Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Μι


 


Μαγάδιον: υποκοριστικό του μαγάς (βλ. λ.)

Μάγαδις: (α) μάγαδις (θηλ., η)· έγχορδο όργανο πλατιά γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Το σχήμα του ήταν τριγωνικό, οι χορδές του είκοσι, και παιζόταν με τα δύο χέρια, χωρίς τη βοήθεια πλήκτρου· ανήκε στα λεγόμενα ψαλτικά όργανα (που παίζονταν με γυμνά δάχτυλα). Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν oτι οι χορδές του κουρδίζονταν ανά ζεύγη, κάθε νότα με την oγδόη της (10 διπλές χορδές)· αυτό επέτρεπε την εκτέλεση κατά όγδοες, που λεγόταν μαγαδίζειν ("μαγαδίζειν εν τή διαπασών συμφωνία"). Βλ. λ. αντίφθογγος. Το όνομα του οργάνου αυτού προήλθε, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, από τη λέξη μαγάς, τη γέφυρα ("καβαλάρη") των έγχορδων οργάνων. Ο ιστορικός Δούρις, όμως, υποστήριζε ότι το όνομα μάγαδις προερχόταν από κάποιο Μάγδι από τη Θράκη (Αθήν. ΙΔ', 636F, 40). Η ποιότητα του τόνου, κατά τον Τελέστη, ο οποίος μιλεί για μια πεντάχορδη μάγαδι, ήταν κερατόφωνη. Η προέλευσή της, σύμφωνα με τον Ανακρέοντα, ήταν λυδική ("η γαρ μάγαδις όργανον εστι ψαλτικόν, ως Ανακρέων φησί, Λυδών τε εύρημα"). Ο Πολυδεύκης (IV, 61), από την άλλη πλευρά, λέει ότι, σύμφωνα με τον Κάνθαρο, η μάγαδις είχε θρακική προέλευση. Βέβαιο είναι ότι η μάγαδις ήταν ένα αρχαίο όργανο, που αναφέρεται από τον Αλκμάνα τον 7ο αι. π.Χ., σε τρέχουσα χρήση στη Λέσβο, στα χρόνια του Ανακρέοντα (6ος αι. π.Χ.)· πρβ. Ευφορίωνα (Αθήν. ΙΔ', 635Α). Η μάγαδις ήταν αγαπητό στον Ανακρέοντα όργανο· την τιμούσε ιδιαίτερα και τη χρησιμοποιούσε για συνοδεία των ερωτικών τραγουδιών του· ο Αθήναιος έχει διασώσει τον ακόλουθο στίχο του Ανακρέοντα: "ψάλλω δ' είκοσι χορδαίσι μάγαδιν έχων, ώ Λεύκασπι" (παίζω [χωρίς πλήκτρο] πάνω σε μια είκοσάχορδη μάγαδι, ω Λεύκασπι). Βλ. τα λ. Ανακρέων και ψάλλω. Η μάγαδις ήταν ένα από τα "πολύχορδα" όργανα, όπως και η πηκτίς, η σαμβύκη και ο φοίνιξ, τα οποία ο Πλάτων καταδίκαζε (Πολιτ. Γ', 399D) και ο Αριστόξενος ονόμαζε "ξένα" (έκφυλα όργανα). (β) μάγαδις (αρσ., ο)· λυδικός αυλός, κατά τον Ίωνα τον Χίο. Ο Αλεξανδρίδης λέει ότι ο μάγαδις αυλός, που ονομάζεται και "πλαγιομάγαδις" ή "παλαιομάγαδις", μπορεί να παράγει έναν ψηλό και έναν χαμηλό φθόγγο ταυτόχρονα ("μάγαδις λαλήσω μικρόν άμα σοι και μέγα"· Αθήν. Δ', 182D, 80). Η μαρτυρία αυτή απαντά και στον Τρύφωνα τον λεξικογράφο, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών (Αθήν. ΙΔ', 634Ε, 36). Ο Δίδυμος και ο Ησύχιος λένε ότι ο μάγαδις ήταν ένας κιθαριστήριος αυλός (συνόδευε την κιθάρα)· Ησ.: "μαγάδεις αυλοί κιθαριστήριοι· όργανον ψαλτικόν" (μαγάδεις, κιθαριστήριοι αυλοί· επίσης ένα ψαλτικό όργανο), βλ. πιο πάνω (α). Αυτοί οι αυλοί θα συνόδευαν και το έγχορδο όργανο μάγαδις, από το οποίο πήραν και το όνομά τους. (γ) Στον Αθήναιο (ΙΔ', 638Α, 42) η λέξη μάγαδις χρησιμοποιείται και με τη σημασία του "συριγμός" (αρμονικός, φλαουτάτα): "...και μάγαδιν, τον καλούμενον συριγμόν". Σημείωση: Πολλές πληροφορίες για τη μάγαδι παρέχονται από τον Αθήναιο, ΙΔ', 634C-637Α, 35-41. Η συζήτηση για τη μάγαδι αρχίζει εκεί με το ερώτημα που θέτει ο Αιμιλιανός σ' έναν άλλο δειπνοσοφιστή, τον Μανούριο: "τί όργανο είναι η μάγαδις, είδος αυλού η κιθάρας;". Βιβλιογραφία: Th. Reinach, DAGR III 2 (VI), 1904, 1449, στο λ. "Lyra" ("Famille de la Harpe", 1448 κε.). H. Abert, Pauly RE XIII (XXVI), 1927, στ. 2486, στο λ. "Lyra". W. Vetter, "Magadis" στην Pauly RE XIV (XXVII), 1928, στ. 288-291. Κ. Sachs, Real-Lexikon der Musikinstrumente, 1972, "Magadis", σ. 250α.

Μαγάς: η γέφυρα ("καβαλάρης") της λύρας και της κιθάρας· ήταν μια μικρή τετράγωνη σανίδα, τοποθετημένη επάνω στο ηχείο, σε κάποια απόσταση από το χορδοτόνιο. H μαγάς χρησίμευε για να απομονώνει το παλλόμενο μέρος των χορδών, ακριβώς όπως και ο νεότερος καβαλάρης των εγχόρδων οργάνων. Ο Ησύχιος δίνει έναν αρκετά σαφή ορισμό της λέξης: "μαγάς· σανίς τετράγωνος υπόκυφος δεχόμενη της κιθάρας τας νευράς και αποτελούσα τον φθόγγον" (μαγάς· ένα τετράγωνο σανιδάκι, ελαφρά κυρτό, που υποβαστάζει τις χορδές και παράγει το φθόγγο [δηλ. βοηθάει στην παραγωγή των φθόγγων]). Σε χρήση ήταν επίσης και το υποκοριστικό μαγάδιον· Λουκιανός, Διάλογοι των Θεών (IV, 7, 4, "Διάλογος Απόλλωνα και Ηφαίστου"): "πήχεις γαρ εναρμόσας και μαγάδιον υποθείς" (γιατί [ο Ερμής], αφού στερέωσε [πάνω στο όστρακο της χελώνας] βραχίονες και τοποθέτησε αποκάτω μαγάδιο). Ο Ησύχιος ορίζει τη λέξη μαγάδιον ως "ωραίον κιθάρισμα"· καθώς είναι φανερό, παράγει τη λέξη από το όργανο μάγαδις.

Μαγωδός: κωμικός της παντομίμας, που με συνοδεία τύμπανων και κυμβάλων μιμούνταν αισχρούς και κακοήθεις χαρακτήρες, όπως μοιχούς και μαστροπούς. Στον Αθήναιο (ΙΔ', 621C, 14) διαβάζουμε: "ο μαγωδός, όπως ονομάζεται, συνοδεύεται από τύμπανα και κύμβαλα, και όλα τα φορέματά του είναι γυναικεία· χορεύει με άσεμνες χειρονομίες και κάνει καθετί ξετσίπωτο, πότε υποκρινόμενος τις μοιχαλίδες ή τις μαστροπούς, και πότε έναν μεθυσμένο που πάει να συναντήσει την ερωμένη του σε οργιαστικό γλέντι". μαγωδία και μαγωδή είναι η παντομιμική εκτέλεση του μαγωδού. Η μαγωδία πήρε το όνομά της από τα μαγικά μέσα που χρησιμοποιούσε ο μαγωδός και από τις μαγικές δυνάμεις που πρόβαλλε.

Μακρόν: το τρίτο από τα επτά μέρη της παράβασης. Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 112): "το δε ονομαζόμενον μακρόν επί τη παραβάσει, βραχύ μελύδριόν εστι απνευστί αδόμενον" (το μακρόν είναι μια μικρή μελωδία στην παράβαση, που τραγουδιόταν με μιαν αναπνοή).

Μακτρισμός: ασελγής χορός που χορευόταν από γυναίκες με στριφογύρισμα των ισχίων. Στον Αθήναιο (ΙΔ', 629C, 26), ο μακτρισμός είναι νεότερη ονομασία του χορού απόκινος· σ' έναν κατάλογο όμως γελοίων ή κωμικών χορών, στην παράγραφο 629F, ο μακτρισμός και ο απόκινος αναφέρονται σαν δύο διαφορετικοί χοροί. Ο Πολυδεύκης (IV, 101) χρησιμοποιεί τη λέξη βακτριασμός για τον ορισμό του μακτρισμού.

Μαλακός: όρος που χρησιμοποιούνταν στο διατονικό και στο χρωματικό γένος, για να υπονοεί μια κάποια "χρόα" στο σχηματισμό κάθε γένους. Αντίθετο του σύντονος. Στο μαλακό διατονικό το τετράχορδο ήταν συνθεμένο (από κάτω προς τα πάνω) από ένα ημιτόνιο, 3/4 του τόνου και 5/4 του τόνου (2/4 + 3/4 + 5/4)· Στο μαλακό χρωματικό τα διαστήματα ήταν (πάλι από κάτω προς τα πάνω): 1/3 τόνου, 1/3 τόνου και 1+1/2 τόνου πλέον 1/3, δηλ. σε δωδέκατα 4/12 + 4/12 + 22/12. Το θέμα της μαλακής χρόας συζητείται λεπτομερειακά στα λήμματα διάτονον και χρωματικόν. Ως επίθετο η λέξη μαλακός χρησιμοποιούνταν με τη σημασία μουσικής που είναι κάπως θηλυπρεπής, ή υστερεί σε ανδροπρεπή χαρακτήρα. Το ρήμα μαλάσσω (αττ. μαλάττω) στη μουσική σήμαινε χαμηλώνω, χαλαρώνω· Πλούτ. (Περί μουσ. 1145 D, 49): "μαλάττουσι γαρ αεί τας λιχανούς και τας παρανήτας" (γιατί πάντα χαμηλώνουν τις χορδές [νότες] λιχανούς και παρανήτες).

Μανερώς: επικήδειο τραγούδι στην Αίγυπτο, που αντιστοιχούσε με τον λίνο. Κατά τον Παυσανία (Θ', 29, 6, πρβ. και λ. Λίνος), η προέλευση αυτού του μοιρολογιού ή θρήνου συνδεόταν με τον άτυχο θάνατο του Λίνου. Το όνομα του θρήνου προήλθε από τον Μανερώτα (Μανερώς), γιο του πρώτου βασιλιά της Αιγύπτου. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Λίνος ονομαζόταν από τους Αιγυπτίους Μανερώς. Ο Πλούταρχος (Περί Ίσιδος και Οσίριδος 357Ε, 17) γράφει: "...όν γαρ άδουσιν Αιγύπτιοι παρά τα συμπόσια Μανερώτα τούτον είναι..." (γιατί εκείνο το τραγούδι που οι Αιγύπτιοι τραγουδούν στα συμπόσια είναι ο μανερώς...) Πρβ. λ. λίνος, ο οποίος, επίσης, τραγουδιόταν οχι μονάχα σε πένθιμες περιστάσεις άλλα και σε χαρούμενες.

Μανός, μανότης; μανός· χαλαρός, οχι πυκνός, αραιός. μανότης· η ιδιότητα του μανού, χαλαρότητα, αραιότητα. Αντίθετο του μανός-μανότης, πυκνός και πυκνότης [βλ. στο λ. πυκνόν]. Ο Πτολεμαίος (Αρμον. Ι, 3) γράφει: "Δια δε την της μανότητος ή πυκνότητος...ποιότητα· καθ' άς πάλιν ομωνύμως λέγομέν τινας ψόφους πυκνούς ή χαύνους..." (Ως προς την ιδιότητα της χαλαρότητας ή πυκνότητας... σύμφωνα με τις οποίες ονομάζουμε μερικούς ήχους αρμονικά πυκνούς ή χαλαρούς...). Πρβ. Πορφύρ. (Comment. I.D. 44, 4). Πλάτων (Νόμοι Ζ', 812D): "και δη και πυκνότητα μανότητι και τάχος βραδυτήτι" κτλ. (όταν προκύπτει συνδυασμός πυκνότητας και χαλαρότητας [δηλ. ψηλών και χαμηλών φθόγγων], ταχύτητας και βραδύτητας κτλ.). Βλ. την αρχή αυτής της παραγράφου, στο λ. ετεροφωνία.

Μαντούρα: ή παντούρα και μπαντούρα, που παίζεται κυρίως στην Κρήτη, είναι όργανο τύπου κλαρινέτου με μονό επικρουστικό γλωσσίδι (έχει στο πάνω άκρο της, που είναι κλειστό από τον κόμπο του καλαμιού, μια λεπτή γλώσσα κομμένη στο τοίχωμα του κυλινδρικού της ηχείου). Όταν παίζεται, το μέρος αυτό μπαίνει ολόκληρο μέσα στο στόμα όπου με το φύσημα, πάλλεται το γλωσσίδι και δημιουργεί τον ήχο. Φτιάχνεται από καλάμι- μονοκόμματο ή όχι - και έχει συνήθως 4 με 5 τρύπες. Τη μαντούρα τη συναντάμε στα νησιά του Αιγαίου(με τις ονομασίες "μονοτσάμπουνο", μονομπίμπικο "και "τσαμπούνα"), και κυρίως στην Κρήτη.









Μαρσύας: μυθικός βοσκός και μουσικός, γιος του Ύαγνι. Ήταν ένας από την τριάδα των Φρυγών μουσικών, μαζί με τον Ύαγνι και τον Όλυμπο, που εισήγαγαν στην Ελλάδα τον αυλό και την αυλητική τέχνη, καθώς και τη φρυγική αρμονία. Σύμφωνα μ' ένα μύθο που διασώθηκε ως τους κλασικούς χρόνους, ο Μαρσύας ήταν ακόμα ο εφευρέτης του αυλού· ο Πλάτων ονόμαζε τον αυλό "όργανο του Μαρσύα". Σύμφωνα μ' έναν άλλο μύθο (Πλούτ. Περί αοργησίας 456B-D, 6-7), τον αυλό τον εφεύρε η Αθηνά· βλέποντας όμως το πρόσωπό της να καθρεφτίζεται στο νερό παραμορφωμένο, καθώς έπαιζε τον αυλό, τον πέταξε μακριά. Ο αυλός έπεσε στη Φρυγία και τον βρήκε ο Μαρσύας (πρβ. λ. αυλός). Ο Παυσανίας (Α', 24, 1) λέει πως ένα άγαλμα της Αθηνάς δείχνει τη θεά να χτυπά το Σειληνό Μαρσύα, γιατί πήρε τους αυλούς, τους οποίους εκείνη ήθελε να ριχτούν μακριά· ο Παυσανίας λέει επίσης (Ι', 30, 9) ότι στον Μαρσύα αποδιδόταν η επινόηση των Μητρώων, που το Πάριο Χρονικό αποδίδει στον Ύαγνι. Ο μύθος του αγώνα του με τον Απόλλωνα είναι πολύ γνωστός (πρβ. Διόδ. Σικελ. Γ', 59, 2-5)· ο Μαρσύας με τον αυλό του νικήθηκε από τον Απόλλωνα με την κιθάρα του, και ο Απόλλων κρέμασε και έγδαρε τον Μαρσύα. Ο αγώνας αυτός μπορεί να ερμηνευτεί σαν μια πάλη της εθνικής τέχνης και παράδοσης κατά της ξένης επίδρασης και διείσδυσης· και ο Απόλλων, αντιπροσωπεύοντας την εθνική τέχνη, στην πραγματικότητα ο προστάτης της θεός, δεν μπορούσε παρά να νικήσει. Αλλά, παρά τη νίκη, ξένα στοιχεία έγιναν δεκτά σιγά σιγά με τον καιρό και έπειτα από επιλογή αφομοιώθηκαν από την ελληνική τέχνη. Ο μύθος όμως συμπληρώθηκε με χαριτωμένο τρόπο: ο Απόλλων, μετανιωμένος για ό,τι έκανε στον Μαρσύα, κατέστρεψε "την κιθάρα του και την αρμονία"· από αυτή την αρμονία, λέει ο Παυσανίας, οι Μούσες βρήκαν τη μέση, ο Λίνος τη λιχανό, ο Ορφέας και ο Θάμυρις την υπάτη και την παρυπάτη αντίστοιχα. Ένα άλλο όνομα για τον Μαρσύα ήταν Μάσσης (Πλούτ. Περί μουσ. 1133F).

Μασά: η μασά ή μασιά είναι στο σχήμα της μια απλή μασιά ( τσιμπίδα ) της φωτιάς, της οποίας τα δύο σκέλη καταλήγουν σε κώνους με ένα μικρό ζίλι (κύμβαλο) στην άκρη τους. Οι κλώνοι είναι ακριβώς ο ένας απέναντι στον άλλο ώστε όταν ενώνονται τα δύο σκέλη της μασάς το ένα χτυπάει το άλλο και ποικίλουν σε αριθμό . Η μασά, καθαρά ρυθμικό όργανο, είναι σιδερένια στην Ελλάδα και παίζεται ακόμα σήμερα μόνο από τα παιδιά στη Θράκη, στην περιοχή της Ορεστιάδας ή του Διδυμότειχου. Με τη μασά, μόνη της ή μαζί με τον νταχαρέ (μεγάλο ντέφι), τα παιδιά συνοδεύουν τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Σαφώς, η μασά συνοδεύει και μελωδικά όργανα (π.χ. τη γκάιντα, το βιολί, το κλαρίνο κ.τ.λ.)



Μασούρ-πλεξίδες: (στολίδια σε γυναικείες φορεσιές της Αττικής, Σαλαμίνας κ.α.), καθώς και το σουργούτ (στολίδι στον κεφαλόδεσμο της γυναικείας φορεσιάς των Καπουτζήδων Θεσσαλονίκης) λειτουργούν ως ρυθμικό μουσικό όργανο, συνοδεύοντας το βάδισμα και τον χορό με τον λεπτό "ασημένιο" τους ήχο.





Μεθαρμογή: ξανακούρδισμα· αλλαγή κουρδίσματος. Ο Πτολεμαίος (Αρμονικά ΙΙ, 8, I.D. 58, 29) καθορίζει έτσι τη μεθαρμογή: "εν ταις μεθαρμογαίς, όταν τον τω δια πασών οξύτερον ή βαρύτερον θελήσωμεν μεταβαλείν" (στις μεθαρμογές, δηλ. όταν θέλουμε να αντικαταστήσουμε [ν' αλλάξουμε] ένα ψηλότερο ή χαμηλότερο διαπασών). Επίσης, στην έκφραση: "εν ταις των τόνων μεθαρμογαίς", δηλ. "στα ξανακουρδίσματα των τόνων".

Μελάμπους ο Κεφαλλήν: Ονομαστός αρχαίος κιθαρωδός που, κατά τον Παυσανία (Ι'. 7,4), κέρδισε την κιθαρωδική στα Πύθια του 586 π.χ. (όταν νικητές στην αυλωδική και την αυλητική ήταν αντίστοιχα οι [[Εχέμβροτος|Εχέμβροτος]] και [[Σακάδας|Σακάδας]]).

Μελανιππίδης: (περ. 480-περ. 414)· περίφημος συνθέτης διθυράμβων από τη Μήλο (γι' αυτό επονομαζόταν και Μήλιος). Ηταν εγγονός ενός άλλου Μελανιππίδη, επίσης συνθέτη διθυράμβων (Πάρ. Χρον. στ. 47). Στον Μελανιππίδη τον νεότερο αποδίδονται από τη Σούδα πολλές καινοτομίες στη μελοποιία των διθυράμβων. Ανάμεσα σε αυτές η αναβολή ήταν μια από τις πιο σημαντικές· ο διθύραμβος τώρα έγινε μια ελεύθερη σύνθεση όπως ο νόμος χωρίς στροφές-αντιστροφές. Όπως λέει ο Αριστοτέλης (Προβλ. XIX, 15), στους νόμους οι μελωδίες ακολουθούσαν τη δράση ("και τα μέλη τη μιμήσει ηκολούθει") και "για τον ίδιο λόγο οι διθύραμβοι, αφού έγιναν μιμητικοί, δεν έχουν πια αντιστροφές, όπως είχαν πρωτύτερα". Στον Μελανιππίδη απέδιδαν ακόμα την προσθήκη της 12ης χορδής. Γενικά μπορεί να ειπωθεί πως ο Μελανιππίδης ήταν μια εξέχουσα μορφή της ομάδας των καινοτόμων του 5ου αι. π.Χ., που, ακολουθώντας το παράδειγμα του Λάσου του Ερμιονέα, απομακρύνθηκε από την παλιά μουσική παράδοση (Πλούτ. Περί μουσ. 1141C, 30). Στην κωμωδία του Φερεκράτη Χείρων, η Μουσική, προσωποποιημένη σε γυναίκα, διαμαρτύρεται στη Δικαιοσύνη για τα δεινά που υπέφερε από τις καινοτομίες του Μελανιππίδη, του Κινησία, του Φρύνη και του Τιμόθεου· για τον Μελανιππίδη λέει πως "πρώτος ήρξατο των κακών" με την εισαγωγή της 12ης χορδής. Ο Μελανιππίδης όμως εγκωμιάζεται από άλλους ως σπουδαίος καινοτόμος της τέχνης· ο φιλόσοφος Αριστόδημος, σε ερώτηση του Σωκράτη ποιόν θαύμαζε περισσότερο για την ικανότητά του, απάντησε (Ξενοφ. Απομνημονεύματα Α', 4, 3): "Επί μεν τοίνυν επών ποιήσει Όμηρον έγωγε μάλιστα τεθαύμακα, επί δε διθυράμβω Μελανιππίδην" (για την επική ποίηση θαύμασα σε μέγιστο βαθμό τον Όμηρο, ενώ για το διθύραμβο τον Μελανιππίδη). Ο Μελανιππίδης, μετά από πρόσκληση του βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα Β' (454-413 π.Χ.) πέρασε το τελευταίο μέρος της ζωής του στην αυλή του, όπου πέθανε (Σούδα)· ίσως γύρω στο 414-413 π.Χ. Από τα έργα του μόνο λίγοι στίχοι διασώθηκαν, κυρίως από τους διθυράμβους Δαναΐδες, Περσεφόνη και Μαρσύας. Βλ. Bergk PLG III, 589-592 και Anth. Lyr. 286-287, ιδιαίτερα αρ. 1-3· επίσης, Page PMG 392-396, αποσπ. 757-766.

Μελεάζω: μιλώ ή διαβάζω με κάποια μουσική διακύμανση της φωνής. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται από τον Νικόμαχο (Αρμονικής Εγχειρίδιον 2) και μπορεί να ερμηνευτεί σαν κάτι παρόμοιο μεταξύ ομιλίας και τραγουδιού, όπως το "ρετσιτατίβο παρλάντο" (recitativo parlando). Από αυτή την άποψη το μελεάζειν είναι σαφώς διαφορετικό από το λογώδες μέλος του Αριστόξενου.

Μελίγηρυς: (από το μέλι + γήρυς, φωνή)· εκείνος που τραγουδά ή ηχεί γλυκά· πολύ μελωδικός. Πλούτ. (Περί του μη χρήν έμμετρα νυν την Πυθίαν 405F): "μελιγήρεας ύμνους" (πολύ μελωδικούς ύμνους).

Μέλισμα: μέλος, μελωδία. μέλισμα λύρας ή κιθάρας· μελωδία λύρας ή κιθάρας. Συναντάται επίσης το υποκοριστικό μελισμάτιον, μικρή μελωδία, σύντομη μελωδία. Άλλη λέξη για το μέλισμα είναι ο μελισμός. Αλλά μελισμός ήταν και η επανάληψη της ίδιας νότας στη φωνητική μουσική (βλ. λ. κομπισμός-μελισμός). Το ρήμα μελίζω χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του τραγουδώ, εκτελώ ένα μέλος. Κατά το LSJ: κάμνω κάτι μουσικό (επίθ.)· στον Σέξτο Εμπειρικό (VI, 16): "ταύτην δε [ποιητικήν] φαίνεται κοσμείν η μουσική μελίζουσα" (η μουσική φαίνεται να τη στολίζει [την ποιητική] κάνοντάς την μελωδική, μουσική [επίθ.]). Επίσης, στη μέση μελίζεσθαι. Πρβ. Πλάτων ο κωμικός (Kock CAF Ι, 620, απόσπ. 69), και λ. καρικόν μέλος.

Μελογραφία: σύνθεση μέλους (τραγουδιού)· και μελοποιία (Δημ.). Επίσης, καταγραφή ενός μέλους. Μελογράφος=μελοποιός, συνθέτης τραγουδιών. Πρβ. Η. Ι. Marrou, "Melographia", AC 15, 1946, 289 κε.

Μελοποιία: σύνθεση μέλους, μελωδίας. Ο Αριστείδης (Mb 28) καθορίζει έτσι τη μελοποιία: "μελοποιΐα δε εστι δύναμις κατασκευαστική μέλους" (μελοποιία είναι η δύναμη που δημιουργεί τη μελωδία). Σύμφωνα και με τον Κλεονείδη (Εισαγ. 14) σκοπός της μελοποιίας είναι να εκλέγει και να χρησιμοποιεί με κατάλληλο τρόπο τα στοιχεία της αρμονικής· (τα μέρη της αρμονικής είναι τα ακόλουθα επτά: οι φθόγγοι, τα διαστήματα, τα γένη, τα συστήματα, οι τόνοι, η μετατροπία και η μελοποιία η ίδια). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τέσσερις τρόπους: την αγωγή, την πλοκή, την πεττεία και την τονή, που εξετάζονται χωριστά το καθένα. Τα μέρη της μελοποιίας είναι, σύμφωνα με τον Αριστείδη (σ. 29), τα ακόλουθα τρία: (1) η λήψις, "με την οποία ο συνθέτης ("o μουσικός" καθώς γράφει) διαλέγει την περιοχή της φωνής, που θα χρησιμοποιηθεί στο σύστημα"· (2) η μίξις, με την οποία προσαρμόζει και δένει μαζί τους ήχους, την περιοχή της φωνής, τα γένη της μελωδίας ή τα συστήματα· (3) η χρήσις (εφαρμογή), που είναι η τελειοποίηση της μελωδίας. Ο Αριστείδης (σ. 30) καθορίζει και τρία στιλ (τρόπους) της μελοποιίας: το διθυραμβικό, το νομικό και το τραγικό ("τρόποι δε μελοποιΐας γένει μεν τρεις· διθυραμβικός, νομικός, τραγικός"). Οι διάφορες μελοποιίες διαφέρουν μεταξύ τους, πάντα κατά τον Αριστείδη: (α) ως προς το γένος ("γένει"), διατονικό, χρωματικό, εναρμόνιο· (β) ως προς το σύστημα ("συστήματι"), ως υπατοειδές, μεσοειδές, νητοειδές· (γ) ως προς τον τόνο ("τόνω"), ως δωρικός, φρυγικός· (δ) ως προς τον τρόπο ("τρόπω"), νομικός, διθυραμβικός, τραγικός· (ε) ως προς το ήθος ("ήθει"), "όπως λέμε, το συσταλτικό, με το οποίο εκφράζουμε οδυνηρά αισθήματα, το διασταλτικό (ή διαστατικό), με το οποίο προτρέπουμε (παρακινούμε) σε υψηλά αισθήματα και το μεσαίο, με το οποίο οδηγούμε την ψυχή σε γαλήνη". Βλ. και στον Κλεον. Εισαγ. 13.

Μελοποιώ: συνθέτω μέλη (μουσική)· βάζω ποιήματα σε μουσική· γράφω λυρικά ποιήματα· εκφράζομαι μέσο της μελωδίας ή του τραγουδιού. Πλούτ. (Περί μουσ. 1134Α, 8): "εν αρχή γαρ ελεγεία μεμελοποιημένα οι αύλωδοί ήδον· τούτο δε δηλοί η των Παναθηναίων γραφή η περί του μουσικού αγώνος" (στην αρχή οι αυλωδοί τραγουδούσαν ελεγεία, που είχαν μελοποιηθεί [όπως λέμε και σήμερα]· όπως φαίνεται στο αρχείο του μουσικού αγώνα των Παναθηναίων). Μελοποιός· ο συνθέτης μελών (μουσικής)· δημιουργός μελωδιών· λυρικός ποιητής.

Μέλος: γενικά, μέλος, τμήμα. Στη μουσική, χορικό ή λυρικό τραγούδι· μελωδία γενικά. Στη φωνητική μουσική αποτελείται από τρία στοιχεία: τους φθόγγους, το ρυθμό και τα λόγια. Ο Ανώνυμος (Bell. 46, 29) ονομάζει τέλειον μέλος εκείνο που αποτελείται από λόγια, μελωδία και ρυθμό" ("τέλειον δε μέλος εστί το συγκείμενον εκ τε λέξεως και μέλους και ρυθμού"). Η χρησιμοποίηση από τον Ανώνυμο της λέξης "μέλος" αντί φθόγγου (ή αρμονίας) είναι χαρακτηριστική και δείχνει τη χρήση του όρου "μέλος" στη σημασία εναλλαγής φθόγγων. Ο Πλάτων (Πολιτεία Γ', 398D) καθορίζει τα συστατικά μέρη ή στοιχεία του μέλους ως εξής: "το μέλος έχει τρία στοιχεία, τις λέξεις, τη μελωδία και το ρυθμό" ("λόγος, αρμονία, ρυθμός"). Ο Βακχείος (Εισ. 78) καθορίζει το μέλος ως: "το εκ φθόγγων και διαστημάτων και χρόνων συγκείμενον" (το αποτελούμενο από νότες και διαστήματα και χρόνους [διάρκειες]). Έτσι, το μέλος είναι επίσης συνώνυμο της μελωδίας σε μια γενική σημασία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην οργανική μουσική, όπου δεν υπάρχουν λόγια. Ο Σώπατρος λέει (Αθήν. Δ', 176A, 78): "και το μόναυλον μέλος ήχησε" (και ήχησε τη μελωδία με το μόναυλο). μουσικόν μέλος σήμαινε τη φωνητική μελωδία σε αντιδιαστολή προς το "οργανικό μέλος". Βλ. τα λ. ηρμοσμένος και λογώδες μέλος.

Μελουργώ: συνθέτω μέλη (μουσική)· συνών. του μελοποιώ. Μελούργημα· τραγούδι, μελωδία· συνών. του μελώδημα. Επίσης, μελουργία, που είναι νεότερο. Μελουργός· συνθέτης μελών· μελοποιός.

Μέλπω: τραγουδώ· υμνώ με τραγούδι και χορό· δοξάζω (ή γιορτάζω) με τραγούδι. Ησ.: "μέλπει· άδει, υμνεί". Ο Φιλόχορος λέει ότι οι αρχαίοι "όταν χύνουν σπονδές... στον Απόλλωνα γιορτάζουν (δοξάζουν ή υμνούν) με ησυχία και τάξη" ("...τον δ' Απόλλωνα μεθ' ησυχίας και τάξεως μέλποντες"). μεσ. μέλπομαι· ψυχαγωγούμαι· τραγουδώ με συνοδεία λύρας ή κιθάρας. Όμηρ. (Οδύσ. δ 17): "μετά δε σφιν εμέλπετο θείος αοιδός, φορμίζων" (και ανάμεσά τους θείος αοιδός τραγουδούσε με συνοδεία φόρμιγγας). μελπωδός· τραγουδιστής· εκείνος που υμνεί με τραγούδι. (Ησ. : "μελπώδιοι".)

Μελύδριον: υποκοριστικό του μέλος· μικρό τραγούδι (ή ωδή).

Μελώδημα: τραγούδι, μελωδία (από το μελωδώ, μελοποιώ, επίσης τραγουδώ, εκτελώ τραγούδι). Η έκφραση "τα μελωδούμενα" σήμαινε μελωδικά· καθετί που τραγουδιέται και κατ' επέκταση καθετί εκτελούμενο στη μουσική.

Μελωδία: τραγούδι, μελωδία· επίσης, η πράξη του τραγουδήματος. Πλάτων (Νόμοι 935Ε): "ποιητή... μελωδίας". Αριστόξενος (Αρμον. Ι, 27): "Φαίνεται δε τοιαύτη τις φύσις είναι του συνεχούς εν τη μελωδία, οία και εν τη λέξει, περί την γραμμάτων σύνθεσιν" (Φαίνεται ότι η συνέχεια στη μελωδία αντιστοιχεί στη φύση της προς τη συνέχεια στην ομιλία κατά τη σύνθεση των γραμμάτων). Σε μια πιο γενική σημασία μελωδία σήμαινε μουσική. Ο όρος μελωδίας τάξις σήμαινε την τάξη (τη σειρά) των ήχων στη μελωδία· χρησιμοποιήθηκε από τον Αριστόξενο (ΙΙ, 38, 12-13 Mb).

μελωδικός όπως και σε μας, μελωδικός, μουσικός (επίθ.)· μελωδική κίνησις=μουσική κίνηση της φωνής (βλ. λ. κίνησις).

Μελωδός; τραγουδιστής· ο εκτελεστής τραγουδιών ή μελών. Η λέξη χρησιμοποιείται και με τη σημασία του μελοποιός· ο συνθέτης, ο λυρικός ποιητής. Μελωδός ως επίθετο σήμαινε: μελωδικός, μουσικός (επίθετο). Πολυδ. (IV, 64): "Αριστοφάνης δε, μελωδός και προσωδός είρηκε" (ο Αριστοφάνης είπε μελωδός και προσωδός). Πρβ. Kock CAF Ι, 580 και 583, αποσπ. 814, 844.

Μέση: η κεντρική νότα του επτάχορδου συστήματος και η αντίστοιχη χορδή της λύρας ή της κιθάρας: Στο οκτάχορδο σύστημα ήταν η πρώτη νότα του δεύτερου (χαμηλότερου) τετράχορδου ή η ψηλότερη νότα του πρώτου τετράχορδου παρμένου από κάτω προς τα πάνω: Το τετράχορδο που αρχίζει (σε κατιούσα μορφή) με τη μέση: la - sol - fa - mi ή που καταλήγει στη μέση, όταν ανεβαίνει, mi - fa - sol - la, λεγόταν τετράχορδο μέσων. Η μέση κρατούσε το όνομά της και στα Τέλεια Συστήματα, στα οποία δεν ήταν πάντα η κεντρική νότα (στο Σύστημα Τέλειον Μείζον ήταν όμως η κεντρική νότα). Στην αρμονία των σφαιρών μέση ήταν εκείνη που αντιστοιχούσε προς τον Ήλιο.

Μεσοειδής: τόπος· η μεσαία περιοχή της φωνής· η περιοχή της μέσης. Ο Αριστείδης λέει ότι από τους τρεις τρόπους (στιλ) της μελοποιίας ο διθυραμβικός ήταν μεσοειδής (Περί μουσ. Mb 30, R.P.W.-I. 30). Πρβ. λ. μελοποιΐα.

Μεσόκοπος: αυλός· αυλός με μέσο μέγεθος. Ο μουσικός Αλκείδης, μιλώντας προς έναν άλλο δειπνοσοφιστή, τον Ουλπιανό, λέει πως οι Αλεξανδρινοί ξέρουν, ανάμεσα σε άλλα είδη αυλών, και τους μεσόκοπους ("έτι τε μεσοκόπους"· Αθήν. Δ', 176F, 79).

Μεσομήδης: Κρητικός λυρικός ποιητής και συνθέτης του 2ου αι. μ.Χ. Έζησε κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.), ο οποίος τον είχε υπό φιλική εύνοια. Η Σούδα σ' ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα λέει ότι ο Μεσομήδης έγραψε ένα εγκώμιο για τον Αντίνοο και διάφορα άλλα μέλη. Το όνομα του Μεσομήδη έχει αναφερθεί από πολλούς μελετητές σχετικά με τη σύνθεση των τριών Ύμνων (στη Μούσα Καλλιόπη, στον Ηλιο και στη Νέμεση), που πρώτος δημοσίευσε ο Vincenzo Galilei, πατέρας του μεγάλου αστρονόμου, στο βιβλίο του Dialogo della Musica antica e della moderna (Φλωρεντία 1581, σ. 97). Στον Μεσομήδη αποδίδεται αναντίρρητα η σύνθεση του Ύμνου στη Νέμεση και, από ορισμένους, πιθανώς και του Ύμνου στον Ήλιο . Για μερικούς μελετητές ήταν ο συνθέτης και των τριών· ανάμεσα σε αυτούς ο Th. Reinach, ο οποίος υποστηρίζει την άποψη αυτή έμμεσα σε μια διάλεξή του (Conference sur la musique grecque et l' hymne a Apollon, σ. 8): "Αυτοί οι ύμνοι, λέει, διαφυλαγμένοι σε πολλά χειρόγραφα, αποδίδονται σε δύο συνθέτες, τον Διονύσιο, του οποίου η ύπαρξη αμφισβητείται σήμερα, και τον Μεσομήδη, που είχε αρκετά μεγάλη φήμη". Στο βιβλίο του La mus. gr. (σσ. 196, 199) ο Reinach αποδίδει στον Μεσομήδη μόνο τους δύο τελευταίους. Βλ. γι' αυτό το θέμα στο λήμμα λείψανα ελληνικής μουσικής (αρ. 8-10), όπου συζητείται αρκετά λεπτομερειακά. Επίσης, W. Vetter, στην Pauly RE τόμ. 29, στ. 1103. Konstantin Horna, Die Hymnen des Mesomedes (Βιέννη και Λιψία 1928· Akad. der Wissenschaften in Wien, Band 207, Abh. 1· σχ. 8ο, σσ. 40). Guido Martelotti, Mesomede (Ρώμη 1929· Scuola di Filologia Classica dell' Universita di Roma· 8o, σσ. 47).

Μεσόπυκνοι: Η μία από τις 3 διαιρέσεις των κινούμενων φθόγγων της αρχαίας ελλ. μουσικής. Οι μεσόπυκνοι φθόγγοι ήταν 5, οι 2 παρυπάτες και οι 3 τρίτες: "παρυπάτη υπάτων" (Νη της Mέσης, ντο΄), "παρυπάτη μέσων" (Γα της Mέσης, φα΄), "τρίτη συνημμένων" (Ζω της Nήτης με ύφεση, σι΄ ύφεση), "τρίτη διεζευγμένων" (Νη της Nήτης, ντο΄΄) και "τρίτη υπερβολαίων" (Γα της Nήτης, φα΄΄).

Μέσος: μέσοι ήταν οι φθόγγοι (ή οι χορδές) που βρίσκονταν ανάμεσα στα δύο άκρα ενός τετράχορδου ή συστήματος. Οι μέσοι φθόγγοι του τετράχορδου ήταν κινητοί ("κινούμενοι"), δηλ. άλλαζαν, ανάλογα με το γένος και το είδος του τετράχορδου.

Μεταβολή: μετατροπία. Το έκτο μέρος της αρμονικής (βλ. λ. αρμονική). Μεταβολή ήταν η αλλαγή που γινόταν κατά τη διάρκεια μιας μελωδίας, ως προς το γένος, το σύστημα, τον τόπο, το ήθος κτλ. Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 1, C.v. J. 180, Mb 2) δίνει τον ακόλουθο ορισμό: "μεταβολή δε εστιν ομοίου τινός εις ανόμοιον τόπον μετάθεσις" (μεταβολή είναι η αλλαγή από έναν όμοιο σ' έναν ανόμοιο τόπο [περιοχή]).Ο Αριστείδης Κοϊντιλιανός (Περί μουσ. Mb 24) καθορίζει τη μεταβολή ως εξής: "αλλοίωσις του υποκειμένου συστήματος και του της φωνής χαρακτήρος" (αλλαγή του υπάρχοντος συστήματος και του χαρακτήρα της φωνής). Ο Βακχείος (Εισαγ. 50-57) απαριθμεί επτά είδη μεταβολής, τα ακόλουθα: 1. συστηματική: "όταν, από το σύστημα που υπάρχει, η μελωδία κινείται σε άλλο σύστημα, εγκαθιστώντας άλλη μέση"· 2. γενική, ως προς το γένος: "όταν γίνεται αλλαγή από ένα σε άλλο γένος, λ.χ. από εναρμόνιο σε χρωματικό"· 3. κατά τρόπον: "όταν μια αλλαγή γίνεται λ.χ. από το λυδικό στο φρυγικό ή προς οποιονδήποτε από τους άλλους"· 4. κατά ήθος: "όταν αλλάζει από ταπεινό ήθος σε μεγαλοπρεπές ή από ήσυχο και συνετό σε διεγερτικό"· 5. κατά ρυθμόν: "όταν από χορείο αλλάζει σε δάκτυλο ή οποιονδήποτε άλλο [πόδα]"· 6. κατά ρυθμού αγωγήν: "όταν ο ρυθμός αντί να αρχίζει από άρση αλλάζει σε θέση"· 7. κατά ρυθμοποιΐας θέσιν: "όταν το όλο σύστημα προχωρεί με 'μονοποδία' (απλούς πόδες) ή με 'διποδία' (συζυγία)". Ο Ανώνυμος (εκδ. Bell. 31-32, 27) αναγνωρίζει τέσσερα είδη μεταβολής των τόνων, ως προς το γένος, το ήθος, την περιοχή και το ρυθμό. Ο Κλεονείδης επίσης αναγνωρίζει τέσσερις τρόπους μεταβολής, αλλά όχι ακριβώς τους ίδιους: ως προς το γένος, το σύστημα, τον τόνο και τη μελοποιία (σσ. 20-21 Mb, 204-206 C.v. J.). Κατ' αυτόν η μεταβολή ως προς το σύστημα γίνεται όταν μια αλλαγή είναι από σύζευξη σε διάζευξη ή αντίθετα (δηλ. από το Σύστημα Τέλειον Έλασσον στο Σύστημα Τέλειον Μείζον ή αντίθετα). Ως προς τον τόνο, όταν από τον δωρικό τόνο γίνει αλλαγή στον φρυγικό ή γενικά από έναν οποιονδήποτε από τους 13 τόνους σ' έναν από τους υπόλοιπους. Μεταβολή στη μελοποιία γίνεται όταν από διασταλτικό [ήθος] γίνει αλλαγή προς το συσταλτικό ή ησυχαστικό. H μετατροπία ήταν άγνωστη στην αρχαϊκή τέχνη· στους κιθαρωδικούς νόμους καμιά αλλαγή δεν επιτρεπόταν. Ο Πλούταρχος λέει πως "η κιθαρωδία του τερπάνδρειου ύφους (στιλ) ήταν τελείως απλή ως την εποχή του Φρύνι (5ος αι.-π.Χ.)· γιατί στην παλιά εκείνη εποχή δεν επιτρεπόταν η σύνθεση κιθαρωδιών όπως σήμερα, ούτε αλλαγή στις αρμονίες και στους ρυθμούς κατά βούληση. Γιατί σε κάθε νόμο κρατούσαν το κατάλληλο διαπασών· γι' αυτό το λόγο ονομάστηκαν νόμοι" (Περί μουσ. 1133B-G, 6). Ο τριμερής (ή τριμελής) νόμος, που δημιουργήθηκε γύρω στις αρχές ή τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. από τον Σακάδα, είναι ένα από τα πρώτα παραδείγματα μετατροπίας. Από την εποχή του Λάσου του Ερμιονέα (γ. περ. 548 π.Χ.) και κατόπι η μετατροπία έγινε σιγά σιγά πιο συχνή. Βλ. W. Vetter, "Metabole", Pauly RE τόμ. 30, στ. 1313-1316.

Μετάβολος: μετατροπικός. μετάβολον σύστημα· μετατροπικό σύστημα σε αντίθεση προς το απλούν (μη μετατροπικό) σύστημα. Βλ. λ. [[απλούν]] και μεταβολή.

Μετακατατροπά: το τέταρτο μέρος του κιθαρωδικού νόμου (βλ. λ. κιθαρωδία).

Μεταρχά: το δεύτερο μέρος του κιθαρωδικού νόμου (βλ. λ. κιθαρωδία).

Μέτελλος ο Ακραγαντίνος: μουσικός του 5ου αι. π.Χ.· αναφέρεται από τον Αριστόξενο ως ένας από τους δασκάλους του Πλάτωνα (Πλούτ. Περί μουσ. 1136F, 17). Το όνομά του αναφέρεται επίσης από τον Πλούταρχο (στα Πολιτικά παραγγέλματα 806D). Τα ονόματα Μέγυλλος ή Μέγιλλος ή Μέταλλος εμφανίζονται, σε διάφορες εκδόσεις του Περί μουσικής (του Πλουτάρχου).

Μετρική: η επιστήμη του μέτρου· πρέπει να ξεχωρίζεται από τη ρυθμική, που έχει πλαίσια γενικότερα και πλατύτερα. Πρβ. τα λ. μέτρον και ρυθμοποιία.

Μέτρον: (α) Κατά τον Αριστείδη (Περί μουσ. Mb 49) μέτρον είναι ένα σύστημα ποδών συνθεμένο από ανόμοιες συλλαβές σε συμμετρικό μήκος. Διαφέρει από το ρυθμό ως μέρος (ή συστατικά μέρη) προς σύνολο. Παράγει τη λέξη από το ρήμα μείρω, που σημαίνει διαιρώ, και αναγνωρίζει εννιά μέτρα ως απλά: το δακτυλικό, το αναπαιστικό, το ιαμβικό, το τροχαϊκό, το χοριαμβικό, το αντισπαστικό, δύο ιωνικά και το παιονικό (βλ. λ. πους). Τα μέτρα που έχουν τον τελευταίο τους πόδα πλήρη ονομάζονται ακατάληκτα ή ολόκληρα· εκείνα των οποίων ο τελευταίος πόδας είναι ασυμπλήρωτος (δεν είναι πλήρης) ονομάζονται καταληκτικά. Στη δεύτερη περίπτωση η συλλαβή που λείπει αντικαθίσταται από ένα λείμμα (Λ· βλ. λ. και παρασημαντική). (β) Τον όρο μέτρον συναντούμε και με τη σημασία του ποσού, μέτρου των διαστημάτων, παρμένου ως μιας μονάδας. Ο Αριστόξενος γράφει (Αρμον. Στοιχ. ΙΙ, 50, 31 Mb): "το δε λοιπόν [του πυκνού] δύο μέτροις μετρείται" (το υπόλοιπο [το συμπλήρωμα του πυκνού] μετριέται με δύο ποσά [δύο μέτρα]). (γ) Στην ορχηστική κάθε βήμα λεγόταν μέτρο, μια κίνηση του χορευτή, που γίνεται σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής. Βιβλιογραφία: R. Westphal, Scriptores Metrici Graeci, τόμ. Ι, Λιψία 1966· Ηφαιστίωνος, Εγχειρίδιον περί μέτρων, σσ. 3-77· Λογγίνου του Φιλοσόφου, Προλεγόμενα εις το του Ηφαιστίωνος Εγχειρίδιον, σσ. 81-94 και Schol. σσ. 95-226. Wilamowitz-Mollendorf, Griechische Verkunst, Βερολίνο 1921. W. Ι. W. Koster, Traite de metrique grecque, 3η έκδ., Leyden 1962 Paul Maas, Greek Metre, μτφρ. Hugh Lloyd-Jones, Οξφόρδη 1962. Amy M. Dale, The Lyric Metres of Greek Drama 2, Cambridge 1968.

Μήνες: είδος χορού που αναφέρεται από τον Πολυδεύκη (IV, 104) ότι πήρε το όνομά του από τον επινοητή του, ένα μαχητή ή αθλητή που λεγόταν Μην: "επώνυμον δ' ήν του ευρόντος αθλητού". Η λέξη δεν εμφανίζεται αλλού.

Μηνίαμβος: (συνήθως στον πληθ., μηνίαμβοι)· κιθαριστήριος νόμος (σόλο κιθάρας με συνοδεία αυλού). Πολυδεύκης (IV, 83): "και μηνίαμβοι τε και παριαμβίδες, νόμοι κιθαριστήριοι" (και οι μηνίαμβοι και οι παριαμβίδες [ήταν] νόμοι για σόλο κιθάρα με συνοδεία αυλού). Βλ. τα λ. έναυλος κιθάρισις και παριαμβίς.

Μητρώα: έτσι ονομάζονταν τραγούδια, που εκτελούνταν προς τιμήν της μεγάλης θεάς Κυβέλης. Τα τραγούδια αυτά είχαν πολύ παλιά παράδοση, που φτάνει ως τα μυθολογικά χρόνια· η προέλευσή τους συνδεόταν με τους φρυγικούς νόμους, που εφεύραν ο Ύαγνις, ο Μαρσύας και ο Όλυμπος. Ο Πλούταρχος στο Περί μουσ. (1141Β, 29) λέει πως ο Όλυμπος (ο πρεσβύτερος) ανακάλυψε, ανάμεσα σε άλλα, τον χορείο (=μετρικός πους αποτελούμενος από τρεις βραχείες συλλαβές), που χρησιμοποιούνταν πλατιά στα μητρώα μέλη. (β) μητρώον αύλημα· σόλο αυλού προς τιμή της Κυβέλης. Υπήρξαν διάφορες παραδόσεις σχετικά με την εφεύρεσή του. Στο Πάριο Χρονικό (στ. 10) λέγεται πως ο Ύαγνις πρώτος έπαιξε στον αυλό "άλλους νόμους της Μητέρας [Κυβέλης· Μητρώα]". Ο Παυσανίας (Ι', 30, 9) από την άλλη λέει: "εθέλουσι δε και εύρημα είναι του Μαρσύα το Μητρώον αύλημα" (πιστεύεται πως το μητρώο αύλημα ήταν εφεύρεση του Μαρσύα). Ο Δούρις (στον Αθήναιο, ΙΔ', 618G, 9) αναφέρει ότι "κάποιος Σειρίτης, ένας Λίβυς από τη νομαδική φυλή, ήταν ο πρώτος που έπαιξε τα μητρώα στον αυλό". (γ) Μητρώον· ο ναός της Κυβέλης. Και μητρώα, επίσης, τα μυστήρια· ο εορτασμός, η λατρεία της Κυβέλης. Πρβ. Πλούτ. Περί του μη χρήν έμμετρα νυν την Πυθίαν 407 C. Σημείωση: Η λ. μητρώος προέρχεται από το μήτηρ και σήμαινε "της μητέρας".

Μίδας: (6ος προς 5ο αι. π.Χ.)· φημισμένος αυλητής από τον Ακράγαντα. Έλαβε μέρος και κέρδισε το πρώτο βραβείο στην αυλητική στα 24α και 25α Πύθια· επίσης στα Παναθήναια. Ο Πίνδαρος έγραψε γι' αυτόν τον δωδέκατο Πυθιόνικό του ("Μίδα αυλητή Ακραγαντίνω"). Υπάρχει ένα ανέκδοτο, σύμφωνα με το οποίο του συνέβη ένα σπάνιο ατύχημα με το επιστόμιό του σε κάποιο διαγωνισμό. Λέγεται ότι, καθώς έπαιζε, το επιστόμιο γλίστρησε έξω και κόλλησε στον ουρανίσκο του. Ο Μίδας συνέχισε να παίζει κατά τον τρόπο μιας σύριγγας. Το κοινό, έκπληκτο από τον τόνο, γοητεύτηκε, και ο Μίδας κέρδισε το βραβείο. Πρβ. Drachmann Schol Pind. Carm. ΙΙ, 263-264.

Μικτός: (α) μικτόν σύστημα· το σύστημα στο οποίο και τα δύο τετράχορδα, συνημμένων και διεζευγμένων, συνδυάζονται. Ο Αριστόξενος (Αρμον. Ι, 17, 26 Mb): "παν γαρ σύστημα, από τινος μεγέθους αρξάμενον, ή συνημμένον ή διεζευγμένον ή μικτόν, εξ αμφοτέρων γίγνεται" (κάθε σύστημα οποιασδήποτε έκτασης γίνεται ή συνημμένον ή διεζευγμένον ή συνδυάζει και τα δύο). (β) μικτόν μέλος· το μέλος στο οποίο δύο ή τρία γένη αναμιγνύονταν. Ονομαζόταν και "κοινόν" σε αύτα τα γένη. Σχετικά, ο Αριστόξενος γράφει (Αρμον. ΙΙ, 44, 26 Mb): "πάν μέλος έσται, ήτοι διάτονον, ή χρωματικόν, ή εναρμόνιον, ή μικτόν εκ τούτων ή κοινόν τούτων"· (κάθε μελωδία [μέλος] πρέπει να είναι ή διατονική, ή χρωματική, ή εναρμόνια, ή μεικτή από αυτά ή κοινή σε αυτά [τα γένη]). Πρβ. και Κλεον. Εισ. 6.

Μίμαυλος; μίμος συνοδευόμενος από αυλό· "Κλέων ο μίμαυλος" (Αθήν. Ι', 452F). Ησ.: "μιμαυλείν· ειμί μίμαυλος".

Μιμητική: Εκτός από τη γενική έννοια του όρου (ως "τέχνη της μίμησης") υπάρχει (κατά τον Πολυδεύκη) και μια ειδική: ένας ομώνυμος χορός κατά τον οποίο οι χορευτές απομιμούνταν εκείνους που τους έπιαναν "επ' α?τοφόρ?" να κλέβουν.

Μίμνερμος: (περ. 629 π.Χ.-;) από τον Κολοφώνα ή τη Σμύρνη. Ελεγειακός ποιητής και μουσικός, γνωστός και ως έξοχος αυλητής. Κατά τον ιαμβικό ποιητή Ιππώνακτα (Πλούτ. 1133F, 8), ο Μίμνερμος ήταν εκτελεστής του αυλητικού νόμου κραδία (βλ. λ. κραδίας νόμος), πράγμα μάλλον αμφισβητούμενο. Ο Μίμνερμος επονομάστηκε Λιγυαστάδης για τη μελωδικότητα και τη γλυκύτητα της εκτέλεσής του ("εμμελές και λιγύ"). Ηταν σύγχρονος και στενός φίλος του Αθηναίου νομοθέτη και σοφού Σόλωνα. Ο Σόλων πρώτος εισήγαγε τη διδασκαλία της μουσικής στην παιδεία των Αθηνών κατά τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Ο Μίμνερμος ήταν ο δημιουργός της ερωτικής ελεγείας, ένας χαριτωμένος τραγουδιστής για τις χαρές της νεότητας· το στιλ του έγινε περίφημο για τη γλυκύτητα και τον μελαγχολικό του χαρακτήρα. Βλ. Bergk PLG ΙΙ, 25-33 και Anth. Lyr. 30-34.

Μινυρισμός: τραγούδημα (ή κλάψιμο) με χαμηλή (ή ήσυχη) φωνή. μινύρισμα· κλαψούρισμα· επίσης, ήσυχη, γλυκιά μελωδία. Σέξτος Εμπειρ. (VI, 32): "νήπια γουν εμμελούς μινυρίσματος κατακούοντα κοιμίζεται" (τα νήπια, βέβαια, νανουρίζονται ακούοντας μια γλυκιά, ευγενική μελωδία)· μινυρός· που παραπονείται ή κλαίει (ή τραγουδά) χαμηλόφωνα (βλ. λ. Λάμπρος). μινυρίζω· τραγουδώ χαμηλόφωνα· θρηνώ με ήσυχη και σιγανή φωνή· τραγουδώ με παραπονετικό τρόπο· σιγοψιθυρίζω (υποτονθορίζω) μια μελωδία. αναμινυρίζω· ξανατραγουδώ χαμηλόφωνα· ο Πρωταγορίδης ο Κιζυκηνός (Αθήν. Δ', 176Β, 78) λέει: "τω τε ηδεί μοναύλω τας ηδίστας αρμονίας αναμινυρίζει" (και στον γλυκό μόναυλο ξαναπαίζει σιγανά τις γλυκύτατες αρμονίες). βλ. αναμινυρίζω

Μίξις: ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας. Βλ. στο λ. μελοποιία και στον Αριστείδη Κοϊντιλιανό (Περί μουσικής, Mb και R.P.W.-I. 29).

Μιξολύδιος: και μιξολυδιστί αρμονία· γενικά, ως μιξολυδική αρμονία αναγνωρίζεται το οκτάχορδο si-si: si-la-sol-fa-mi-re-do-si (στο διατονικό γένος). Ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1136G-D, 16) γράφει: "Και η Μιξολύδιος δε παθητική τις έστι, τραγωδίαις αρμόζουσα" (η μιξολυδική αρμονία, χάρη στον παθητικό (ευαίσθητο) χαρακτήρα της, ταιριάζει στην τραγωδία). Κατά τον Αριστόξενο (Πλούτ. ό.π.), η Σαπφώ ήταν η δημιουργός της· από αυτήν οι τραγικοί έμαθαν να τη χρησιμοποιούν, συνδυάζοντάς την με τη δωρική, που εκφράζει το μεγαλόπρεπο και διακεκριμένο ("μεγαλοπρεπές και αξιωματικόν"). Ο Λαμπροκλής καθόρισε ότι η μιξολυδική, όπως είχε εισαχθεί από τον Πυθοκλείδη και υιοθετήθηκε από τους τραγικούς, ήταν το οκτάχορδο si-si, ενώ το της Σαπφώς ήταν sol-sol. Ο μιξολύδιος τόνος ήταν ο 3ος στη σειρά των 13 τόνων του Αριστόξενου και ο 5ος στη σειρά των 15 τόνων του νεο-αριστοξένειου συστήματος.

Μίτος: κλωστή του στημονιού· επίσης, χορδή της λύρας (Δημ., LSJ). Ο Φιλόστρατος ο νεότερος (Εικόνες, αρ. 6, Ορφεύς) γράφει: "η λαιά δε ορθοίς πλήττει τοις δακτύλοις τους μίτους" (το αριστερό χέρι χτυπά τις χορδές με όρθια δάχτυλα [κατευθείαν]). Βλ. λ. λύρα.

Μογγάς: είδος πολύ έντονου (τρελού) χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27): "μανιώδεις δ' εισίν ορχήσεις κερνοφόρος και μογγάς και θερμαστρίς" (μανιώδεις [ορμητικοί, τρελοί] χοροί είναι η κερνοφόρος, η μογγάς και η θερμαστρίς).

Μόθων: (α) είδος άσεμνου και αισχρού χορού, με πηδήματα των ποδιών ως τα οπίσθια. Πολυδ. (IV, 101): "ο δε μόθων, όρχημα φορτικόν και ναυτικόν" (και ο μόθων είναι ένας άσεμνος και ναυτικός χορός). (β) είδος αύλησης· συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα, στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών (βλ. λ. αύλησις). Σημείωση: Συναντούμε τη λέξη και στον πληθυντικό (μόθωνες)· Σούδα: "μόθωνες· είδος χορού". Μόθων σήμαινε άνθρωπο αισχρό, ανήθικο· Σούδα: "ο φορτικός και άτιμος, και είδος αισχράς και δουλοπρεπούς ορχήσεως και φορτικής".

Μολοσσική: είδος χορού, που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) σαν ένας από τους λιγότερο ζωηρούς, πιο ποικιλμένους και απλούστερους χορούς.

Μολοσσός: μετρικός πους, αποτελούμενος από τρεις μακρές συλλαβές + - - ή - + -. Μολοσσίαμβος, πους που αποτελείται από ένα μολοσσό και έναν ίαμβο, - - - U -.

Μολπή: (από το μέλπω)· τραγούδι, ωδή. Στην ομηρική γλώσσα τραγούδι ή ωδή συχνά με χορό· επίσης, ένα παιχνίδι με τραγούδι ("παίγνιον"). Σούδα: "μολπή· ωδή· παρά Ομήρω δε το παίγνιον". Μολπή σήμαινε ακόμα "ευχάριστος τόνος", λ.χ. μολπή σύριγγος, ευχάριστος τόνος σύριγγας. μολπήτις· γυναίκα που τραγουδά και χορεύει μαζί. Μολπηδόν, επίρρ.· κατά τον τρόπο μιας μολπής· όπως μια μολπή. μολπός· Ησ. : "ωδός, υμνωδός, ποιητής" (τραγουδιστής, υμνωδός, ποιητής). Στον πληθυντικό μολποί ονομαζόταν μια ομάδα τραγουδιστών· ένα σωματείο μουσικών στη Μίλητο (LSJ), στην Ιωνία (Δημ.). Επίσης, μολπικοί.

Μοναυλία: παίξιμο στον μόναυλο και κατ' επέκταση σόλο με οποιονδήποτε αυλό. Πολυδ. (IV, 82): "γίγγλαρος,.. μοναυλία πρόσφορος" (ο γίγγλαρος... κατάλληλος για εκτέλεση σόλο [στον αυλό]).

Μοναύλιον: υποκοριστικό της λ. μόναυλος· μικρός μόναυλος· μικρό όργανο [αυλός] που παίζει σόλο. (LSJ, Δημ.: είδος οργάνου πάνω στο οποίο παίζεται η μονωδία). Ποσειδώνιος (στον Αθήναιο Δ', 176C, 78): "φωτίγγια και μοναυλία, κώμων ου πολέμων όργανα" (μικροί φώτιγγες και μόναυλοι, όργανα των διασκεδάσεων όχι των πολέμων). Βλ. λ. φώτιγξ.

Μόναυλος: (α) Ο Ιόβας στο τέταρτο βιβλίο του Περί θεατρικής ιστορίας λέει ότι οι Αιγύπτιοι αποδίδανε την εφεύρεση του μόναυλου στον Όσιρι. Και ο Πολυδεύκης (IV, 75) λέει: "Μόναυλος, εύρημα μέν εστιν Αιγυπτίων, μέμνηται δε αυτού Σοφοκλής εν Θάμυρι, αυλεί δε μάλιστα τον γαμήλιον" (ο μόναυλος είναι εφεύρεση των Αιγυπτίων· τον θυμάται ο Σοφοκλής στον Θάμυρι, και παίζει προπάντων το γαμήλιο τραγούδι). (β) ο εκτελεστής του μόναυλου, ο μοναυλητής· ο Ήδυλος (Επιγράμματα, στον Αθήναιο στο ίδιο κεφ.): "τούτο Θέων ο μόναυλος υπ' ηρίον ο γλυκύς οικεί αυλητής" (κάτω από αυτό τον τάφο αναπαύεται ο γλυκός μοναυλητής Θέων). Ο μοναυλητής (ο μόναυλος) ονομαζόταν και καλαμαύλης. Βλ. W. Vetter, "Monaulos", Pauly RE τόμ. 31, στ. 74-75. Th. Reinach, "Monaule", DAGR τόμ. IX, σσ. 313-314, στο λ. Tibia.

Μονή: (από το μένω)· η παραμονή πάνω σ' ένα ύψος· κάποια εμμονή της φωνής. Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 14) καθορίζει: "τονή είναι η μονή (παραμονή πάνω σε μια βαθμίδα) πιο πολύ από ένα χρόνο σε μια εκφορά της φωνής". Ο Αριστόξενος (Ι, 12, 3): "[[[τάσις]] εστί] μονή τις και στάσις της φωνής" ([τάση είναι] κάποια παραμονή [εμμονή] και στάση της φωνής)· και ο Αριστείδης δίνει τον ίδιο ορισμό (Mb 8, R.P.W.-I. 6). Ο Βακχείος (Εισαγ. 45) καθορίζει ότι μονή γίνεται: "όταν επί του αυτού φθόγγου πλείονες λέξεις μελωδώνται" (όταν περισσότερες λέξεις τραγουδιούνται πάνω στην ίδια νότα). Βλ. λ. πεττεία.

Μονόχορδον: όπως φαίνεται από το όνομά του, ήταν ένα όργανο με μια χορδή. Μερικοί μελετητές το τοποθετούν στην οικογένεια του λαούτου, δηλ. με βραχίονα, χέρι (Th. Reinach La mus. gr. 127). To μονόχορδο χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των μαθηματικών σχέσεων των μουσικών ήχων, δηλ. ήταν ένας κανών, και συνήθως ονομαζόταν "ο Πυθαγόρειος κανών", γιατί απέδιδαν την εφεύρεσή του στον Πυθαγόρα. Ο Πολυδεύκης (IV, 60) λέει ότι το μονόχορδο ήταν αραβική εφεύρεση· εφευρέτης του οργάνου, στη μυθολογία, φέρεται ο Απόλλων, ο οποίος μάλιστα το πρόσφερε υπό μορφή αψίδας στην Αρτέμιδα (Censorinus). Ο Νικόμαχος, πάλι, γράφει πως το μονόχορδο ονομάζεται από πολλούς ("φάνδουρος", ενώ οι Πυθαγορικοί το λένε "κανόνα" (πρβ. λ. πανδούρα). Μεγάλοι μαθηματικοί, όπως ο Αρχύτας, ο Ερατοσθένης και ο Δίδυμος, εργάστηκαν τους λόγους των διαστημάτων στο μονόχορδο. : Βλ. τα λ. ελικών και κανών. Επίσης, S. Wantaloeben, Das Monochord, 1911.

Μονωδία: όπως και σήμερα, μονωδία· επίσης, θρήνος, θρηνωδία. Κυρίως το τραγούδι ενός προσώπου, αλλά κατ' επέκταση μια εκτέλεση σόλο. Ο Πλάτων (Νόμοι ς', 764D-E) δίνει καθαρά στον όρο μια γενική σημασία, όταν εισηγείται να κρίνουν τους σολίστ (εκτελεστές που διαγωνίζονται μόνοι, σε "μονωδία") άλλοι δικαστές (κριτές) και άλλοι εκείνους που διαγωνίζονται σε χορικό τραγούδι (χορωδία): "...μουσικής δε ετέρους μέν τους περί μονωδίαν τε και μιμητικήν, οίον ραψωδών και κιθαρωδών και αυλητών και πάντων των τοιούτων αθλοθέτας ετέρους πρέπον αν είη γίγνεσθαι, των δε περί χορωδίαν άλλους". μονώδιον· υποκοριστικό του μονωδία.

Μορφασμός: είδος κωμικού χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν διάφορα ζώα. Ο Πολυδεύκης (Περί ορχήσεως IV, 103) λέει: "ο δε μορφασμός παντοδαπών ζώων μίμησις ήν" (ο μορφασμός ήταν μίμηση ζώων όλων των ειδών). Στον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27) ο μορφασμός περιλαμβάνεται στους αστείους (κωμικούς) χορούς.

Μουγρινάρα: Το ηχητικό αυτό αντικείμενο είναι μια στάμνα χωρίς πάτο (Κρήτη) με το στόμιό σκεπασμένο με δέρμα κι ένα πέτσινο λουρί στερεωμένο με κόμπο ή ξυλαράκι για να πιάνει καλά στην απέξω μεριά του δέρματος. Μουγκρινάρα έφτιαχναν παλιότερα και στις Μονές του Αγίου Όρους.



Μούσα: θεότητα της μουσικής, της ποίησης, της ορχηστικής, του δράματος και, γενικά, προστάτιδα των τεχνών και των γραμμάτων. Στη δωρική διάλεκτο: μώσα, γιατί προερχόταν από το ρήμα μώ (=ζητώ, ερευνώ). Σούδα: "Μούσα· η γνώσις· από το μώ, ζητώ· επειδή απάσης παιδείας αυτή τυγχάνει αίτια". Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (Δ', 7, 4) λέει ότι ονομάστηκαν Μούσες από το "μυείν τους ανθρώπους": "τούτο δ' εστίν από του διδάσκειν τα καλά και συμφέροντα και υπό των απαιδεύτων αγνοούμενα" (από τη διδασκαλία [διδάσκειν] εκείνων των πραγμάτων που είναι καλά και ευεργετικά, και εκείνων που δεν είναι γνωστά στους αμόρφωτους ανθρώπους). Σε γενική χρήση η λέξη "μούσα" συναντάται επίσης με τη σημασία: μουσική, τραγούδι, ή τέχνες και καλλιέργεια (κουλτούρα).

Μουσαίος: 1. μυθικός ποιητής-μουσικός και αοιδός που έζησε στην Αττική· σύμφωνα με τον Αριστόξενο, καταγόταν από τη Θράκη ή την Ελευσίνα (FHG II, 23, απόσπ. 1). Σύμφωνα με ορισμένους μύθους, ήταν γιος του Εύμολπου, ενώ κατά τη Σούδα ήταν πατέρας του Εύμολπου. Ο Διογένης ο Λαέρτιος, που υποστηρίζει πως ήταν γιος του Εύμολπου, λέει ότι ο Μουσαίος "έγραψε μια "Θεογονία", όπου θεωρούσε και υποστήριζε πως όλα τα πράγματα προχωρούν από ενότητα σε ενότητα και αναλύονται πάλι σε ενότητα" (Α', Προοίμιον 3). Ο Μουσαίος πέθανε στο Φάληρο και στον τάφο του υπήρχε το επίγραμμα: Μουσαίος, στον αγαπητό του πατέρα Εύμολπο, Κοίτεται εδώ στο φαληρικό έδαφος θαμμένος. Ο Μουσαίος θεωρείται σύγχρονος του Ορφέα και αναφέρεται ως μαθητής ή διδάσκαλός του. Ο μυθογράφος Ηρόδοτος Ηρακλειώτης (περ. 400 π.Χ.), έγραψε "την ιστορία του Ορφέα και του Μουσαίου" (πρβ. Φώτ. 80, 61 Α). Στον Μουσαίο, εκτός από τη "Θεογονία", αποδίδονταν ποιήματα θρησκευτικού χαρακτήρα, διάφοροι ύμνοι, ακόμα και χρησμοί. 2. Η Σούδα αναφέρει έναν άλλο Μουσαίο, τον Θηβαίο, γιο του Θάμυρι, που ήταν συνθέτης τραγουδιών (μελοποιός) πολύ πριν από τον Τρωικό πόλεμο.

Μουσείον: ναός ή οίκος των Μουσών (Δημ., LSJ)· οίκος της μουσικής ή της ποίησης, γενικά σχολή τεχνών και γραμμάτων (Αθήν. E', 187D): "το της Ελλάδος μουσείον". Μεταφορ. "αηδόνων μουσεία"=χορός αηδονιών. Στον πληθ. Μουσεία ήταν η γιορτή (φεστιβάλ) των Μουσών. Στον Αθήναιο (ΙΔ', 629Α, 26) διαβάζουμε: "Αμφίων δε ο Θεσπιεύς εν δευτέρω περί του εν Ελικώνι Μουσείου άγεσθαί φησιν εν Ελικώνι παίδων ορχήσεις μετά σπουδής" (ο Αμφίων ο Θεσπιεύς στο δεύτερο βιβλίο του Περί του εν Ελικώνι Μουσείου λέει ότι χοροί (ορχήσεις) αγοριών γίνονται με ζήλο στον Ελικώνα).

Μούσειος: (επίθ.)· μουσικός (επίθ.)· "μούσειος κέλαδος", μουσικός ήχος. Λίθος Μοισαίος (αιολ. τύπος)· μνημείο τραγουδιού (LSJ και Δημ.).

Μουσίζω: τραγουδώ ή παίζω μουσική. Ευριπ. (Κύκλωψ 489): "άχαριν κέλαδον μουσιζόμενος" (εκτελώντας έναν άχαρο [δυσάρεστο] ήχο). Βλ. τον στ. 490 στο λ. απωδός.

Μουσικεύομαι: τραγουδώ· καλλιεργώ την κλίση προς τη μουσική (LSJ) ή καλλιεργώ το ταλέντο ενός άλλου· σπουδάζω μουσική (Δημ.). Ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς μουσικούς VI, 29) γράφει: "ο μουσικευσάμενος πλείον παρά τους ιδιώτας τέρπεται προς μουσικών ακροαμάτων" (εκείνος που σπούδασε μουσική ευχαριστιέται παρακολουθώντας μουσικές εκτελέσεις πιο πολύ από τους κοινούς ανθρώπους). Βλ. ό.π. και 35.

Μουσική: η λέξη μουσική εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 5ο αι. π.Χ. σε κείμενα που έχουν διασωθεί ως σήμερα και είναι τα ακόλουθα κατά χρονολογική σειρά: (α) Πίνδαρος, πρώτος Ολυμπιόνικος (αφιερωμένος στον Ιέρωνα, τύραννο των Συρακουσών, 477-467)· γράφτηκε το 476 π.Χ.· αντιστροφή Α', στ. 14-15 (PLG Ι, 15): "αγλαΐζεται δε και μουσικάς εν αώτω" ([ο Ιέρων] τέρπεται [στολίζεται] με το άνθος της μουσικής). (β) Πίνδαρος, Ύμνος (PLG Ι, 288, απόσπ. 9): "...του θεού άκουσε Κάδμος μουσικάν ορθάν επιδεικνυμένου" (ο Κάδμος άκουσε το θεό [Απόλλωνα] να επιδεικνύει [να εκτελεί] εξυψωτική μουσική). Βλ. και Πλούτ. Περί του μη χρήν έμμετρα νυν την Πυθίαν 6, 397Β. (γ) Ηρόδοτος, Ιστορίαι (ς', 129): "οι μνηστήρες έριν είχον αμφί τε μουσική" (οι μνηστήρες ανταγωνίζονταν στη μουσική). (δ) Θουκυδίδης, Ιστορίαι (Γ', 104): "Ότι και μουσικής αγών ήν..." (στη Δήλο). Με τον όρο μουσική οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν, για μια μακρά περίοδο, το σύνολο των πνευματικών και διανοητικών επιδόσεων, ειδικά στην τέχνη (κάθε τέχνη υπό την προστασία των Μουσών), τις καλές τέχνες και τα γράμματα, και ακόμα ιδιαίτερα τη λυρική ποίηση, δηλ. ποίηση με μουσική (μέλος). Όπως λέει ο Πλάτων (Πολιτ. Β', 376D-Ε), για ό,τι αφορούσε το σώμα ήταν η γυμναστική, ενώ για ό,τι αφορούσε την ψυχή ήταν η μουσική ("Έστι δε που η μεν επί σώματι γυμναστική, η δ' επί ψυχή μουσική"). Ο όρος μουσική, με τη σημασία που δίνουμε σ' αυτόν σήμερα, ως ανεξάρτητη τέχνη χωρισμένη από την ποίηση, γενικεύτηκε τον 4ο αι. π.Χ. Πριν από την εποχή αυτή κανένας ειδικός όρος για τη μουσική δε χρησιμοποιούνταν. Για την οργανική μουσική συναντούμε τους όρους κρούματα, αύλησις, κιθάρισις κτλ. Επίσης, στη θέση του όρου μουσικός συναντούμε τους όρους αυλητής, κιθαριστής κτλ. Τον 5ο αι. π.Χ. η μουσική εξελίχτηκε σταθερά ως ανεξάρτητη τέχνη· η κατασκευή και η τεχνική του αυλού και της λύρας-κιθάρας είχαν προοδεύσει σημαντικά (βλ. λ. αυλοποιία και λύρα). Αξιόλογοι εκτελεστές και καινοτόμοι εμφανίστηκαν σε αυτόν τον αιώνα και η μελέτη της θεωρίας της μουσικής πήρε την επιστημονική της βάση. Ο πρώτος που επιχείρησε μια κατάταξη των κλάδων της μουσικής παιδείας ήταν, πιθανόν, ο Λάσος ο Ερμιονέας τον 6ο αι. π.Χ. Ο Λάσος διαίρεσε τη μουσική σε τρία μέρη: το τεχνικό (υλικόν), το πρακτικό (πρακτικόν) και το εκτελεστικό (εξαγγελτικόν)· το καθένα από αυτά χωριζόταν σε τρεις υποδιαιρέσεις (πρβ. Gev. Ι, 69-70). Πολλοί άλλοι επιχείρησαν μια κατάταξη όλων των κλάδων της μουσικής και έδωσαν έναν ορισμό της. Δύο από τους ορισμούς αυτούς είναι οι ακόλουθοι: (α) Αριστείδης Κοϊντιλιανός (Περί μουσικής, Mb 6, R.P.W.-I. 4): "Μουσική εστιν επιστήμη μέλους και των περί μέλος συμβαινόντων" (Μουσική είναι η επιστήμη του μέλους και όλων όσα σχετίζονται με αυτό). (β) Ανώνυμος (Bellermann, 29, 46): "Μουσική εστιν επιστήμη, θεωρητική και πρακτική, μέλους τελείου τε και οργανικού" (Μουσική είναι επιστήμη, θεωρητική και πρακτική, του τέλειου [δηλ. φωνητικού] και του οργανικού μέλους). Ο Αλύπιος αναγνωρίζει τρεις κύριες επιστήμες ως κλάδους της μουσικής: την Αρμονικήν, την Ρυθμικήν και την Μετρικήν (Εισ. 1). Η πιο περιεκτική και σαφής ανάλυση έγινε από τον Αριστείδη (Περί μουσ. Mb 8, R.P.W.-I. 6). Σύμφωνα με αυτή την ανάλυση, η μουσική στην ολότητά της περιλαμβάνει δύο μέρη, ένα θεωρητικό και ένα πρακτικό. Α' Το θεωρητικό μέρος διαιρείται σε δύο τμήματα: (α) το φυσικόν και (β) το τεχνικόν. Το φυσικό περιέχει: (1) το αριθμητικόν και (2) το φυσικόν, ενώ το τεχνικό υποδιαιρείται (1) στο αρμονικόν, (2) στο ρυθμικόν και (3) στο μετρικόν. Β' Το πρακτικό μέρος, που λεγόταν και παιδευτικόν, περιλαμβάνει δύο τμήματα: (α) το χρηστικόν (που βάζει σε τάξη τα πιο πάνω στοιχεία, δηλ. η σύνθεση) και (β) το εκτελεστικό (εξαγγελτικόν). Το χρηστικόν περιλαμβάνει: (1) την μελοποιΐαν, (2) την ρυθμοποιΐαν και (3) την ποίησιν. Το δεύτερο τμήμα (εξαγγελτικόν) περιλαμβάνει, (1) το οργανικόν, (2) το ωδικόν και (3) το υποκριτικόν. Όσο για το πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και κατανοεί τη μουσική, υπήρχαν στην αρχαιότητα δύο κυρίως σχολές· η Πυθαγορική και η Αριστοξενική. Σύμφωνα με την πρώτη, η αντίληψη και κρίση της μουσικής γίνεται από τη διάνοια, το πνεύμα, όχι από την αίσθηση της ακοής· ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1144F, 37) λέει ότι ο σοφός Πυθαγόρας αποδοκίμαζε την κρίση της μουσικής από τις αισθήσεις ("δια της αισθήσεως")· η αρετή αυτής της τέχνης, έλεγε, είναι γιατί γίνεται αντιληπτή με τη διάνοια (το πνεύμα)· την έκρινε, επομένως, όχι με την αίσθηση της ακοής, αλλά με την αναλογική αρμονία ("τη αναλογική αρμονία"). Ο Αριστόξενος, αντίθετα, υποστήριζε μια διπλή επιστημονική αρχή· από τη μια, στηριζόταν στην αίσθηση της ακοής για την αντίληψη και κρίση του ύψους, των διαστημάτων κτλ.· από την άλλη, στη διάνοια για τη διάκριση των μηχανισμών των ήχων: "τη μεν γαρ ακοή κρίνομεν τα των διαστημάτων μεγέθη, τη δε διάνοια θεωρούμεν τας των φθόγγων δυνάμεις". (Αρμον. Στοιχ. ΙΙ, 33 Mb): Γενική βιβλιογραφία: Fr. Aug. Gevaert, Histoire et theorie de la musique de l' antiquite, τόμ. 1-2, Γάνδη 1875, 1881. Ch.-Em. Ruelle, Etudes sur l' ancienne musique grecque (Rapports litteraires), τόμ. 1-2, Παρίσι 1875, 1890. Rud. Westphal, Die Musik des griechischen Alterthums, Λιψία 1883. D. B. Monro, The Modes of Ancient Greek Music, Οξφόρδη 1894. H. Abert, Die Lehre vom Ethos in der griechischen Musik, Λιψία 1899. L. Laloy, Aristoxene de Tarente, disciple d'Aristote, et la musique de l'antiquite, Παρίσι 1904. H. Riemann, Handbuch der Musikgeschichte, Λιψία 1904, 3η έκδ. 1923. Th. Reinach, La musique grecque, Παρίσι, 1926. W. Vetter, "Musik", Pauly RE Στουτγάρδη 1933, τόμ. 31, στ. 823-876. W. Vetter, Antike Musik, Μόναχο 1935. R. P. Winnington-Ingram, Mode in Ancient Greek Music, Cambridge 1936. O. Gombosi, Tonarten und Stimmungen der antiken Musik, Κοπεγχάγη 1939. G. Reese, Music in the Middle Ages, Ν. Υόρκη 1940, σσ. 11-51. K. Sachs, The History of Musical Instruments, Ν. Υόρκη 1940 - Λονδίνο 1942, σσ. 128-150. Ο. Tiby, La musica in Grecia e a Roma, Φλωρεντία 1942. Κ. Sachs, The Rise of Music in the Ancient World, East and West, Ν. Υόρκη 1943, σσ. 197-271 και 277-284. Thr. G. Georgiades, Der griechische Rhythmus, Musik, Reigen, Vers und Sprache, Αμβούργο 1949. J. E. Mountford και R. P. Winnington-Ingram, "Music", Oxford Classical Dictionary, 1949, σσ. 584-591. Μ. Wegner, Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949. M. Wegner, Die Musikinstrumente des alten Orients, Munster 1950. H. I. Marrou, Histoire de l'education dans l'antiquite, 2η εκδ., Παρίσι 1950. Fr. Behn, Musikleben im Altertum und fruhen Mittelalter, Στουτγάρδη 1954. R. P. Winnington-Ingram, "Ancient Greek Music", Grove's Dictionary of Music and Musicians, 5η εκδ., Λονδίνο 1954, τόμ. III, σσ. 770-781. W. Vetter, "Antike Musik", Die Musik in Geschichte und Gegenwart, Kassel 1956, τόμ. V, στ. 840-865. M. Wegner, "Griechische Instrumente und Musikbrauche", Die Musik in Geschichte und Gegenwart, Kassel 1956, τόμ. V, στ. 865-881. Ingemar During, "Greek Music: Its Fundamental Features and its Significance", Journal of World History 3 (1956), 302-329. I. Henderson, "Ancient Greek Music", New Oxford History of Music, Λονδίνο 1957, τόμ. Ι, σσ. 336-403. Thr. G. Georgiades, Musik und Rhythmus bei den Griechen, Αμβούργο 1958. R. P. Winnington-Ingram, "Ancient Greek Music - A Bibliography, 1932-1957", Lustrum, τόμ. 3, 1958, σσ. 5-57. Ε. Pohlmann, "Griechische Musikfragmente., ein weg zur altgriechischen Musik" (Erlanger Beitrage zur Sprach u. Kunstwissenschaft, τόμ. VIII), Νυρεμβέργη 1960. W. Vetter, Mythos-Melos-Musica, Λιψία 1961 (ιδιαίτ. σσ. 431-500). Η. Koller, Musik und Dichtung im alten Griechenland, Βέρνη-Μόναχο 1963. Martin Vogel, Enharmonik der Griechen, τόμοι 3 και 4, ORPHEUS Schriftenreihe zu Grundfragen der Musik, Dusseldorf 1963. Ed. A. Lippman, Musical Thought in Ancient Greece, Ν. Υόρκη-Λονδίνο 1964. Μ. Wegner, Musikgeschichte in Bildern, τόμ. II, Musik des Alterthums (Griechenland), Λιψία 1966. Thr. G. Georgiades, "Griechische Musik", Riemann Musik Lexikon, Sachteil, Mainz 1967, σσ. 351-354. I. Henderson, "Greece", I-III, Harvard Dictionary of Music, Cambridge Mass. 1969, 2η έκδ., σσ. 351-354. Θρ. Γ. Γεωργιάδης, "Μουσική", στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1972, τόμ. Γ', σσ. 334-351.



Μουσικός: δωρ. τύπος μωσικός, ούσ.· ο έμπειρος, ο καλλιεργημένος στις καλές τέχνες, γενικά άνθρωπος μορφωμένος· αλλά και ο έμπειρος στην τέχνη της μουσικής, επίσης ο λυρικός ποιητής. Ο όρος μουσικός, με τη σύγχρονη σημασία, εμφανίζεται σε συνηθισμένη χρήση τον 4ο αι. π.Χ., όταν η μουσική αναπτύχθηκε σε ολότελα αυτόνομη και ανεξάρτητη τέχνη. Σε παλαιότερες εποχές οι όροι αυλητής, κιθαριστής, αοιδός κτλ. χρησιμοποιούνταν κατά την περίπτωση. Ο Αριστόξενος, που υπήρξε ο πιο διάσημος μουσικός (με τη νεότερη σημασία) στην αρχαία Ελλάδα, καθορίζει πως τα εφόδια του μουσικού είναι η γνώση όλων των σχετικών με την επιστήμη της μουσικής (Αρμον. Στοιχ. Ι, Mb 2, 4-6). Και πιο κάτω (ΙΙ, 32, 5-7) επεξηγεί: "μέρος γαρ εστιν η αρμονική πραγματεία της του μουσικού έξεως, καθάπερ ήτε ρυθμική και η μετρική και η οργανική" (η αρμονική επιστήμη είναι μέρος των εφοδίων του μουσικού, καθώς και οι επιστήμες του ρυθμού, του μέτρου και των οργάνων). Ο Ανώνυμος (Bell. 27, 12) καθορίζει επίσης: "Μουσικός δ' έστίν ο έμπειρος του τελείου μέλους και δυνάμενος επ' ακριβείας το πρέπειν τηρήσαί τε και κρίναι" (μουσικός είναι ο έμπειρος στη μελωδική σύνθεση κι εκείνος που μπορεί με ακρίβεια να παρατηρεί και να κρίνει ό,τι είναι σωστό). Πρβ. Πλάτων Πολιτ. Γ', 398Ε και 402D. Μια άλλη κατηγορία μουσικού ήταν ο εκτελεστής (τραγουδιού ή οργάνου) καθώς και ο συνθέτης. Κατά την πρώιμη αρχαιότητα ο εκτελεστής ήταν και συνθέτης και ποιητής του έργου. Πολύ σπάνια ήταν η περίπτωση του συνθέτη-εκτελεστή, που ήταν ταυτόχρονα και γνώστης της μουσικής επιστήμης, όπως υποστήριζε ο Αριστόξενος ή ο Ανώνυμος· μια τέτοια, μοναδική ίσως, περίπτωση ήταν του Λάσου του Ερμιονέα (6ος αι. π.Χ.). Άλλωστε, η θεωρία της μουσικής πήρε τις επιστημονικές της βάσεις αργότερα (βλ. λ. μουσική). Η λέξη μουσικός απαντά και ως επίθετο· Θουκυδ. (Ιστορ. Γ', 104): "και αγών εποιείτο αυτόθι [εν Δήλω] γυμναστικός και μουσικός". Ο πληθυντικός τα μουσικά (ουδ.) σήμαινε γενικά τη μουσική· επίσης, ευχάριστες μελωδίες. Σούδα: "Μουσικά" τερπνά. Τα δι' αυλών και κινύρας και τα όμοια" (Μουσικά· οι ευχάριστες [μελωδίες] που παράγονται από τους αυλούς, την κινύρα και τα παρόμοια όργανα). Το επίρρημα μουσικώς σήμαινε "σχετικά με τη μουσική", αλλά και έντεχνα (επίρρ.), με χάρη, με μελωδικότητα.Βλ. λ. μέλος (μουσικόν μέλος).

Μουσόθετος: (LSJ, Συμπλήρ.) δημιουργημένος μέσο μουσικής· "Θήβης τείχεα μουσόθετα".

Μουσοποιός: μελοποιός, λυρικός ποιητής. μουσοποιώ· γράφω λυρική ποίηση, συνθέτω λυρικά τραγούδια. (Δημ.): υμνώ, εξυμνώ, τραγουδώ.

Μουσοτέχνης: μουσικός, μουσουργός

Μουσοτραφής: καλλιεργημένος από τις Μούσες, στην τέχνη και τα γράμματα.

Μουσούμαι: καλλιεργούμαι στις τέχνες· σημαίνει και μελοποιούμαι. Σέξτ. Εμπειρ. (VI, 2): "μεμουσωμένον τι έργον" (ένα μελοποιημένο έργο ή ένα μουσικό έργο). Διον. Αλικ. (Δημοσθένης 40): "μέλη και κρούματα δι' ωδής και οργάνου μουσωθέντα" (φωνητικά και οργανικά κομμάτια, που έχουν μελοποιηθεί με τραγούδι και εκτέλεση οργάνου).

Μουσούργημα: μέλος· μουσικό κομμάτι (από το μουσουργώ, συνθέτω μέλη, μουσοποιώ). μουσουργία· η τέχνη της γραφής λυρικής ποίησης ή της σύνθεσης μελών. Πρβ. μελοποιία.

Μουσουργός: εκείνος που καλλιεργεί ή ασχολείται με τη μουσική (LSJ)· μουσικός. Πολύ συχνά ως θηλυκό· τραγουδίστρια (αοιδός) και γενικά γυναίκα μουσικός. Στον πληθυντικό μουσουργοί· αυτές ήταν ξένες γυναίκες αοιδοί ή αυλήτριες ή κιθαρίστριες, που χρησιμοποιούνταν στα συμπόσια. Σούδα: "μουσουργοί· ψάλτριες· βάρβαρες γυναίκες... Μερικές από αυτές παίζουν τον αυλό, ενώ άλλες παίζουν σ' ένα πεντάχορδο ή σ' ένα επτάχορδο ψαλτήριο· και τραγουδούν με συνοδεία οργάνου". Στον Αθήναιο (Δ', 129Α) λέγεται ότι παρουσιάζονταν γυμνές· "αυλητρίδες και μουσουργοί και εκτελέστριες σαμβύκης από τη Ρόδο, γυμνές καθώς πιστεύω, μολονότι, όπως μερικοί άνθρωποι έχουν πει, έχουν χιτώνες". Στην Κύρου Παιδεία (IV, 6, 11) ο Ξενοφών γράφει: "και μουσουργούς δε δύο τας κρατίστας" (και δύο από τις πιο ικανές μουσικούς [ψάλτριες ή αοιδούς, έδωσαν στον Κύρο]).

Μυρμηκιά: μυρμηγκιά, μυρμηγκοφωλιά. Μεταφορικά πλήθος ανθρώπων (LSJ, Δημ.). Παρόμοια έκφραση: μύρμηκος ατραποί. Η λέξη μυρμηκιά (ή μυρμηκία) εμφανίζεται στην κωμωδία του Φερεκράτη Χείρων, σχετικά με τον Τιμόθεο· "άδων εκτραπέλους μυρμηκιάς". Η μεταφορά μπορεί να εξηγηθεί σχετικά με τη χρωματική μουσική και τη χρήση πολλών φθόγγων διακοσμητικών (έξω από την παράδοση), που καινοτομώντας ο Τιμόθεος χρησιμοποιούσε. Έτσι, η έκφραση μπορεί να ερμηνευτεί περίπου: "[ο Τιμόθεος ξεπέρασε όλους] τραγουδώντας πλήθος αλλόκοτων (ή αλλοπρόσαλλων· χρωματικών) φθόγγων". Πρβ. Ingemar During, "Studies in Musical Terminology in 5th Century Literature" (Eranos 43, 1945) και Ε. Κ. Borthwick, σχετικό άρθρο στο περιοδ. Hermes 96, 1968, 69 κε. Βλ. και λ. Τιμόθεος.

Μυρτίς: ποιήτρια και μουσικός του 6ου αι. π.Χ. από την Ανθηδόνα της Βοιωτίας. Κατά τη Σούδα υπήρξε δασκάλα του Πινδάρου και της Κόριννας. Ο Πλούταρχος (Προβλήματα ελληνικά 40) την ονομάζει ποιήτρια [συνθέτρια] μελών: "Μυρτίς η Ανθηδονία, ποιήτρια μελών". Βλ. Bergk PLG III, 542, ένα απόσπασμα, και Page PMG 371, απόσπ. 716.




 



 
©2010