Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Γάμμα



Γαμήλιον άσμα: άσμα, αύλημα· γαμήλιον [[αύλημα]] ήταν ένα σόλο αυλού (μελωδία για το γάμο, παιγμένη στον αυλό) κατά την τελετή του γάμου. Ο Πολυδεύκης (IV, 80) γράφει για το γαμήλιον αύλημα ότι παιζόταν από δύο αυλούς (δίαυλο)· βλ. το κείμενο στο λ. αυλός.

Γαυδέντιος ο Φιλόσοφος: ο φιλόσοφος (2ος/3ος αι. μ.Χ.;)· θεωρητικός της μουσικής· η εποχή του δεν είναι γνωστή· τοποθετείται συνήθως στον 2ο προς 3ο αι. μ.Χ., ενώ από μερικούς πολύ αργότερα, στον 5ο αι. μ.Χ. Επονομάζεται "ο φιλόσοφος" και είναι γνωστός για το βιβλίο του Αρμονική Εισαγωγή, ένα εκλεκτικό έργο που ασχολείται με τους ήχους, τα διαστήματα, τα συστήματα, τα γένη κτλ.· ο Γαυδέντιος ακολουθεί μερικά τις αριστοξενικές και μερικά τις πυθαγορικές αντιλήψεις. Η Αρμονική Εισαγωγή μεταφράστηκε πρώτα στα λατινικά από τον Lutianus (6ος αι. μ.Χ.). Το ελληνικό κείμενο, με λατινική μετάφραση, δημοσιεύτηκε από τον Μάρκο Meibom (Ant. mus. auct. sept., gr. et lat., Amsterdam 1652, Ι, v, σσ. 1-29) και από τον Carl v. Jan (Mus. script. Gr. Λιψία 1895, VII, σσ. 327-355). Μια γαλλική μετάφραση (του κειμένου της εκδ. Meibom) δημοσιεύτηκε με Σχόλια και μια προσπάθεια ανασύστασης των Πινάκων που έμειναν κενοί στα χφ. του Γαυδέντιου από τον Ch.-Em. Ruelle στην έκδοσή του Collection des auteurs grecs relatifs a la musique, V: ("Alypius, Gaudence et Bacchius l'Ancien", Παρίσι 1895, σσ. 53-91 μτφρ., και 93-102 ανασύσταση των Πινάκων).

Γκαΐντα: η γκάιντα (γκάιδα, γάιδα ή κάιντα) είναι ο άλλος τύπος ασκαύλου που συναντάμε στην Ελλάδα και παίζεται κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η κατασκευή της, η οποία δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από της τσαμπούνας γίνεται από τον γκαΐντιέρη ή γκάιντατζη, σε διάφορα μεγέθη. Το ασκί της είναι από δέρμα κατσίκας, ριφιού, προβάτου ή γα'ι'δουριού. Οι δυο της αυλοί είναι ξύλινοι και διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μήκος. Ο μακρύς αυλός είναι ο ισοκράτης και λέγεται μπουρί, μπάσο, ζουμάρ, ζουρνάς, τσιρίλο, μπούκαλος κ.τ.λ. Είναι χωρίς τρύπες και βγάζει μόνο μία νότα. Ο κοντός αυλός έχει 7 τρύπες μπροστά και 1 πίσω και παίζει τη μελωδία. Η γκάιντα παίζεται μόνη της ή μαζί με άλλα όργανα (τουμπελέκι, ντα'ι'ρέ, αούλι). Το επιστόμιο λέγεται φυσάρι, φυσερό, φουσκοτάρι,ντουάλο, πιπίνι κ.ά. Η βαλβίδα που εμποδίζει να φεύγει ο αέρας όταν ο γκαϊντιέρης σταματάει να φυσάει λέγεται πετσάκι, στοπ, λιπάλο, λέπκα, καπάτσε, ζαλετούχ κτλ.Και η γκάιντα και η τσαμπούνα - ο άσκαυλος γενικά- έρχεται στην Ελλάδα από την Ασία, γύρω στον πρώτο με δεύτερο αι.μ.Χ Στην γκάιντα οι δυο ξύλινοι αυλοί είναι ανεξάρτητοι. Ο ένας, για τη μελωδία, έχει 7 τρύπες, ενώ ο δεύτερος (μπουρί ή μπάσο), μακρύς και σε τρία κομμάτια,"ταιριάζεται" με την τονική της μςλωδίας και είναι ο ισοκράτης. Παίζεται μόνη της και μαζί με τουμπελέκι ή νταούλι ή νταχαρέ.















Γένος: όρος που σήμαινε τη διάφορη διάταξη των διαστημάτων στη σύσταση ενός τετραχόρδου ή ενός πιο μεγάλου συστήματος, του οποίου το τετράχορδο είναι συστατικό μέρος. Όλοι οι αρχαίοι θεωρητικοί καθορίζουν το γένος με τα ίδια σχεδόν λόγια· ο Αριστείδης (1, 18 Mb, R.P.W.-Ι.15) καθορίζει: "Γένος δέ εστι ποιά τετραχόρδου διαίρεσις" (Γένος είναι κάποια διαίρεση του τετραχόρδου). Ο Κλεονείδης (Εισ. C.v.J. 180, Mb 1): "Γένος είναι κάποια διαίρεση τεσσάρων φθόγγων"· πρβ. Βακχ. Εισ. (C.v.J. 298, Mb 8), Πτολεμ. (Ι, 12). Τα γένη ήταν τρία: το διατονικόν ή διάτονον, το χρωματικόν ή χρώμα και το εναρμόνιον ή αρμονία. Το καθένα από αυτά συζητείται χωριστά (βλ. τα αντίστοιχα, λ.). Το διατονικό ήταν το πρώτο που χρησιμοποιήθηκε· θεωρούνταν το πιο φυσικό και μπορούσε να τραγουδηθεί ακόμη κι από εκείνους που ήταν τελείως απαίδευτοι (Αριστείδης, 19 Mb, 16 R.P.W.-Ι). Το χρωματικό χρησιμοποιήθηκε αργότερα και θεωρούνταν το πιο τεχνικό ("τεχνικώτατον") και μπορούσε να εκτελεστεί μονάχα από μορφωμένους (καλλιεργημένους μουσικά) ανθρώπους. Δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στην τραγωδία· αλλά ήταν σε πλατιά χρήση στη μουσική για κιθάρα. Ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1137Ε, 20) γράφει σχετικά: "και η κιθάρα, αρχαιότερη κατά πολλές γενεές από την τραγωδία, χρησιμοποιούσε [το χρωματικό γένος] από την αρχή. Και ότι το χρώμα [χρωματικό] είναι προγενέστερο του εναρμόνιου είναι επίσης καλά γνωστό". Το εναρμόνιον γένος ήταν το τελευταίο που χρησιμοποιήθηκε και, κατά τον Αριστόξενο, εφευρέτης του ήταν ο Όλυμπος (Πλούτ. 1134F, 11). Θεωρούνταν εξαιρετικά δύσκολο, χρειαζόταν σημαντική πρακτική εξάσκηση ("δυσμελωδικώτατον, πολλής τριβής δεόμενον": Μ. Ψελλός, 27), και ήταν σχεδόν αδύνατο για τους πολλούς. Βλ. για το ήθος των γενών στο λ. ήθος. Τα γένη στη Ρυθμική (την επιστήμη του ρυθμού) καθορίζονται, κατά τον Αριστόξενο, από τη σχέση της θέσης προς την άρση. Υπήρχαν τρία ρυθμικά γένη: το δακτυλικό (σχέση 1 προς 1, ή 2 προς 2· ίση θέση προς την άρση), το ιαμβικό (1 προς 2, άρση προς διπλάσια θέση) και το παιωνικό (3 προς 2). Σύμφωνα με τον Αριστείδη (Mb 35), μερικοί προσθέτουν και ένα τέταρτο ρυθμικό γένος, το επίτριτο (4 προς 3). Σε μερικές περιπτώσεις η λέξη γένος χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του στιλ, όπως η λέξη τρόπος· π.χ. Πλούτ. (1142C, 31): "και διαπειρώμενον αμφοτέρων των τρόπων, του τε Πινδαρείου και Φιλοξενείου, μη δύνασθαι κατορθούν εν τω Φιλοξενείω γένει" (και προσπαθώντας [ο Τελεσίας] να συνθέσει και στα δύο στιλ, σ' αυτό του Πίνδαρου [που ήταν "παραδοσιακός" συνθέτης] και σ' αυτό του Φιλόξενου [που ήταν από τους "καινοτόμους" συνθέτες του 5ου/4ου αι. π.Χ.], απέτυχε στο φιλοξένειο στιλ). Ο Πλούταρχος στο παραπάνω απόσπασμα μεταχειρίζεται τις λέξεις τρόπος και γένος με την ίδια σημασία, δηλ. του στιλ, της τεχνοτροπίας.

Γέρανος: (α) χορός που τον εφεύρε, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Θησέας· τον χόρεψε για πρώτη φορά στη Δήλο μαζί με τους επτά νέους και τις επτά νέες που έσωσε από τον Μινώταυρο στην Κρήτη. Οι κινήσεις του χορού επιζητούσαν να εκφράσουν τους πολύπλοκους ελιγμούς που οδηγούσαν μέσα από το λαβύρινθο προς τα έξω. Ο Πολυδεύκης (IV, 101) γράφει: "συνήθιζαν να χορεύουν το γέρανο πολλοί μαζί, με τον ένα χορευτή πίσω από τον άλλο σε μια σειρά· τα άκρα της σειράς σε κάθε πλευρά τα κρατούσαν οι κορυφαίοι γύρω από τον Θησέα και [χόρευαν το γέρανο] πρώτα γύρω από τον Δήλιο βωμό, μιμούμενοι την έξοδο από το λαβύρινθο". Ο αρχηγός (κορυφαίος) του γέρανου λεγόταν γερανουλκός· Ησ.: "ο του χορού του εν Δήλω γερανουλκός". (β) γέρανος (και γερανός) λεγόταν ο χορός που απομιμούνταν το πέταγμα των γερανών σε σειρά· πρβ. Λουκ. Περί ορχ. 34.

Γεωργικά: δημοτικά τραγούδια γεωργών. Βλ. Πρόκλ. Χρηστομ. 34.

Γίγγλαρος: είδος μικρού αυλού αιγυπτιακής προέλευσης. Όπως λέει ο Πολυδ. (IV, 82), ο γίγγλαρος ήταν ένας πολύ μικρός αιγυπτιακός αυλός ("μικρός τις αυλίσκος, αιγύπτιος"), κατάλληλος για μοναυλία.

Γίγγρας: λέξη με διάφορες σημασίες. (α) Γίγγρας το όνομα του Άδωνη στη φοινικική γλώσσα. (β) Μικρός αυλός (αυλίσκος) φοινικικής καταγωγής με διαπεραστικό τόνο και χαρακτήρα θρηνώδη και πένθιμο· πήρε το ονομά του από τον Άδωνη. Στον Πολυδεύκη (IV, 76) διαβάζουμε γι' αυτόν: "γίγγρας δε τις αυλίσκος, γοώδη και θρηνητικήν φωνήν αφίησι, φοίνιξ μεν ών την εύρεσιν, πρόσφορος δε μούση Καρική· η δε Φοινίκων γλώττα Γίγγραν τον Άδωνιν καλεί και τούτω ο αυλός επωνόμασται" (ο γίγγρας είναι ένας μικρός αυλός με θρηνώδη και πένθιμο τόνο [φωνή]· ήταν φοινικικής προέλευσης [καταγωγής, εφεύρεσης] και κατάλληλος στην καρική μούσα [δηλ. θρηνητική μούσα· βλ. λ. καρικόν]· στη φοινικική γλώσσα ο Άδωνης ονομαζόταν Γίγγρας και από αυτόν πήρε ο αυλός αυτός το όνομά του). Και ο Αθήναιος (Δ', 174F, 76) γράφει: "γιγγραίνοισι γαρ οι Φοίνικες, ως φησιν Ξενοφών, εχρώντο αυλοίς σπιθαμιαίοις το μέγεθος, οξύ και γοερόν φθεγγομένοις· τούτοις δε οι Κάρες χρώνται εν τοις θρήνοις... Ονομάζονται δε οι αυλοί γίγγροι υπό των Φοινίκων από των περί τον Άδωνιν θρήνων· τον γαρ Άδωνιν Γίγγρην καλείτε υμείς οι Φοίνικες, ως ιστορεί Δημοκλείδης" (Οι Φοίνικες, καθώς λέει ο Ξενοφών, χρησιμοποιούσαν αυλούς μικρούς, σε μέγεθος μιας πιθαμής, που δίνουν έναν διαπεραστικό (οξύ) και θρηνώδη τόνο· αυτούς χρησιμοποιούν οι Κάρες στους θρήνους... Οι αυλοί αυτοί ονομάζονται από τους Φοίνικες γίγγροι, από τους θρήνους για τον Άδωνη· γιατί εσείς οι Φοίνικες ονομάζετε τον Άδωνη Γίγγρη[α], καθώς διηγείται ο Δημοκλείδης). (γ) γίγγρας ήταν επίσης το όνομα ενός αυλήματος (σόλο αυλού) για τον αυλό γίγγρα· ο λεξικογράφος Τρύφων (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9) στο δεύτερο βιβλίο του των Ονομασιών περιλαμβάνει το γίγγρα στις αυλήσεις (βλ. λ. αύλησις). (δ) γίγγρας λεγόταν και ένα είδος χορού συνοδευμένου από τον αυλό γίγγρα. Ο Πολυδεύκης (IV, 102) λέει: "ήν δε και γίγγρας προς αυλόν όρχημα, επώνυμον του αυλήματος" (υπήρχε και ένας χορός που λεγόταν γίγγρας, και χορευόταν με συνοδεία αυλού· ονομαζόταν έτσι από το αύλημα το ίδιο). (ε) Κατά τον Ησύχιο, γίγγρας ήταν ένα επιφώνημα σε συμπόσια, γλέντια· "επιφώνημα τι επί κατά κώμων λεγόμενον· και είδος αυλού". Ο ήχος που παραγόταν από το γίγγρα ονομαζόταν γιγγρασμός (Ησ.).

Γλαύκος ο Ρηγίνος: γραμματολόγος από το Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας, που κατά τα τέλη του 5ου π.Χ. αι. συνέγραψε (μέσω βιογραφιών) λογοτεχνική και μουσική Ιστορία με τίτλο "Περί των αρχαίων ποιητών και μουσικών". Αυτή το έργο το έλαβε υπ' όψιν του ο Αρποκρατίων καθώς και ο Πλούταρχος στην "περί Μουσικής" πραγματεία του. Δεν γνωρίζουμε γιατί ορισμένοι ειδικοί αποδίδουν το σύγγραμμα του Γλαύκου στον σοφιστή Αντιφώντα.

Γλαύξ: είδος κωμικού ή αστείου χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27) μαζί με άλλους παρόμοιους χορούς ("γελοίαι ορχήσεις"). Βλ. λ. σκώψ.

Γλυκώνειον: μέτρον και γλυκώνειος στίχος· από το όνομα του Γλύκωνα, ποιητή άγνωστης εποχής. Μια τετραποδία αποτελούμενη από τρεις τροχαίους και ένα δάκτυλο. Υπήρχαν τρία είδη γλυκώνειου στίχου, ανάλογα με τη θέση του δακτύλου: Α1 + U U - U - U - U (ακατάληκτο μέτρο) A2 + U U - U - U - Λ (καταληκτικό μέτρο) Β1 + U - U U - U - U (ακατάληκτο) Β2 + U - U U - U - Λ (καταληκτικό) Γ1 + U - U - U U - U (ακατάληκτο) Γ2 + U - U - U U - Λ (καταληκτικό). Γλυκώνειον σύστημα: ένωση τριών ή περισσότερων γλυκώνειων στίχων με ένα φερεκράτειο στο τέλος. Ο γλυκώνειος χρησιμοποιήθηκε πλατιά από λυρικούς και δραματικούς ποιητές. Βλ. λ. Ανακρέων. Σημειώσεις: (α) Για τα ακατάληκτα και καταληκτικά μέτρα, βλ. λ. μέτρον. β) Το Λ είναι το σημείο για το λείμμα ("χρόνος κενός βραχύς", παύση). Βλ. γι' αυτό τα λ. λείμμα και παρασημαντική.

Γλωττίς: άττ. γλωσσίς· και γλώττα ή γλώσσα· το γλωσσίδι του αυλού· κατασκευαζόταν από καλάμι. Το καλάμι που προοριζόταν για το γλωσσίδι ήταν ειδικής και ξεχωριστής ποιότητας (βλ. τα λ. κάλαμος και δόναξ). Ο κατασκευαστής των γλωσσίδων λεγόταν γλωττοποιός (Πολυδ. ΙΙ, 108)· Ησ.: "ο τας αυλητικάς γλωσσίδας ποιών"· Ε.Μ. σ. 235, 44. Βλ. τα λ. έξαυλος και συγκροτητικαί γλώτται.

Γλωττοκομείον: και γλωσσοκομείον, γλωσσοκόμιον και γλωσσόκομον· το κουτί, η θήκη όπου φυλάγονταν οι γλωσσίδες. Ησ.: "εν ώ οι αυληταί απετίθεντο τάς γλωσσίδας". Βλ. Ε.Μ. σ. 234, 45 και λ. γλωττίς.

Γνωμολογικά: τραγούδια παραινετικού χαρακτήρα· Πρόκλ. Χρηστομ. 33: "τα δε γνωμολογικά δήλον ότι παραίνεσιν ηθών έχει" (τα γνωμολογικά είναι φανερό ότι περιέχουν ηθική παραίνεση [έχουν παραινετικό χαρακτήρα]).

Γουργούρα: Στη θέση της στάμνας ή της κολοκύθας η γουργούρα έχει ένα χαρονένιο κύλινδρο, ανοιχτό στη μια βάση και κλειστό στην άλλη με χαρτί κι ένα σπάγγο που δένεται σε ξύλινο χερούλι. Με την περιστροφή της γουργούρας, ο σπάγγος τεντώνεται, τρίβεται πάνω στο ξύλο που είναι δεμένος και προκαλεό κραδασμούς, που μεταδίδονται στην απέναντι επιφάνεια του κυλίνδρου και δημιουργούν ήχο.



Γρόνθων: το πρώτο μάθημα στον αυλό (Πολυδ. IV, 83) ή τύπος αυλητικής σύνθεσης. Ησ.: "αναφύσησις, ην πρώτον μανθάνουσιν αυληταί και κιθαρισταί" ([ο γρόνθων είναι] η αναφύσηση, το πρώτο μάθημα ή σύνθεση που μαθαίνουν οι αυλητές και κιθαριστές). Βλ. λ. αναφύσησις.

Γυμνοπαιδία: γυμνοπαιδίαι· ετήσια τελετή ή γιορτή διάρκειας δέκα ημερών, που γινόταν στη Σπάρτη προς τιμήν του Απόλλωνα· αρχικά ήταν αφιερωμένη στη μνήμη των Σπαρτιατών που έπεσαν στη μάχη της Θυρέας. Κατά την τελετή γυμνοί έφηβοι και αγόρια εκτελούσαν γυμναστικές ασκήσεις και χορούς γύρω από τα αγάλματα του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητώς· με τις κινήσεις τους μιμούνταν την πάλη και το παγκράτιο (βλ. λ. γυμνοπαιδική). Τους στίχους και τη μουσική έγραφαν περίφημοι ποιητές-συνθέτες της εποχής, όπως ο Θαλήτας και ο Αλκμάν. Ο χαρακτήρας των χορών και γενικά της γιορτής ήταν εξαιρετικά σοβαρός, ευπρεπής και μεγαλόπρεπος.

Γυμνοπαιδική: είδος χορού, παρόμοιου με την αναπάλη. Χορευόταν από αγόρια ή έφηβους γυμνούς, που μιμούνταν την πάλη και το παγκράτιο (μεικτός αγώνας πάλης και πυγμαχίας) με ρυθμικές κινήσεις· Αθήν. ΙΔ', 630D-E, 28 (βλ. το κείμενο στο λ. εμμέλεια). Η γυμνοπαιδική ήταν ένας από τους τρεις χορούς της λυρικής ποίησης· οι δύο άλλοι ήταν η πυρρίχη και η υπορχηματική. Χορευόταν προς τιμήν του Διόνυσου και είχε δύο φόρμες (τύπους): την ωσχοφορική (προς τιμήν της Αθηνάς) και τη βακχική. Βλ. λ. ωσχοφορικά.

Γύπωνες: χορευτές στη Σπάρτη που, ανεβασμένοι πάνω σε ξυλοπόδαρα και ντυμένοι γυναικεία, χόρευαν με πηδήματα. Ο Πολυδεύκης (IV, 104) αναφέρει γι' αυτούς: "οι δε γύπωνες, ξύλινων κώλων επιβαίνοντες, ωρχούντο διαφανή τα ταραντίδια αμπεχόμενοι" (οι γύπωνες χόρευαν ανεβασμένοι σε ξυλοπόδαρα και ντυμένοι διαφανή γυναικεία φορέματα).






 



<
 
©2010