση επών, μελών κτλ.) αποδιδόταν στον Σιμωνίδη. Ο Πλάτων (Συμπόσ. 205Β) δίνει την ακόλουθη ερμηνεία του όρου: "ποίησις είναι κάτι πολύ πλατύ· όταν κάτι από την ανυπαρξία προχωρεί στην ύπαρξη, η αιτία είναι ολότελα ποίησις, έτσι, όλα τα έργα που γίνονται με την καθοδήγηση των τεχνών είναι ποιήσεις και οι δημιουργοί τους είναι ποιητές". Σε αρχαία κείμενα συχνά συναντούμε τους όρους ποιητής για το συνθέτη μουσικής και ποίημα για ένα ποίημα αλλά και για μια μουσική σύνθεση. Πλούτ. (Περί μουσ. 1137Β): "μαρτυρεί γούν τα Ολύμπου τε και Τερπάνδρου ποιήματα και των τούτοις ομοιοτρόπων πάντων" (όπως μαρτυρούν οι συνθέσεις του Ολύμπου και του Τέρπανδρου και όλων όσοι έχουν το ίδιο στιλ). Και ο Δίων Χρυσόστομος (Περί βασιλείας Α', 10) γράφει: "ουκ ωδοί τινες, ουδέ ποιηταί μελών (ούτε μερικοί αοιδοί, ούτε συνθέτες μελωδιών)". ποιητική ήταν η τέχνη της σύνθεσης. Η σχέση ποίησης και μουσικής, ποιητή και συνθέτη μουσικής, ήταν τόσο στενή (στην πραγματικότητα ήταν αξεχώριστες), ώστε επί αιώνες (ως την εποχή του Αριστόξενου, τον 4ο αι. π.Χ.) ο ποιητής ήταν μαζί και συνθέτης μελών, και, σε παλιότερα χρόνια, και εκτελεστής μουσικής. Ο όρος μέλος σήμαινε ταυτόχρονα ποίηση και μουσική. Η λυρική ποίησις (όρος που εμφανίζεται μετά την κλασική εποχή) ήταν συνδυασμός στίχων και μουσικής, κυρίως λύρας (από όπου και το επίθετο λυρική) αλλά και άλλων οργάνων. Χορική ποίησις· τραγούδια τραγουδημένα από το χορό, με οργανική συνοδεία. Προήλθε από την αρχαία όρχηση καί αναπτύχθηκε μετά την επική ποίηση. Μπορεί να λεχθεί πως αντιπροσώπευε τον τριπλό συνδυασμό ποίησης, μουσικής και όρχησης. H χορική ποίηση άρχισε να ακμάζει τον 7ο αι. π.Χ. με την καθιέρωση των γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη· ένας από τους δασκάλους της ήταν ο Θαλήτας. Άλλοι δάσκαλοι της χορικής ποίησης, που άκμασε ιδιαίτερα στις δωρικές πόλεις, ήταν ο Ξενόκριτος, ο Ξενόδαμος, ο Αλκμάν, ο Στησίχορος. Ο χορικός λυρισμός βρίσκει στην κλασική εποχή την τελειότερη και ωραιότερη έκφρασή του σε μεγάλους λυρικούς ποιητές, όπως ο Σιμωνίδης, ο Βακχυλίδης και ο υπέρτατος όλων ο Πίνδαρος. Τα κύρια είδη χορικής ποίησης ήταν ο διθύραμβος, ο παιάν και ο ύμνος· επίσης, το υπόρχημα, το εγκώμιον, το επινίκιον κ.ά. Βλ. χορικόν μέλος στο λ. χορικός.

Ποιητής: ποιητής και συνθέτης μουσικής.

Ποικίλος: πολύμορφος, πολύχρωμος, πολύτροπος, ποικιλμένος· ποικίλος ύμνος· ύμνος με ποικίλο ύφος ή γεμάτος ποικιλόμορφη τέχνη (LSJ). ποικιλία· ποικιλία, διακόσμηση (LSJ)· Πλούτ. (Περί μουσ. 1137Β, 18): "πολυχορδία και ποικιλία" (χρήση πολλών χορδών [φθόγγων] και ποικιλία).

Ποίφυγμα: κατά τον Ησύχιο: "σχήμα ορχηστικόν"· γενική σημασία: σύριγμα, δυνατό φύσημα (Δημ., LSJ).

Πολεμικόν: (α) είδος αύλησης πολεμικού χαρακτήρα. Το πολεμικό περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του Αλεξανδρινού λεξικογράφου Τρύφωνα. Βλ. τον πλήρη κατάλογο στο λ. αύλησις. (β) σάλπισμα. Ξενοφ. (Ανάβασις Δ', 3, 29): "επειδάν... ο σαλπικτής σημήνη το πολεμικόν" (όταν... ο σαλπιγκτής παίξει το πολεμικό σάλπισμα).

Πολλαπλούν: σύστημα· επίσης, πολλαπλάσιον. Βλ. τα λ. απλούν και σύστημα.

Πολυαρμόνιον: όργανον· όργανο ικανό να δώσει πολλές και διάφορες αρμονίες· πάνω στο οποίο μπορούν να παιχθούν πολλές αρμονίες. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία (Γ', 399D), μαζί με τον όρο πολύχορδα: "πολυαρμόνια και πολύχορδα".

Πολυδεύκης Ιούλιος: Σοφιστής και γραμματικός του 2ου μ.Χ. αι., από την Ναύκρατι της Αιγύπτου. Πήγε στη Ρώμη (επί αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου) και ανέλαβε (μαζί με άλλους σοφούς) την εκπαίδευση του Κόμμοδου, με τη βασιλική εύνοια του οποίου ανέλαβε αργότερα (το 178 μ.Χ.) την έδρα της ρητορικής στην Αθήνα. Έμεινε σ' αυτή τη θέση ώς τον θάνατό του (πέθανε 58 ετών). Το σπουδαιότερο έργο του ήταν το "Ονομαστικόν", ένα Λεξικό 10 βιβλίων που δανειζόταν την περισσότερη ύλη του από προηγούμενες αξιόλογες εργασίες αυτού του τύπου (του Δίδυμου, του Τρύφωνα, του Πάμφιλου, του Σουητώνιου, κ.ά.) καθώς και από το "Ονομαστικόν" του Γοργία. Δυστυχώς το πολυτιμότατο αυτό σύγγραμμα διασώθηκε σε επιτομή (που έχει γίνει προ του 9ου αι.) κι έτσι πολλές μαρτυρίες και παραπομπές του δεν έφτασαν σε μας. Αντίγραφο αυτής της επιτομής είχε ο Βυζαντινός λόγιος Αρέθας (που έγινε αρχιεπίσκοπος Πατρών το 907). Από το αρχετύπο του Αρέθα προήλθαν όλα τα αντίγραφα του "Ονομαστικού", με Α΄ έκδοση εκείνη του Άλδου Μανούτιου (Βενετία 1502). Πάντως στο 4ο βιβλίο, ο Πολυδεύκης, έχοντας για οδηγό τη "Θεατρική Ιστορία" του Ιόβα (Ιούβα) αναφέρεται στα της μουσικής, του θεάτρου, των μουσικών οργάνων, κ.λπ., δίνοντάς μας πλήθος διαφωτιστικές πληροφορίες. Η [[Σούδα|Σούδα]] αποδίδει στον Πολυδεύκη την πατρότητα και άλλων συγγραμμάτων, μεταξύ των οποίων και του: "Σαλπιγκτης η αγών μουσικός".

Πολύειδος: ή Πολύϊδος (440/430-περ. 4ος αι. π.Χ.)· συνθέτης διθυράμβων από τη Σηλυβρία της Θράκης (από όπου και το επώνυμο του Σηλυβριανός). Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, ο Πολύειδος ήταν ένας από τους διάσημους ("επισημότατοι") συνθέτες διθυράμβων της εποχής, μαζί με τον Φιλόξενο, τον Τιμόθεο και τον Τελέστη· ο Διόδωρος (ΙΔ', 46, 6) προσθέτει ότι ο Πολύειδος ήταν και ζωγράφος: "Πολύειδος, ός και ζωγραφικής και μουσικής είχεν εμπειρίαν". Διαγωνίστηκε και νίκησε στην Αθήνα ως συνθέτης διθυράμβων (Πάρ. Χρον. Ι, 68· και Αθήν. Η', 352Β). Στον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1138Β, 21) τα έργα του αποκαλούνται μπαλώματα ("καττύματα"· βλ. λ. κάττυμα). Πολύ λίγα αποσπάσματα διασώθηκαν από την ποίησή του· Bergk PLG III, 632· FHG ΙΙ, 781· Page PMG 441, απόσπ. 837.

Πολυκέφαλος: νόμος· αυλητικός νόμος προς τιμήν του Απόλλωνα, αποδιδόμενος στον Όλυμπο. Πλούτ. (Περί μουσ. 1133D, 7): "λέγεται γαρ τον προειρημένον Όλυμπον, αυλητήν όντα εκ Φρυγίας, ποιήσαι νόμον καλούμενον πολυκέφαλον" (λέγεται πως ο Όλυμπος που αναφέραμε παραπάνω, ο αυλητής από τη Φρυγία, επινόησε έναν αυλητικό νόμο, ονομαζόμενο πολυκέφαλο). Μερικοί συγγραφείς απέδιδαν τον πολυκέφαλο νόμο στο μαθητή του Ολύμπου Κράτη· ο Πρατίνας τον απέδιδε στον Όλυμπο το νεότερο, ενώ, σύμφωνα με μια παράδοση, αποδιδόταν στην Αθηνά. Ονομαζόταν πολυκέφαλος, γιατί η μελωδία μιμούνταν τους συριγμούς των φιδιών στα κεφάλια των Γοργόνων, που θρηνούσαν για τον αποκεφαλισμό της αδελφής τους Μέδουσας από τον Περσέα. Πρβ. Πίνδ. 12ος Πυθιόνικος και Α. Β. Drachmann Schol. Pind. Carm. (II, 265): "ωνόμασαν κεφαλάν πολλάν νόμον" (και το ονόμασαν πολυκέφαλο νόμο). Βλ. λ. αυλητική.

Πολύμνηστος: και Πολύμναστος (7ος/6ος αι. π.Χ.)· ποιητής και μουσικός από την Κολοφώνα της Ιωνίας. Στον Πολύμνηστο αποδιδόταν η επινόηση της ιωνικής (αργότερα υπολυδικής) αρμονίας και η χρήση μιας πολύ πλατύτερης έκλυσης και εκβολής (Πλούτ. Περί μουσ. 1141Β, 29). Ο Πολύμνηστος ήταν διάδοχος του Κλονά, που καθιέρωσε τον αυλωδικό νόμο, και συνέθεσε τραγούδια, γενικά άσεμνου χαρακτήρα, με συνοδεία αυλού· γι' αυτό, από το όνομά του, όλα τα άσεμνα και ασελγή τραγούδια ονομάζονταν πολυμνήστεια· και η έκφραση πολυμνήστεια ποιείν χρησιμοποιούνταν με την έννοια συνθέτω άσεμνα τραγούδια. Αριστοφάνης (Ιππής 1287): "πολυμνήστεια ποιών" ([ο αδελφός του Αρίγνωτου] συνθέτοντας άσεμνα τραγούδια ή ποιήματα).Βλ. Bergk PLG III, 13, ένα απόσπασμα.

Πολύτροπος: με πολλές μετατροπίες· συχνά με την έννοια ποικίλος. Βλ. Πλούτ. Περί μουσ. 1137Β, 18.

Πολύφθογγος: 1. (επίθ.) εκείνος που έχει ή παράγει πολλούς φθόγγους· πολύτονος. Πολύφθογγος αυλός· αυλός που παράγει πολλούς φθόγγους (Πολυδ. IV, 67)· πολύφθογγα ψαλτήρια· ψαλτήρια που παράγουν πολλές νότες (Πλούτ. Περί μουσ. 827Α). Πρβ. λ. πολύχορδον. 2. πολύφθογγον (ουδ. ουσ.)· πολύχορδο όργανο της οικογένειας της άρπας, που παιζόταν με γυμνά δάχτυλα. Μνημονεύεται από τον Αριστείδη (Περί μουσ. 101 Mb, 85 R.P.W.-I.) ως ένα όργανο που, συγκρινόμενο ως προς το ήθος ή το χαρακτήρα με άλλα όργανα, μετέχει πιο πολύ της θηλυκότητας ("το δε πολύφθογγον πλέον μετέχον θηλυκότητος").

Πολύφωνος: που έχει πολλές φωνές (ήχους)· πολύτονος. Το ίδιο όπως το πολύφθογγος. πολυφωνία· ύπαρξη (ή χρήση) πολλών φωνών (ήχων)· κατά το LSJ, ποικιλία τόνων.

Πολυχορδία: αντίθ. ολιγοχορδία· (α) πολυχορδία· η χρήση πολλών χορδών· η ιδιότητα του πολύχορδου. (β) ολιγοχορδία· η χρήση λίγων χορδών· η ιδιότητα του ολιγόχορδου. Οι δύο αυτοί όροι χρησιμοποιούνταν σε αντιδιαστολή ο ένας προς τον άλλο. Η ολιγοχορδία και η απλότητα συνδυάζονταν με την παλιά καλή παράδοση και την καθαρότητα και αγνότητα του στιλ. H πολυχορδία συνδέθηκε με τις καινοτομίες του Μελανιππίδη, του Φρύνη, του Τιμόθεου και άλλων, με την εγκατάλειψη της παράδοσης και την υιοθέτηση μιας νέας τεχνοτροπίας, πλουσιότερης σε ποικιλία. Ο Πλάτων, ο κύριος, ίσως, υπερασπιστής της ολιγοχορδίας, της απλότητας και της παράδοσης, καταδίκαζε τη χρήση πολύχορδων και πολυαρμόνιων οργάνων. Πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1135D, 12 και 1137Α, 18.

Πόππυσμα: και ποππυσμός· σύριγμα που ακούγεται από αδέξιο φύσημα στον αυλό. Βλ. λ. συριγμός.

Πορφύριος: (232/233 Τύρος-304/305 μ.Χ. Ρώμη;)· το αρχικό του όνομα ήταν Μάλχος (στα αραβικά Malik=βασιλιάς). Ο δάσκαλός του όμως, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Γάιος Κάσσιος Λογγίνος, μετέβαλε το ονομά του σε Πορφύριος (μεταφορικά βασιλικός). Ο Πορφύριος ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της Αλεξανδρινής Νεοπλατωνικής Σχολής. Έμεινε λίγο καιρό στη Σικελία και στη Ρώμη και έγραψε πολλά φιλοσοφικά, ιστορικά, μαθηματικά και άλλα έργα. Τη συμβολή του στη μελέτη της μουσικής αποτελούν τα Σχόλιά του στα Αρμονικά του Πτολεμαίου· το έργο αυτό δημοσιεύτηκε από τον Johannes Wallis, με λατινική μετάφραση, στον τρίτο τόμο των Μαθηματικών Έργων του (Opera Mathematica, Οξφόρδη 1699· Porphyrii Commentarius, σσ. 189-355), και από τον Ingemar During, με γερμανική μετάφραση (Porphyrios Kommentar zur Harmonielehre des Ptolemaios, Goteborg 1932). Από μερικούς μελετητές ο Πορφύριος θεωρείται ως ο συγγραφέας των πρώτων τεσσάρων κεφαλαίων του Πρώτου Βιβλίου· το υπόλοιπο αποδίδεται στον Πάππο τον Αλεξανδρινό

Πρατίνας ο Φλιάσιος: (τέλος 6ου-αρχές 5ου π.Χ. αι.). Αρχαίος τραγικός ποιητής και μουσικός (από τον Φλιούντα της Αργολιδο-Κορινθίας) ο οποίος έζησε στην Αθήνα. Με τον Χοιρίλο και τον Φρύνιχο γεφυρώνει χρονολογικά τον Θέσπι με τον Αισχύλο. Ήταν σύγχρονος του Αισχύλου και συναγωνίστηκε μαζί του. Ο [[Πλούταρχος|Πλούταρχος]] τον κατατάσσει μαζί με τον Λάμπρο και τον Πίνδαρο. Στον Φλιούντα εξασκούσε το επάγγελμα του χοροδιδασκάλου. Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι αυτός δημιούργησε το σατυρικό δράμα, ενσωματώνοντας πρώτος υπό ενιαία δομή τα σατυρικά στοιχεία των μύθων. Κατά τη [[Σούδα|Σούδα]], συνέθεσε 18 τραγωδίες και 32 σατυρικά δράματα και υπορχήματα. Στον Αθήναιο διασώθηκε ένα υπόρχημά του (απόσπασμα 20 στίχων) που καταδικάζει την υπερβολική χρήση του αυλού (ή τη χρήση του στο θέατρο) υποστηρίζοντας πως η μουσική πρέπει νά 'ναι "υπηρέτης" του τραγουδιού και της ποίησης. Φρονούμε πως μπροστά στην καταπληκτική αυτή ποίηση (που την παραθέτουμε σε μετάφραση Ηλία Βουτιερίδη) η Σύγχρονη Ποίηση πρέπει να σκύψει το κεφάλι από ντροπή, σαν μαθητριούλα που την έπιασαν να αντιγράφει και μάλιστα άσχημα!... "Ποιος ο θόρυβος τούτος; τί είν' αυτά τα πηδήματα; Ποια πρόβαλε ασκήμια στη Διονυσιακή πολυχτύπητη θυμέλη; Δικός μου, δικός μου ο Διόνυσος. Πρέπει εγώ να τραγουδώ, πρέπει εγώ να θορυβώ, στα βουνά με Νεράιδες πηδώντας καθώς ομορφοφτέρουγος κύκνος ν' αρχίζω τραγούδι. Στο τραγούδημα η Μούσα την πρώτη έδωκε θέση. Το σουραύλι να παίζει κατόπι. Επειδή και του είν' υπηρέτης. Ας είναι, αν το θέλει, αρχηγός στις πατινάδες μονάχα των μεθυσμένων των νέων, όταν θύρες χτυπούν κι όταν παίζουν γροθιές. Σπάζε τον πού 'χει φωνή παρδαλόχρωμου κούβακα. Στη φωτιά, στη φωτιά το καλάμι που φέρνει όλο σάλια, τον πολυλογά φωνακλά, τον παράφωνο χαλαστή του ρυθμού, και που έχει κορμί με τρυπάνι φτιασμένο. Να! για ιδές! το δεξί μου το χέρι για τιμή σου το απλώνω και το πόδι τινάζω, θριαμβοδιθύραμβε· κισσοστεφάνωτε αφέντη, άκου τη δική μου Δωρική χορωδία".

Προαναβολή: ποιητικά προαμβολή· μικρό εισαγωγικό μέλος που οδηγεί στο προοίμιον (κύρια εισαγωγή) της ωδής· το κομμάτι πριν από την αναβολή (πρελούντιο).

Προανάκρουσμα: ένα οργανικό πρελούντιο, συνήθως σύντομο, πριν από την κύρια ωδή ή το κύριο κομμάτι. Επίσης, προανάκρουσις. Βλ. τα λ. προαύλημα και προοίμιον.

Πρόασμα: μικρό εισαγωγικό τραγούδι πριν από την κύρια ωδή ή ύμνο. Ονομαζόταν επίσης και προοίμιον.

Προαύλημα: ένα μικρό πρελούντιο στον αυλό, που παιζόταν από τον αυλητή πριν από την αρχή της αυλωδίας. Το ρ. προαυλώ σήμαινε παίζω ένα πρελούντιο στον αυλό.

Προαυλία: (θηλ.) και προαύλιον (ουδ.)· πρελούντιο με τον αυλό. Συνώνυμο του προαυλήματος. Πρβ. Πολυδ. IV, 53.

Προκελευσματικός: μετρικός πους, απλός (U U), διπλός (U U U U). Βλ. λ. πους.

Πρόκλος: (400/412-485 μ.Χ.)· Νεοπλατωνικός φιλόσοφος και μαθηματικός. Στα πολυπληθή έργα του περιλαμβάνονται Σχόλια στο Α' Βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη και στον Πτολεμαίο· επίσης, Υπομνήματα στον Τίμαιο, την Πολιτεία και άλλα έργα του Πλάτωνα, στα οποία δίνει πληροφορίες σχετικά με τις μουσικές αντιλήψεις του φιλοσόφου. Στη Χρηστομάθειά του βρίσκουμε πληροφορίες σχετικές με διάφορα είδη σύνθεσης, όπως το προσόδιον, ο διθύραμβος, ο νόμος, το σκόλιον, τα παρθένεια, το τριποδικόν, τα ωσχοφορικά κτλ. Η Χρηστομάθεια εκδόθηκε από τον Th. Gaisford (Λειψία 1832)· πρβ. R. Westphal, Scriptores Metrici Graeci (Λειψία 1866· "εκ της Πρόκλου Χρηστομάθειας", Β') Ι, 242 κε.

Πρόκρουμα: οργανικό πρελούδιο. Συνώνυμο του προανακρούσματος

Πρόκρουσις: (και πρόσκρουσις) Έτσι λεγόταν στην αρχαία ελλ. οργανική μουσική η κίνηση προς ψηλότερη νότα.

Προκρουσμός: Έτσι λεγόταν στην αρχαία ελλ. οργανική μουσική η παρεμβολή ψηλότερου φθόγγου ανάμεσα σε δύο όμοιους

Προνόμιον: πρελούντιο, φωνητικό ή οργανικό, εκτελούμενο πριν από το νόμο. Ήταν κάπως παρόμοιο προς το προοίμιο, το πρόασμα, το προαύλημα και το προαύλιο, με τη διαφορά ότι το προνόμιον ήταν ειδικά ένα πρελούντιο πριν από την εκτέλεση ενός νόμου (προ-νόμιον).

Πρόνομος: (5ος αι. π.Χ.)· διάσημος Θηβαίος αυλητής. Ο Πρόνομος υπήρξε ο πρώτος που έπαιζε όλες τις αρμονίες πάνω στον ίδιο αυλό· πριν από αυτόν οι αυλητές χρησιμοποιούσαν στους δημόσιους αγώνες διαφορετικούς αυλούς για κάθε αρμονία (Αθήν. ΙΔ', 631Ε, 31). Ο Παυσανίας (Θ', 12, 5) λέει πως στη Θήβα έστησαν ένα άγαλμα για να τον τιμήσουν για την υψηλή καλλιτεχνική ψυχαγωγία που πρόσφερε στο κοινό: "λέγεται δε ως και του προσώπου τω σχήματι και τη του παντός κινήσει σώματος περισσώς δή τι έτερπε τα θέατρα" (λέγεται επίσης, γράφει, πως, όταν έπαιζε, έδινε στους ακροατές-θεατές μεγάλη χαρά και τέρψη με την έκφραση του προσώπου και με τις κινήσεις όλου του σώματός του). Ο Δούρις, στο έργο του Περί Ευριπίδου και Σοφοκλέους (Αθήν. Δ', 184F, 84) λέει ότι ο Αλκιβιάδης έμαθε την αυλητική τέχνη όχι από τον τυχόντα, αλλά από τον Πρόνομο, που είχε αποκτήσει πολύ μεγάλη φήμη ("του μεγίστην έσχηκότος δόξαν"). Το όνομα του Πρόνομου συνδέεται με έναν περίφημο κρατήρα, που βρίσκεται τώρα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης (Museo Nazionale Archeologico, Napoli), γνωστό ως το Προνόμου αγγείον. Σε αυτό το ωραιότατο αγγείο των αρχών πιθανόν του 4ου αι. π.Χ. ο Πρόνομος εικονίζεται στο χαμηλότερο μέρος να παίζει τον αυλό του, στο πλευρό του βασιλιά Λαομέδοντα.

Προοίμιον: μια εισαγωγική μελωδία στην κύρια ωδή· ένα μικρό λυρικό τραγούδι εκτελούμενο ως εισαγωγή σε μια πιο εκτεταμένη και πιο σημαντική ωδή (ή ύμνο)· επίσης, ένα οργανικό πρελούντιο, με το οποίο ο κιθαρωδός άρχιζε την εκτέλεση (της κιθαρωδίας). Στην επική ποίηση σήμαινε πρόλογος. Ησ.: "προοίμιον· πρόλογος, αρχή παντός λόγου". Βλ. τα λ. πρόασμα, προανάκρουσμα, προαύλημα, προαύλιον.

Πρόποδα: μέλη· μέλη που τραγουδιόνταν πριν από την πομπή· τα προηγούμενα της πορείας μέλη (Δημ., LSJ· πρόπους).

Προσανιέναι: Χαμηλώνω επιπροσθέτως το τονικό ύψος. Ο [[Πλούταρχος|Πλούταρχος]] στο "περί Μουσικής" γράφει: "?λόγ? τιν? διαστήματι προσανιέντες α?το?ς τ?ς τε τρίτας κα? τ?ς παρανήτας" ("χαμήλωσαν περισσότερο τις τρίτες και τις παρανήτες κατά ένα μικροδιάστημα που δεν μπορούσε να συλληφθεί από το αφτί").

Προσαύλημα: μια μελωδία παιγμένη στον αυλό για να συνοδεύσει (σε ταυτοφωνία) ένα τραγούδι.

Προσαύλησις: συνοδεία στον αυλό (σε ταυτοφωνία με το κύριο τραγούδι). Πολυδ. (IV, 83): "οι δε, την συναυλίαν είδος προσαυλήσεως οίονται, ως την αυλωδίαν" (και άλλοι πιστεύουν ότι η συναυλία είναι είδος προσαύλησης σαν την αυλωδία [δηλ. όπως στην αυλωδία ο αυλός συνοδεύει το τραγούδι]). Βλ. λ. προσαυλώ.

Προσαυλώ: συνοδεύω με τον αυλό· τραγουδώ με συνοδεία αυλού. Φαίνεται πως το ρήμα χρησιμοποιούνταν μόνο με τη σημασία της συνοδείας σε ταυτοφωνία.

Πρόσθεσις: μια παύση ίση προς δύο βραχείς χρόνους (χρονικές μονάδες)· Αριστείδης (Περί μουσ. 41 Mb): "πρόσθεσις δε χρόνος κενός μακρός ελαχίστου διπλασίων" (πρόσθεση είναι ένας χρόνος κενός μακρός [δηλ. παύση], ίσος προς το διπλάσιο της χρονικής μονάδας). Βλ. στα λ. παρασημαντική τα σημεία για τις παύσεις· επίσης βλ. και το λ. χρόνος

Προσλαμβανόμενος: προστεθειμένος φθόγγος. Έτσι ονομαζόταν ο φθόγγος (νότα) που πρόσθεταν κάτω από το πιο χαμηλό τετράχορδο (τετράχορδο υπατών) και στα συστήματα Τέλειον Μείζον και Τέλειον Έλαττον. Με την προσθήκη του προσλαμβανόμενου, η νότα μέση διατήρησε την πραγματικά κεντρική θέση της στο Σύστημα Τέλειον Μείζον, όπως και στο Σύστημα Αμετάβολον. Βλ. λ. σύστημα.

Προσμελωδώ συνοδεύω με μια μελωδία (Δημ.)· τραγουδώ επιπλέον (LSJ). Ο Σήμος ο Δήλιος (Αθήν. ΙΔ', 618A, 9) λέει στο πέμπτο βιβλίο της Δηλιάδος: "ήν τις αγών συμφωνίας αμοιβαίος αυλού και ρυθμού χωρίς λόγου του προσμελωδούντος" ([η συναυλία] ήταν αγώνας συνδυασμένης εκτέλεσης αυλού και ρυθμού [δηλ. όρχησης], χωρίς την προσθήκη λέξεων [τραγουδιού]).

Προσόδιον: μέλος· τραγούδι με πανηγυρικό και σοβαρό χαρακτήρα, εκτελούμενο από χορό, με συνοδεία αυλού, με ρυθμικές κινήσεις, κατά τη διάρκεια μιας πανηγυρικής πομπής, και ιδιαίτερα όταν η πομπή πλησίαζε στο ναό ή στο βωμό. Ο Πρόκλος (Χρηστομάθεια 10) καθορίζει ότι "ελέγετο δε προσόδιον επειδάν προσίασι τοις βωμοίς ή ναοίς· και εν τω προσιέναι, ήδετο προς αυλόν· ο δε κυρίως ύμνος προς κιθάραν ήδετο εστώτων" (ονομαζόταν προσόδιο, επειδή [τραγουδιόταν ενώ] πλησίαζαν στους βωμούς ή τους ναούς· και, πλησιάζοντας, το τραγουδούσαν με συνοδεία αυλού· και ο κύριος ύμνος τραγουδιόταν με συνοδεία κιθάρας, ενώ στέκονταν όρθιοι [ακίνητοι]). Στον Πρόκλο (έκδ. Th. Gaisford, 1832) από προφανή αβλεψία γράφεται "προσώδιον", αντί "προσόδιον". Ησ.: "προσόδιον· ωδή ύμνον θεού περιέχουσα" (προσόδιον· μια ωδή που αποτελεί [περιέχει] ύμνο προς ένα θεό)· πρβ. Αθήν. (ς', 253Β, 3): "παιάνας και προσόδια άδοντες". Κατά τον Ηρακλείδη Ποντικό (Πλούτ. Περί μουσ. 1132C, 3), τα προσόδια εισήγαγε ο Κλονάς ο Τεγεάτης. Προσόδια έχουν συνθέσει ο Βακχυλίδης, ο Πίνδαρος και άλλοι.

Πρόσοδος: (θηλ.)· ανάμεσα σε άλλες σημασίες, πανηγυρική πομπή προς το ναό με συνοδεία μουσικής. Αριστοφ. (Νεφέλαι 307): "πρόσοδοι μακάρων ιερώταται" (ιερότατες πομπές [με συνοδεία μουσικής] προς τιμή των θεών). Βλ. λ. προσόδιον.

Πρόσχορδος: ταιριασμένος [κουρδισμένος, εναρμονισμένος] με ένα έγχορδο όργανο· σε αρμονία (σε ταυτοφωνία) με ένα έγχορδο όργανο. πρόσχορδα άσματα· μελωδίες ταιριασμένες, εναρμονισμένες [ή τραγουδημένες σε ταυτοφωνία] με ένα έγχορδο όργανο (Πολυδ. IV, 63). Επίσης, προσχόρδασμα

Πρόσχορος: μέλος ενός χορού· ιδιαίτερα συγχορευτής. Πολυδ. (IV, 106): "πρόσχορον δε και συγχορεντριαν είρηκε την χορεύουσαν Αριστοφάνης". Πρβ. Τh. Kock CAF Ι, 582, απόσπ. 843· επίσης, Bothe PSGF ΙΙ, 192. Βλ. λ. σύγχορος

Προσωδία: (α) ένα τραγούδι με συνοδεία οργάνου. Πολυδ. (IV, 64): "και γαρ Πλάτων... τας προς κιθάραν ωδάς προσωδίας αρέσκει καλείν" (και ο Πλάτων... προτιμά [αρέσκεται] να ονομάζει προσωδίες τις ωδές με συνοδεία κιθάρας). Ησ. : "προσωδία μετ' οργάνου ωδή". Πρβ. Ε.Μ. 690. (β) Προσωδία (συχνά στον πληθ., προσωδίαι)· ο ιδιαίτερος τονισμός των λέξεων κατά την ομιλία· η παραλλαγή σε ύψος της φωνής που μιλεί (LSJ). Αριστόξ. (Αρμον. Ι, 18, 14 Mb): "λέγεται γαρ και λογώδές τι μέλος, το συγκείμενον εκ των προσωδιών των εν τοις ονόμασιν" (γιατί υπάρχει και ένα είδος μελωδίας στην ομιλία, που εξαρτάται από τους τονισμούς των λέξεων). Βλ. λ. λογώδες μέλος.

Προσωδός: (αρσ.)· εκείνος που ηχεί σε συμφωνία με την ωδή ή που τραγουδά σε συμφωνία με άλλον (Δημ., LSJ). Πολυδ. (IV, 58): "προσωδά όργανα" (όργανα που έπαιζαν σε συμφωνία με την ωδή [τραγούδι] ή που συνόδευαν σε συμφωνία [σε ταυτοφωνία, πιθανόν] τη φωνητική μελωδία). Πρβ. λ. πρόσχορδος. Πλούτ. (Περί ηθικής αρετής 443Α, 4): "ψαλτήρια διεξιών και λύρας και πηκτίδας και αυλούς και όσα μουσικής προσωδά και προσήγορα" (εξετάζοντας ψαλτήρια, λύρες, πηκτίδες και αυλούς και όλα τα σύμφωνα και τα αρμόζοντα στη μουσική όργανα). Βλ. λ. προσωδία

Πρόφραστος ο Πιερίτης: ο Πιερίτης· μουσικός· έζησε γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Στον Πρόφραστο αποδιδόταν η τολμηρή καινοτομία της προσθήκης της 9ης χορδής στη λύρα (Excerpta ex Nicomacho 4, C.v.J. 274): "Πρόφραστος τε ο Πιερίτης την ενάτην χορδήν προσκαθήψε" (και ο Πρόφραστος ο Πιερίτης πρόσθεσε την ένατη χορδή). Σημείωση: Στην έκδ. Meibom, Excerpta ex Nicomacho 35, το όνομα Πρόφραστος έχει μεταβληθεί σε Θεόφραστο.

Προωδός: πρελούντιο· μικρό μέλος εκτελούμενο πριν από την κύρια ωδή. Πρβ. τα λ. πρόασμα, προοίμιον κτλ.

Πρύλις: (θηλ.)· είδος πολεμικού χορού· κρητικός πυρρίχιος· χορευόταν με οπλισμό. Καλλίμαχος Ύμνος στον Δία (51): "Κουρήτες σε περί πρύλιν ωρχήσαντο" (οι Κουρήτες χόρεψαν τον πολεμικό χορό γύρω σου). Σύμφωνα με μερικές πηγές, η πυρρίχη ονομαζόταν πρύλις από τους Κυπρίους (Αριστοτ. απόσπ. 519 στα Schol. Pind. Carm. του Α. Β. Drachmann, II, 52· FHG ΙΙ, 166, απόσπ. 205 και σ. 182, απόσπ. 257α).

Πταίσμα: παίξιμο μιας χορδής με τα δάχτυλα, αλλιώς ψαλμός. βλ. λ. επίπταισμα.

Πτερόν: ένα πνευστό όργανο. Αναφέρεται, στον Ανώνυμο (Bell. 28, 17) και στον Vincent (Notices 8 και Αγιοπ. 264). Ανώνυμος (Bell.): "εμπνευστά δε αυλοί τε και υδραύλεις και πτερά" Αγιοπ. (III απόσπ.): "έστι, δε τα πέντε όργανα τάδε· σάλπιγξ, αυλός, φωνή, κιθάρα, πτερόν" (είναι δε τα πέντε όργανα τα ακόλουθα· η σάλπιγγα, ο αυλός, η ανθρώπινη φωνή, η κιθάρα και το πτερό).

Πτιστικόν: και πτισμός· (α) δημοτικό τραγούδι των γυναικών που ξεφλουδίζουν το κριθάρι. Φρύνιχος Κωμασταί: "εγώ δε νών δη τερετιώ τι πτιστικόν" (και εγώ θα σας τραγουδήσω [σιγοτραγουδήσω] ένα τραγούδι για το ξεφλούδισμα του κριθαριού)· πρβ. Πολυδ. IV, 55. Αριστοφ.: "και των πτισσουσών άλλη τις [ωδή]" (και ένα άλλο [τραγούδι] των γυναικών που ξεφλουδίζουν το κριθάρι· Αθήν. ΙΔ', 619Α, απόσπ. 14· Bothe PSGF II, 102, απόσπ. 28). (β) πτισμός· μελωδία που παιζόταν στον αυλό συνοδεύοντας το πτιστικό τραγούδι. Πρβ. Νικοφών Εγχειρογάστορες 17 (Πολυδ. IV, 56).

Πτολεμαίος Κλαύδιος: (Πηλούσιο περί το 108 μ.Χ.- Κάνoβας μεταξύ 160-168). Ένας από τους μεγαλύτερους αστρονόμους της Ιστορίας και ο μεγαλύτερος γεωγράφος της αρχαιότητας. Εργάστηκε κυρίως στον Κάνoβα και την Αλεξάνδρεια, όπου και διατηρούσε εργαστήρια τύπου αστεροσκοπείων, εφοδιασμένα με γωνιομετρικά όργανα. Το βιβλίο του "μεγίστη Σύνταξη", που συνόψιζε τις εργασίες των μεγάλων αστρονόμων της Αλεξάνδρειας, ήταν το αγαπημένο εγχειρίδιο των Μέσων Χρόνων. Στα πολλά και αξιόλογα έργα του ανήκουν και τα "Αρμονικά, βιβλία γ'", με πολύτιμες θεωρητικές πληροφορίες για τη μουσική (πυθαγόρειας και νεοπυθαγόρειας προέλευσης). Κατά δε τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο Πτολεμαίος επινόησε τους 3 μουσικούς χαρακτήρες: ίσον, [[ολίγον|ολίγον]] και [[πεταστή|πεταστή]] που έγιναν από τα μικρά γράμματα του ελλ. Αλφαβήτου (βλ. και Προέλευση βυζαντινής σημειογραφίας). `Εγραψε και επιγράμματα, όπως το ακόλουθο στο οποίο εκφράζει τη σχέση του με τον ουρανό (μεταφραστής ο Σίμος Μενάρδος): "Ξέρω θνητός πως είμ' εγώ, μόν' όταν ατενίζω των άστρων τ' ανακύκλισμα, τον κόσμο το σοφό, δεν πατούν πια τα πόδια μου στη γη, δεν την αγγίζω μόνο παράπλευρα του Διός το νέκταρ του ρουφώ".

Πτώσις: η πτώση της φωνής πάνω σε μια βαθμίδα. Ο Αριστόξενος γράφει (Αρμον. Στοιχ. Ι, 15 Mb): "φωνής πτώσις επί μίαν τάσιν ο φθόγγος εστί" (ο φθόγγος είναι η πτώση [εκφορά ή προφορά] της φωνής πάνω σ' ένα ύψος). Βλ. λ. φθόγγος.

Πυθαγόρας: (περ. 572-περ. 500 π.Χ.)· μεγάλος φιλόσοφος, μαθηματικός και θεωρητικός της μουσικής. Γεννήθηκε στη Σάμο. Ίδρυσε τη Σχολή του στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Πέθανε στο Μεταπόντιο. Ο Πυθαγόρας υπήρξε ο πρώτος που πρόβαλε και υποστήριξε την επιστημονική βάση της μουσικής· η φιλοσοφική του θεώρηση του κόσμου βασιζόταν πάνω στην πίστη ότι καθετί πρέπει να ερμηνευτεί με αριθμούς. Στη μουσική ανακάλυψε τους αριθμητικούς λόγους των ακόλουθων συμφωνιών: (α) της 8ης (2:1, δια πασών), (β) της 5ης (3:2, δια πέντε, που από τους Πυθαγορικούς ονομαζόταν διοξεία ή δι οξειών) καί (γ) της 4ης (4:3, δια τεσσάρων, που από τους Πυθαγορικούς ονομαζόταν συλλαβά ή συλλαβή)· επίσης, του μείζονος τόνου (9:8), ο οποίος είναι η διαφορά μεταξύ 4ης και 5ης. Ο Νικόμαχος στο Εγχειρίδιό του (κεφ. 6: "Πώς οι αριθμητικοί των φθόγγων λόγοι ηυρέθησαν") περιγράφει λεπτομερειακά πώς έφτασε ο Πυθαγόρας στην ανακάλυψη αυτών των λόγων. Ακόμα, στον Πυθαγόρα αποδιδόταν και η ταξινόμηση των επτά αρμονιών, και στη Σχολή του η θεωρία της αρμονίας των σφαιρών. Ο Νικόμαχος (ό.π. κεφ. 5) και άλλοι συγγραφείς αποδίδουν στον Πυθαγόρα την προσθήκη της 8ης χορδής και τη δημιουργία τόνου ανάμεσα στη μέση και την παραμέση (βλ. λ. λύρα). Πολλές από τις θεωρίες του Πυθαγόρα εξακολουθούν να ισχύουν ακόμα και σήμερα. Εκλογή Βιβλιογραφίας : Α. Ε. Chaignet, Pythagore et la philosophie pythagoricienne, τόμ. 1-2, Παρίσι 1873. Armand Delatte, Etudes sur la litterature pythagoricienne, Παρίσι 1915 (σσ. 414, 8o). W. Burkert, Weisheit und Wissenschaft Studien zu Pythagoras, Philolaos und Platon, Νυρεμβέργη 1962 (σσ. XVI+495, 8o).

Πυθαγόρας ο Ζακύνθιος: (περ. μέσα 5ου αι. π.Χ.)· θεωρητικός και μουσικός, στον οποίο ο Aρτέμων (2ος προς 1ο αι. π.Χ.) απέδιδε την εφεύρεση του πολύπλοκου οργάνου τρίπους. Θεωρούνταν ένας από τους θεμελιωτές της ελληνικής αρμονικής, αλλά δεν έχει διασωθεί κανένα από τα έργα του. Οι θεωρητικές απόψεις της Σχολής του επικρίνονται από τον Αριστόξενο στα Αρμονικά Στοιχεία (II, 36, 35 Mb).

Πυθαύλης: ο αυλητής που έπαιζε τον πυθικό νόμο· επίσης, ο αυλητής που διαγωνιζόταν στα Πύθια. Ανάμεσα στους πιο φημισμένους πυθαύλες ήταν ο Σακάδας και ο Πυθόκριτος.

Πύθερμος: (περ. 6ος αι. π.Χ.)· ποιητής και μουσικός. Γεννήθηκε στην Τέω, μια ιωνική πόλη στη χερσόνησο Ερυθραία της Μ. Ασίας (από όπου και η επωνυμία Τήιος). Σε αυτόν αποδιδόταν η επινόηση της ιωνικής ή ιαστί αρμονίας, που αποδιδόταν επίσης και στον Πολύμνηστο. Ο Πύθερμος συνέθεσε σκόλια (παροίνια τραγούδια). Ο Ηρακλείδης Ποντικός πιστεύει (Αθήν. ΙΔ', 625C-D, 20) ότι ο Πύθερμος προσάρμοζε το στιλ των τραγουδιών του στο χαρακτήρα των Ιώνων και υποθέτει πως συνέθετε στην ιαστί αρμονία, αλλά σε μια περίεργη αρμονική φόρμα.

Πυθικόν: έγχορδο όργανο, ονομαζόμενο και δακτυλικόν· πρβ. Πολυδ. (IV, 66), βλ. το κείμενο στο λ. [[δάκτυλος|δακτυλικόν]]. Η λέξη στον Πολυδεύκη μπορεί να θεωρηθεί ως επίθετο.

Πυθικός αυλός: ο αυλός, στον οποίο παιζόταν ο πυθικός νόμος. Παιζόταν, επίσης, κατά την εκτέλεση των παιάνων Πολυδ. (IV, 81): "προς παιάνας δε (ήρμοττον) οι πυθικοί (αυλοί)· τελείους δ' αυτούς ωνόμαζον· ηύλουν δε το άχορον αύλημα το πυθικόν" ([οι πυθικοί αυλοί] ταίριαζαν στους παιάνες· ονομάζονταν και τέλειοι· και το άχορο [χωρίς τόνο] πυθικό αύλημα παιζόταν με αυτούς). Ο τόνος του πυθικού αυλού θεωρούνταν αρρενωπός, χάρη στη χαμηλή του έκταση. πυθικός αυλητής ή κιθαριστής· εκείνος που διαγωνιζόταν στα Πύθια (με τον πυθικό νόμο).

Πυθικός νόμος: ο πιο σημαντικός αυλητικός νόμος· επινοήθηκε από τον Σακάδα, που υπήρξε ο σπουδαιότερος αυλητής-συνθέτης της εποχής του. Όταν η αυλητική περιλήφθηκε για πρώτη φορά, το 586 π.Χ., στο πρόγραμμα των Πυθίων, ο Σακάδας διαγωνίστηκε και κέρδισε το πρώτο βραβείο με τον πυθικό του νόμο. Ο πυθικός νόμος υπήρξε το πρώτο γνωστό είδος προγραμματικής μουσικής και σκοπό είχε την περιγραφή του αγώνα του Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Αποτελούνταν από πέντε μέρη, τα οποία, κατά τον Πολυδεύκη (IV, 84), ήταν τα ακόλουθα: (α) πείρα (εισαγωγή), κατά την οποία ο θεός εξετάζει αν το έδαφος είναι κατάλληλο για τον αγώνα ("διορά τον τόπον ει άξιός εστιν του αγώνος")· (β) κατακελευσμός (πρόκληση)· ο θεός προκαλεί το δράκοντα ("προκαλείται τον δράκοντα")· (γ) ιαμβικόν· στο οποίο "ο αγώνας συνεχίζεται και γίνεται απομίμηση των σαλπισμάτων και του τριξίματος των δοντιών του δράκοντα" (οδοντισμός)· (δ) σπονδείον, στο οποίο ανακοινώνεται η νίκη του θεού ("δηλοΐ την νίκην του θεού")· και (ε) καταχόρευσις (νικηφόρος χορός)· ο θεός γιορτάζει τη νίκη του με χορό ("ο θεός τα επινίκια χορεύει"). Τον αυλητικό πυθικό νόμο απομιμήθηκαν κιθαριστές, που εισήγαγαν έναν κιθαριστικό νόμο πάνω στις ίδιες γραμμές. Ο Στράβων (Θ', 10, 421-422) μιλεί για έναν τέτοιο κιθαριστήριο πυθικό νόμο, διαιρεμένο στα ακόλουθα πέντε μέρη: (α) ανάκρουσις ή άγκρουσις· εισαγωγή, προοίμιο (β) άμπειρα· έναρξη του αγώνα· (γ) κατακελευσμός (βλ. επάνω, β')· περιγραφή του αγώνα· (δ) ίαμβοι και δάκτυλοι· θριαμβευτικός ύμνος για τη νίκη του θεού· και (ε) σύριγγες· περιγραφή των συριγμάτων του δράκοντα που ξεψυχάει.

Πυθοκλείδης: (περ. 535-472 π.Χ.)· αυλητής και σοφιστής από την Κέω (από όπου και η επωνυμία Κείος). Υπήρξε δάσκαλος του Αγαθοκλή και του Περικλή και ιδρυτής μιας σημαντικής αθηναϊκής μουσικής σχολής. Ο Πυθοκλείδης αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον Πρωταγόρα (VIII, 316Ε) ανάμεσα στους σοφιστές που, όπως ο Αγαθοκλής και πολλοί άλλοι, "από φόβο για το φθόνο των άλλων, χρησιμοποιούσαν τη μουσική σαν πρόσχημα και παραπέτασμα" (βλ. το αρχαίο κείμενο στο λ. Αγαθοκλής). Ο Πυθοκλείδης εισήγαγε τη μιξολυδική αρμονία στην τραγωδία, μετασχηματίζοντας τη σαπφική μιξολυδική αρμονία (sol - sol) στην τραγική μιξολυδική (si - si). Βλ. μιξολύδιος αρμονία

Πυθόκριτος: περίφημος αυλητής του 6ου αι. π.Χ., από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας (ς', 14, 10) αναφέρει πως ο Πυθόκριτος, μετά τις νίκες του Σακάδα, διαγωνίστηκε στα Πύθια και κέρδισε έξι φορές συνέχεια το πρώτο βραβείο στην αυλητική. Επίσης, έπαιξε αυλό έξι φορές στους Ολυμπιακούς, κατά το αγώνισμα του πεντάθλου (βλ. λ. ενδρομή). Στη μνήμη του Πυθόκριτου στήθηκε στην Ολυμπία μια στήλη με την ακόλουθη επιγραφή: "Πυθοκρίτου του Καλλινίκου μναμα ταυλητά [όο]δε" (Αυτό είναι το μνημείο του αυλητή Πυθόκριτου, γιου του Καλλίνικου).

Πυκνόν: στη μουσική, το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων ενός τετραχόρδου, όταν ήταν μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου. Αυτό γίνεται στο εναρμόνιο γένος (παράδειγμα α') και στο χρωματικό γένος (β'): Στο παράδειγμα α' το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων (mi - mi1/4 - fa) είναι ένα ημιτόνιο, ενώ το υπόλοιπο του τετραχόρδου (fa - la) είναι δύο τόνοι. Στο παράδειγμα β' το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων (mi - fa - fa δίεσ.) είναι ένας τόνος, ενώ το υπόλοιπο είναι ένας τόνος και μισός. Στο διατονικό γένος δεν υπάρχει πυκνόν, γιατί στο σύντονο διάτονο το σύνολο των δύο πρώτων διαστημάτων (mi - fa - sol, 1 1/2 τόνος) είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο (sol - la, 1 τόνος), και στο μαλακό διάτονο το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων είναι ίσο σε μέγεθος με το υπόλοιπο (6/12 + 9/12 και 15/12· βλ. λ. διάτονον). Οι φθόγγοι που ήταν στο κατώτερο μέρος του πυκνού ονομάζονταν βαρύπυκνοι, στο μέσο, μεσόπυκνοι, και στο επάνω μέρος, οξύπυκνοι (βλ. τα λ.). Οι φθόγγοι του τετραχόρδου που δεν έρχονταν σε καμιά σχέση με το πυκνό λέγονταν άπυκνοι, και ήταν οι τρεις ακόλουθοι: (α) ο προσλαμβανόμενος, (β) η νήτη συνημμένων και (γ) η νήτη υπερβολαίων. Πρβ. Αριστείδης Περί μουσ. 12 Mb· Κλεον. Εισαγ. 4· Βακχ. Εισαγ. 27, 32-34· Αλύπ. Εισαγ. 4· Ανών. (Bell. 62, 56)· Παχυμ. (Vincent Notices 391). πυκνόν (επίθ.) διάστημα· ένα πολύ μικρό διάστημα. Ο Αριστείδης (ό.π. Mb 14, R.P.W.-I. 11) καθορίζει: "πυκνά [διαστήματα] μεν τα ελάχιστα, ως αι διέσεις, αραιά δε, τα μέγιστα, ως το δια τεσσάρων" (πυκνά [διαστήματα] είναι τα πιο μικρά, όπως οι διέσεις, και αραιά τα πιο μεγάλα, όπως η τετάρτη).

πυκνότης η ιδιότητα του πυκνού· αντίθ. μανότης.

Πυλάδης: (1ος αι. π.Χ./1ος αι. μ.Χ.)· περίφημος μίμος από την Κιλικία. Εισήγαγε στη Ρώμη, την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου, ένα είδος παντομιμικής τέχνης στο ρωμαϊκό θέατρο (βλ. λ. Βάθυλλος). Υπάρχουν και άλλοι μίμοι με το ίδιο όνομα.

Πυρρίχη: το πιο σημαντικό είδος (ή τάξη) πολεμικού χορού. Η πυρρίχη ήταν ένας μεγαλοπρεπής, γρήγορος, λαμπρός και εντυπωσιακός χορός· χορευόταν είτε από ένα πρόσωπο είτε από ένα ή περισσότερα ζεύγη χορευτών, που έφεραν πανοπλία (ασπίδα και δόρυ ή σπαθί) και μιμούνταν τις κινήσεις των πολεμιστών, σε επίθεση και σε άμυνα. Χορευόταν συνήθως στις δωρικές πολιτείες, κυρίως στη Λακωνία. Στη Σπάρτη χορευόταν από νέους, κατά την τελετή των Διόσκουρων (Κάστορα και Πολυδεύκη). Τον 6ο αιώνα π.Χ. εισάγεται και στην Αθήνα, στον εορτασμό των Παναθηναίων· στο χορό συμμετείχαν παιδιά, νέοι και άνδρες. Σε νεότερα χρόνια η πυρρίχη εκφυλίστηκε σε χορό των συμποσίων· ο Ξενοφών (Ανάβασις ς', 1 και 12) αναφέρει πως, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, μια ορχηστρίδα με ελαφριά ασπίδα χόρευε την πυρρίχη με ανάλαφρο τρόπο. Στην εποχή του Αθήναιου (2ος-3ος αι. μ.Χ.), η πυρρίχη χορευόταν ακόμα στη Λακωνία, αλλά ως προγύμνασμα για τον πόλεμο· "Όλοι οι άρρενες στη Σπάρτη μαθαίνουν να χορεύουν την πυρρίχη από την ηλικία των πέντε ετών. Η πυρρίχη στην Αθήνα, επειδή έχει διονυσιακό χαρακτήρα, είναι πιο ήπια, γιατί οι χορευτές τώρα φέρουν θύρσους (ραβδιά καλαμιού με φύλλα κισσού και αμπέλου), αντί σπαθιά και λαμπάδες" (ΙΔ', 631Α, 29). Η ετυμολογία της λέξης πυρρίχη δεν έχει διασαφηνιστεί. Κατά τον Αριστόξενο (Αθήν. 630D), ο χορός αυτός ονομάστηκε πυρρίχη από έναν Λάκωνα (ή Κρητικό, κατά τον Πολυδεύκη, IV, 99) ήρωα ή χορευτή, ονομαζόμενο Πύρριχο· ο Αθήναιος προσθέτει πως κατά την εποχή του το όνομα Πύρριχος συνηθιζόταν ακόμα στη Λακωνία. Άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η λέξη παράγεται από τον Πύρρο, άλλο όνομα του Νεοπτόλεμου, γιου του Αχιλλέα, ο οποίος, σύμφωνα με μια παράδοση, υπήρξε ο πρώτος που χόρεψε την πυρρίχη, μετά τη νίκη του στη σύγκρουση με τον Ευρύπυλο, σύμμαχο των Τρώων. Σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση, το όνομα προήλθε από τη λέξη "πυρά" (νεκρική πυρά), γιατί ο Αχιλλέας χόρεψε πρώτα την πυρρίχη γύρω από την πυρά, πάνω στην οποία κάηκε η σορός του φίλου του Πάτροκλου (πρβ. Drachmann Schol. Pind. Carm. II, 52 (σημ.)· Αριστοτ. απόσπ. 519). Ο Πρόκλος (Χρηστομ.) αναφέρει πως "μερικοί αποδίδουν την επινόηση της πυρρίχης στους Κουρήτες· άλλοι στον Πύρρο, γιο του Αχιλλέα". Η πυρρίχη είχε σημαντικό παιδευτικό χαρακτήρα, και γι' αυτό δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στα τραγούδια που συνόδευαν το χορό. Αθήν. (ό.π.): "τακτέον δ' επί της πυρρίχης τα κάλλιστα μέλη και τους όρθιους ρυθμούς" (στην πυρρίχη έπρεπε να γίνεται χρήση των πιο ωραίων μελωδιών και των εξυψωτικών ρυθμών). Η πυρρίχη συνοδευόταν από τραγούδια που τραγουδούσαν είτε οι χορευτές οι ίδιοι ή, συνηθέστερα, άλλοι εκτελεστές. πυρριχίζω· χορεύω την πυρρίχη. Βλ. τα λ. υπόρχημα, τελεσιάς, χειρονομία.




 



 
©2010