Αλφα
Βήτα
Γάμμα
Δέλτα
Έψιλον
Ζήτα
Ήτα
Θήτα
Ιώτα
Κάππα
Λάμδα
Μι
Νι
Ξι
Όμικρον
Πι
Ρω
Σίγμα
Ταύ
Ύψιλον
Φι
Χι
Ψι
Ωμέγα
|
|
Εγκυκλοπαίδεια
Ιώτα
Ιάλεμος: πένθιμο, παραπονετικό τραγούδι· μοιρολόι.
Ο Μοίρις (Λεξ. σ. 190) λέει ότι στην αττική διάλεκτο σημαίνει: "το
μοιρολόι και τον ψυχρό άνθρωπο". Ο Αριστοφάνης ο γραμματικός, ο επονομαζόμενος
Βυζάντιος (257-180 π.Χ.) στο λεξικό του (Αττικαί Λέξεις, Αθήν. ΙΔ',
619Β, 10) λέει ότι "ο ιάλεμος τραγουδιόταν σε πένθη". Το ρήμα ιαλεμίζω
σήμαινε θρηνώ, μοιρολογώ.
Ιαμβική: είδος χορού που αναφέρεται από τον Αθήναιο
(ΙΔ', 629D, 27) ως ένας "από τους λιγότερο ζωηρούς, τους πιο ποικιλμένους
και πιο απλούς χορούς".
Ιαμβικόν: (α) το τρίτο μέρος του πυθικού νόμου,
κατά το οποίο γίνεται ο αγώνας (η πάλη) ανάμεσα στον Απόλλωνα και
το δράκοντα. Στο μέρος αυτό ο αυλητής έπρεπε να μιμηθεί τα σαλπίσματα
και το τρίξιμο των δοντιών του δράκοντα (τον λεγόμενο "οδοντισμό").
Ο Πολυδεύκης (IV, 84) γράφει γι' αυτό το μέρος: "εν δε τω ιαμβικώ
μάχεται [ο Απόλλων], εμπερείληφε δε το ιαμβικόν και τα σαλπιστικά
κρούσματα και τον οδοντισμόν". (β) ιαμβικόν, ως επίθετο, σήμαινε εκείνο
που αποτελούνταν από ίαμβους, π.χ. ιαμβικόν μέτρον. ιαμβικόν γένος·
το ρυθμικό γένος, όπου η άρση και η θέση ήταν σε σχέση 1 προς 2.
Ιαμβίς: σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού. Σε μια πλατύτερη
σημασία ήταν ένας κιθαριστήριος νόμος· βλ. λ. παριαμβίς.
Ίαμβος: (α) σατιρικό, πειραχτικό τραγούδι. Οι ίαμβοι
αυτοσχεδιάζονταν σε μια τελετή προς τιμή της Δήμητρας. Λέγεται πως
αυτή η συνήθεια προήλθε από την Ιάμβη, κόρη του Πάνα και της Ηχώς
και θεραπαινίδα της Μετάνειρας, γυναίκας του βασιλιά της Ελευσίνας
Κελεού· η Ιάμβη διασκέδασε με τα αστεία της τη Δήμητρα σε μια επίσκεψη
της θεάς στη Μετάνειρα, στην Ελευσίνα. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο,
όταν η Δήμητρα, εξοργισμένη και απελπισμένη για την απαγωγή της κόρης
της Περσεφόνης ήρθε στην Ελευσίνα και κάθισε πανω στη λεγόμενη αγέλαστη
πέτρα ("αγέλαστος πέτρα"), η Ιάμβη την ψυχαγώγησε με τα αστεία της
και την έφερε σε εύθυμη διάθεση. (Πρόκλ. Χρηστομ. Β, R. Westphal Script.
Metr. Gr. 242). Ο Σήμος ο Δήλιος στο βιβλίο του Περί παιάνων (Αθήν.
ΙΔ', 622Β, 16) λέει ότι οι ίαμβοι ήταν μασκοφόροι μίμοι, που παλαιότερα
ονομάζονταν αυτοκάβδαλοι, και τα τραγούδια τους ονομάστηκαν επίσης
ίαμβοι ("ύστερον δε ίαμβοι ωνομάσθησαν αυτοί τε [οι αυτοκάβδαλοι]
και τα ποιήματα αυτών"). Ο τραγουδιστής των ιάμβων λεγόταν ιαμβιστής.
Το ρήμα ιαμβίζω σήμαινε εκτελώ ίαμβους, άλλα και χλευάζω, σκώπτω ("και
γαρ το ιαμβίζειν κατά τινα γλώσσαν λοιδορείν έλεγον": R. Westphal,
ό.π. 242). (β) ίαμβος ήταν κυρίως ο όρος για τον γνωστό μετρικό πόδα
(U -). Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 38 Mb) λέει ότι "ο ίαμβος ονομάστηκε
έτσι από το ρήμα ιαμβίζω, που σημαίνει σκώπτω, για την ανομοιότητα
των μερών του". ιαμβικόν μέτρον· μέτρο αποτελούμενο από ίαμβους. (γ)
ίαμβοι και δάκτυλοι· κατά τον Στράβωνα (Θ', 3, 10) ήταν το τέταρτο
μέρος του κιθαριστήριου πυθικού νόμου (βλ. λ. πυθικός νόμος), τμήμα
που περιείχε τον θριαμβευτικό ύμνο για τη νίκη του θεού Απόλλωνα·
Ιαμβύκη: έγχορδο όργανο τριγωνικού σχήματος. Φαίνεται
πως το ονομά του προήλθε από τους ίαμβους, γιατί, καθώς λένε μερικές
πηγές, συνόδευε αυτά τα τραγούδια. Ο Φίλλις ο Δήλιος στο δεύτερο βιβλίο
του Περί μουσικής (Αθήν. ΙΔ', 636Β, 38) λέει: "εν οίς γαρ τους ιάμβους
ήδον ιαμβύκας έκάλουν" (οι ιαμβύκες ήταν εκείνα τα όργανα που συνόδευαν
τα τραγούδια ίαμβους). Το ίδιο λέει :και ο Ησύχιος. Ο Πολυδεύκης αναφέρει
απλώς το όνομα του οργάνου ανάμεσα στα έγχορδα ("κρουόμενα").
Ίβυκος: (6ος αι. π.Χ.)· λυρικός ποιητής και μουσικός
από το Ρήγιο της Ν. Ιταλίας (γι' αυτό και επονομαζόταν Ρηγίνος). Έζησε
μια ζωή πλανόδια. Η Σούδα διηγείται ότι πήγε στη Σάμο και πέρασε λίγον
καιρό στην αυλή του Πολυκράτη (532-523 π.Χ.). Στον μουσικό Ίβυκο αποδιδόταν
η εφεύρεση της σαμβύκης (Σούδα· Νεάνθης στον Αθήν. Δ', 175Ε, 77).
Ο Ίβυκος συνέθεσε επινίκια και εγκώμια. Ο μύθος για το θάνατό του
είναι γνωστός από τη Σούδα και άλλες πηγές: ο Ίβυκος σκοτώθηκε από
ληστές κοντά στην Κόρινθο, τη στιγμή όμως του φόνου πολλοί γερανοί
πετούσαν από πάνω, και ο Ίβυκος πεθαίνοντας επικαλέστηκε τη μαρτυρία
τους (ή την εκδίκηση τους). Λίγον καιρό αργότερα, ενώ oι ληστές περπατούσαν
στην Κόρινθο, αντιλήφθηκαν γερανούς από πάνω και φώναξαν "να οι εκδικητές
του Ιβύκου"· αυτό οδήγησε στην αποκάλυψη του φόνου και στην τιμωρία
των ενόχων. Βλ. Bergk PLG III, 235-252· επίσης, Page PMG 143-169,
απόσπ. 282-345.
Ίγδις είδος κωμικού, αστείου (ή χιουμοριστικού)
χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές χτυπούσαν συνέχεια το έδαφος μιμούμενοι
το κοπάνισμα με το γουδί. Η λέξη ίγδις σήμαινε το γουδί. Ο χορός αυτός
αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27) ανάμεσα στους κωμικούς
χορούς. Ο Αντιφάνης ο κωμικός το μνημονεύει επίσης στην κωμωδία του
Κορόπλαθος: "γύναι, προς αυλόν ήλθες· ορχήσει πάλιν την ίγδιν" (ήρθες,
γυναίκα, [για να χορέψεις] με συνοδεία αυλού· θά χορέψεις πάλι την
ίγδι· Kock CAF 11, 62, απόσπ. 127). Και λίγο πιο πέρα: "την θυΐαν
[θυείαν] αγνοείς; τουτ' έστιν ίγδις" (δεν ξέρεις το γουδί; αυτό είναι
η ίγδις). Συναντούμε επίσης για τον ίδιο χορό τη λέξη ίγδισμα (το
κοπάνισμα με το γουδί). Ε.Μ. (σ. 464, 51): "ίγδισμα· είδος ορχήσεως
εν ή ελύγιζον εμφερώς τω δοίδυκι" (ίγδισμα· είδος χορού, στον οποίο
περιστρέφονταν όπως στο γουδί).
Ιδούθοι είδος αυλού· η λέξη απαντά μόνο στον Πολυδεύκη
(IV, 77), που γράφει απλώς: "αυλών είδος", χωρίς να δίνει άλλες λεπτομέρειες.
Ιεράκιον μέλος: Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 78), ήταν
σύνθεση για αυλό που παιζόταν από νέους στο Άργος στη διάρκεια πομπικής
τελετής "ανθεσφόρων", δηλαδή κοριτσιών που κουβαλούσαν άνθη προς τιμήν
της `Ηρας (σε ανάμνηση του μυστικού γάμου της με τον Δία). Εικάζεται
ότι το μέλος οφείλει την ονομασία του στον Αργείο μουσικό Ιέρακα.
(Βλ. και στο επόμενο λήμμα).
Ιέραξ: (7ος αι. π.Χ.)· αυλητής και συνθέτης από
το Άργος. Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 79), ο Ιέραξ ήταν ικέτης (προστατευόμενος)
και μαθητής του Όλυμπου ("ο δε Ιέραξ νέος μεν ετελεύτα, Ολύμπου δ'
ήν ικέτης και μαθητής και ερώμενος"). Το όνομά του συνδέεται με τον
ιεράκειο νόμο και το ιεράκιο μέλος. Σε αυτόν αποδιδόταν μια μελωδία
για σόλο αυλού, που λεγόταν ενδρομή και παιζόταν στους Ολυμπιακούς
Αγώνες όταν γινόταν το πένταθλο.
Ιεραοιδός: ιερός αοιδός. Βλ. λ. αοιδός.
Ιεραύλης: αυλητής που έπαιζε κατά τις ιεροτελεστίες
και τις θυσίες. Στα ελευσίνια μυστήρια ο ιεραύλης ήταν ο επικεφαλής
της θρησκευτικής μουσικής και ο αρχηγός των υμνωδών.
Ιεροσαλπιγκτής: ο σαλπιγκτής κατά τις θυσίες. Ο
Πολυδεύκης (IV, 86) γράφει: "ο δε επί τοις ιεροίς, ιεροσαλπιγκτής"
και προσθέτει ότι "ιερός σαλπιγτής" είναι πιο κατάλληλη έκφραση.
Ίθυμβος: βακχικός χορός και τραγούδι· Πολυδ. IV,
104: "και ίθυμβοι επί Διονύσω" (και [ανάμεσα στους άλλους χορούς]
οι ίθυμβοι προς τιμήν του Διονύσου). Ο Ησύχιος εξηγεί ότι ο ίθυμβος
ήταν ένας "γελοιαστής" (γελωτοποιός). Στο Λεξικό του Φωτίου (έκδ.
S. Α. Naber, 1864, Ι, 291): "ωδή μακρά και υπόσκαιος" (τραγούδι μακρό
και χωρίς χάρη).
Ιθύφαλλοι: οι επόπτες (έφοροι) στις τελετές του
Διονύσου, που συνόδευαν την πομπή του φαλλού ντυμένοι με γυναικεία
φορέματα. Έτσι λέγονταν και τα τραγούδια με χορό που εκτελούσαν κατά
την πομπή. Η Σούδα καθορίζει: "ιθύφαλλοι· οι έφοροι Διονύσου και ακολουθούντες
τω φαλλώ γυναικείαν στολήν έχοντες. Λέγεται δε φαλλός οτέ μεν το εντεταμένον
αιδοίον και ποιήματα δε καλείσθαι, ά επί τω ισταμένω φαλλώ άδεται
μετ' όρχήσεως" (ιθύφαλλοι· οι έφοροι του Διονύσου, που συνόδευαν το
φαλλό ντυμένοι γυναικεία. Φαλλός λέγεται το τεντωμένο ανδρικό μόριο·
και τα τραγούδια που τραγουδιόνταν με χορό στο τεντωμένο μόριο). Πρβ.
Φώτ. Λεξ. Ι, 291 (έκδ. S. Α. Naber).Ο Σήμος ο Δήλιος στο βιβλίο του
Περί παιάνων (Αθήν. ΙΔ', 622Β, 16) διηγείται ότι οι ιθύφαλλοι κατά
την είσοδό τους στο θέατρο φορούσαν μάσκες που παρίσταναν μεθυσμένους
ανθρώπους, ήταν στεφανωμένοι, και είχαν πολύχρωμες χειρίδες (μανίκια)·
χρησιμοποιούσαν χιτώνες μεσόλευκους (με άσπρες ραβδώσεις) και φορούσαν
ταραντίνη ποδιά, που τους κάλυπτε ως τα σφυρά. Και αφού έμπαιναν σιωπηλοί,
όταν έφταναν στο μέσο της ορχήστρας, απάγγελλαν στο κοινό: "ανάγετ'
ανάγετ', ευρυχωρίαν ποιείτε τω θεώ· θέλει γαρ ο θεός... δια μέσου
βαδίζειν" (υποχωρείτε, υποχωρείτε! κάνετε τόπο για το θεό· γιατί ο
θεός θέλει να περάσει...).
Ιλαρωδία: η εκτέλεση εύθυμων και χαρούμενων τραγουδιών.
Επίσης, η τέχνη του ιλαρωδού.
Ιλαρωδός:ο τραγουδιστής εύθυμων και χαρούμενων τραγουδιοών.
Ήταν ένας σοβαρός καλλιτέχνης που στεφανωνόταν στους αγώνες. Ο Αθήναιος
λέει: "Πιο σοβαρός από αυτούς τους ποιητές είναι ο ιλαρωδός, γιατί
δεν κάνει άσεμνες κινήσεις. Χρησιμοποιεί λευκό χιτώνα και είναι στεφανωμένος
με χρυσό…συνοδεύεται, όπως ο αυλωδός, από έναν κιθαριστή, άνδρα ή
γυναίκα. Το στεφάνι της νίκης προσφέρεται στον ιλαρωδό και τον αυλωδό,
όχι όμως στον ψάλτη (κιθαριστή ή εκτελεστή έγχορδου οργάνου που παίζει
με γυμνά δάχτυλα, χωρίς πλήκτρο), ούτε στον αυλητή".Κάποτε ο ιλαρωδός
συγχεόταν λαθεμένα με τον σιμωδό, που εκτελούσε άσεμνα τραγούδια.
Ιμαίος: δημοτικό τραγούδι των μυλωνάδων. Ο ιμαίος
αναφέρεται στον Αθήναιο (ΙΔ', 618, 10), ανάμεσα σε άλλα δημοτικά τραγούδια,
με αυτά τα λόγια: "ιμαίος, η επιμύλιος καλούμενη [ωδή], ήν περί τους
αλέτους ήδον" (ιμαίος, το λεγόμενο επιμύλιο τραγούδι, που το τραγουδούσαν
κατά το άλεσμα [με τις μυλόπετρες]). Επίσης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος
(Αθήν. ΙΔ', 619Β, 10) γράφει: "ιμαίος, ωδή μυλωθρών" (ίμαιος, τραγούδι
των μυλωνάδων). Ο Πλούταρχος (Επτά Σοφών Συμπόσιον 157D-E, 14) έχει
διασώσει τους στίχους ενός ρεφραίν από ένα χαριτωμένο τραγούδι της
Μυτιλήνης, της εποχής του Αλκαίου και της Σαπφώς: "Άλει, μύλα, άλει
και γαρ Πίττακος αλεί μεγάλας Μυτιλάνας βασιλεύων". (Άλεθε, μύλε,
άλεθε, γιατί κι ο Πιττακός αλέθει, της μεγάλης Μυτιλήνης ο κυβερνήτης).
Ο Πιττακός, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας (7ος/6ος·
αι. π.Χ.), υπήρξε κυβερνήτης (αισυμνήτης, εκλεγμένος άρχων) της Μυτιλήνης
για δέκα χρόνια. Σημείωση: ιμαίος ονομάστηκε από τη λέξη ιμαλίς, η
οποία, καθώς εξηγείται στον Αθήναιο (ΙΔ', 618D, 10), στους Δωριείς
σήμαινε το "νόστο" και τα "επίμετρα των αλέτων" ("νόστος", το προϊόν
του αλέσματος).
Ιόβακχος: ύμνος στον Βάκχο, που άρχιζε με τις λέξεις
"Ιώ Βάκχε" (Ω! Βάκχε). Στον πληθυντικό (ιόβακχοι) σήμαινε τα μέλη
μιας οργάνωσης στην Αθήνα, που ασκούσαν τη λατρεία του Διόνυσου με
ποτό και τραγούδι (Δημ.). Ο ναός λεγόταν βακχείον και τα τραγούδια
τους ιόβακχοι.
Ίουλος: (α) ύμνος στη Δήμητρα. Κατά τον Σήμο τον
Δήλιο (Αθήν. ΙΔ', 618D-E, 10) ίουλοι και ούλοι ήταν τα δεμάτια του
κριθαριού, καθώς και τα προϊόντα. Ίουλοι επίσης λέγονταν ύμνοι προς
τη Δήμητρα, που επονομαζόταν Ιουλώ. Άλλα ονόματα για τον ίδιο ύμνο
ήταν δημήτρουλος και [[καλλίουλος]]. (β) ίουλος ονομαζόταν από μερικούς
το τραγούδι των εριουργών. Πρβ. Τρύφων (Αθήν. ΙΔ', 618D, 10).
Ιπποφορβός: είδος αυλού που χρησιμοποιούσαν οι ιπποτρόφοι.
Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 74), ο αυλός αυτός ήταν εφεύρεση των Λίβυων
νομάδων, που χρησιμοποιούσαν άλογα για τη βοσκή. "Το υλικό του ήταν
από ξύλο δάφνης με το φλοιό βγαλμένο και καθαρισμένο από την εντεριώνη
(ψύχα)· έδινε έναν οξύ, διαπεραστικό ήχο, που επηρέαζε τα άλογα με
την οξύτητά του". Σημείωση: Η λέξη ιπποφορβός σήμαινε κυρίως τον ιπποτρόφο:
Ησ.: "ιπποφορβός· ιπποτρόφος".
Ισμηνίας: (4ος αι. π.Χ.)· διάσημος αυλητής και συνθέτης.
Έζησε τον καιρό της βασιλείας του Φίλιππου του Μακεδόνα (359-336 π.Χ.),
πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και έγινε γνωστός ως βιρτουόζος του
αυλού. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρεται στον Ισμηνία (Ζ', 1, 125)
με τα ακόλουθα επαινετικά λόγια: "Πάντα τ' εύ ποιείν τον σοφόν, ως
και πάντα, φαμέν, αυλήματα ευ αυλείν τον Ισμηνίαν" (Ο σοφός άνθρωπος
κάνει όλα τα πράγματα καλά, όπως ακριβώς λέμε πως ο Ισμηνίας παίζει
ωραία όλες τις μελωδίες στον αυλό). Ο Ισμηνίας πιάστηκε αιχμάλωτος
από το βασιλιά των Σκυθών Αντέα. Ο Πλούταρχος (Βασιλέων Αποφθέγματα
και Στρατηγών 174E-F, 3) διηγείται το ακόλουθο χαριτωμένο ανέκδοτο:
"Ισμηνίαν δε τον άριστον αυλητήν λαβών [ο Αντέας] αιχμάλωτον εκέλευσεν
αυλήσαι· θαυμαζόντων δε των άλλων, αυτός ώμοσεν ήδιον ακούειν του
ίππου χρεμετίζοντος" (Όταν ο Αντέας αιχμαλώτισε τον εξαίρετο αυλητή
Ισμηνία, τον διέταξε να του παίξει· και ενώ οι άλλοι θαύμαζαν, αυτός
ορκίστηκε πως του ήταν πιο ευχάριστο να ακούει το άλογο να χρεμετίζει).
Βλ. Dinse Antig. Theh. 57-59.
Ισοτονία: και ισότονοι· Ισοτονία ήταν η ταυτοφωνία·
όρος που μερικοί συγγραφείς τον χρησιμοποιούσαν αντί του όρου ομοφωνία.
Ισότονοι φθόγγοι είναι δύο ή περισσότερες νότες που έχουν τον ίδιο
τόνο (ύψος, ένταση). Ο Πτολεμαίος (Αρμονικά Ι, 4, έκδ. Wallis III,
8, έκδ. I.D. 10) λέει: "ισότονοι μεν οι απαράλλακτοι κατά τον τόνον"
(ισότονοι είναι οι ήχοι που είναι ακριβώς ίδιοι στο ύψος). Ο Πορφύριος
(Comment. Wallis III, 258, I.D. 82) διευκρινίζει ότι ο Πτολεμαίος
χρησιμοποίησε εδώ τον όρο τόνος με τη σημασία του "ύψος" (τάσις) και
ότι "ισότονος είναι ο ήχος που έχει το ίδιο ύψος με έναν άλλο, όπως
είναι η νήτη συνημμένων (παρ. α', στο σχήμα) προς την παρανήτη διεζευγμένων"
(β' στο σχήμα). Ο Πορφύριος προτιμά τον όρο ομότονος αντί του ισότονος:
"τον δέ, ούτως, ισότονον ψόφον, κυριώτερον ομότονον καλούσι" (βλ.
λ. ομότονοι φθόγγοι). Το αντίθετο του ισότονος είναι ανισότονος· Πτολεμαίος
(Ι, 4): "ανισότονοι δέ, οι παραλλάσσοντας [κατά τον τόνον]" (και ανισότονοι
είναι οι ήχοι που διαφέρουν [στο ύψος])· πρβ. και Πορφ. Wallis III,
285-286. Ισότονος επίσης λέγεται ο ήχος που είναι όμοιος με έναν άλλο
στα εσωτερικά του μέρη σε όλη τη διάρκειά του· στην περίπτωση αυτή
ο Πορφύριος προτιμά αντί του ισότονος τον όρο ομοιομερής, που είναι
πραγματικά ακριβέστερος.
Ισόφθογγος: ήχος (φθόγγος) που ηχεί ακριβώς το ίδιο
όπως ένας άλλος· που έχει τον ίδιο φθόγγο.Πρβ. Noνν. Διονυσ. (VΙ,
202)· κατά τον Άγγλο φιλόλογο W. Η. D. Rouse, μεταφραστή των Διονυσιακών,
το ισόφθογγος αποδίδεται με την έκφραση: "ο φθόγγος που ήχει "σε ηχώ"".
Ισόχορδος: αυτός που έχει χορδές ίσες στον αριθμό
ή στο μήκος.
Ιστιαίος: (τέλη 5ου/4ος αι. π.Χ.)· μουσικός από
την Κολοφώνα (από όπου και το επώνυμο του Κολοφώνιος). Ο Νικόμαχος
του απέδιδε την προσθήκη της 10ης χορδής στη λύρα-κιθάρα (Excerpta
ex Nicom. 4, 35 Mb, 274 C.v.J.). Η εποχή του μπορεί να τοποθετηθεί
ανάμεσα στον Πρόφραστο (μέσα 5ου αι.), που πρόσθεσε την 9η χορδή,
και στον Τιμόθεο (450-360 π.Χ.), που πρόσθεσε την 11η χορδή. Καμιά
πληροφορία δεν υπάρχει για τη ζωή ή τη σταδιοδρομία του.
Ίων ο Χίος: Αρχαίος λυρικός ποιητής, συνθέτης και
κιθαρωδός του 5ου π.Χ. αι. Σύγχρονος και φίλος του Σοφοκλή. Κατά τον
Κλεονίδη, έπαιζε ενδεκάχορδη λύρα (βλ. και ενδεκάχορδον). Έτσι τεκμαίρεται
ότι πρόσθεσε στη λύρα την 11η χορδή της (το οξύ σολ). Έγραψε ύμνους,
ελεγείες, διθυράμβους, κ.λπ., εισάγοντας πιθανότατα στην κιθάρα (λύρα)
και τη 12η χορδή της. Παραθέτουμε στίχους του (σε μετάφραση Σίμου
Μενάρδου) : "Του βασιλιά μας του καλού πατέρα μας σπολλάτη! Τώρ' ας
γυρίζουν τα παιδιά να μας κερνούν κρασί μέσ' στα ποτήρια τ' αργυρά·
κι όποιος τα θεία φυλάττει ας κάμει κι αγνή πρόποση στην κούπα τη
χρυσή. Ας πίνουμε κι ας παίζουμε· καθένας ας πει κάτι· και το τραγούδι
και ο χορός ας πάει ώς την αυγή· και όντινα σπίτι καρτερεί γυναίκα
νια και αφράτη, εκείνος πρώτ' απ' όλους μας γερότερα θα πιεί".
Ιωνικόν: είδος χορού προς τιμήν της Άρτεμης στη
Σικελία. Πολυδεύκης (IV, 103): "τό δε ιωνικόν, Αρτέμιδι ωρχούντο Σικελιώται
μάλιστα" (οι Σικελιώτες κυρίως χόρευαν το ιωνικό [ιωνικό χορό], προς
τιμήν της Άρτεμης). ιωνικόν μέτρον· μέτρο συνθεμένο από ιωνικούς πόδες
(Αριστείδης, 50 Mb, 45 R.P.W.-Ι.). Ο ιωνικός πους αποτελούνταν από
τέσσερις συλλαβές (είτε δύο μακρές και δύο βραχείες, ιωνικός "από
μείζονος", είτε δύο βραχείες και δύο μακρές, ιωνικός "από ελάσσονος").
Ιώνιος αρμονία: συνήθως ιαστί ή ιας αρμονία. Ο όρος
αυτός χρησιμοποιούνταν πριν από τον Αριστόξενο για την αρμονία (οκτάχορδο
δια πασών) sol - sol δηλ. την ακόλουθη (διατονικό γένος):
sol - fa - mi - re - do - si - la - sol
1 ½ 1
1 ½ 1 1
Ο Πλάτων την ονόμαζε χαλαρά ιαστί (πρβ λ. αρμονία). Η ιωνική αρμονία
ονομαζόταν έτσι από τους Ίωνες και σύμφωνα με τον Ηρακλείδη Ποντικό,
ήταν μία από τις τρείς ελληνικές αρμονίες (οι άλλες δύο ήταν η δωρική
και η αιολική). Η ιωνική αντικαταστάθηκε αργότερα από την υποφρυγική.
Ιώνιος ή ιάστιος τόνος: ο 9ος τόνος στη σειρά των
15 τόνων του νεοαριστοξένειου συστήματος.Βλ.λ. τόνος.
|