Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Ψι


 


Ψάλλω: (α) γενική σημασία: εγγίζω, τραβώ με τα δάχτυλα (Αισχ. Πέρσαι 1062): "ψάλλ' έθειραν" (τράβα τα μαλλιά σου)· τραβώ και αφήνω να ηχήσει (Ευριπ. Βάκχαι 783-784): "...και τόξων χερί ψάλλουσι νευράς" (και τραβούν με το χέρι τις χορδές των τόξων). Στη μουσική, ο όρος ψάλλω σήμαινε παίζω ένα έγχορδο όργανο με γυμνά δάχτυλα, χωρίς πλήκτρο. Αθήν. (Δ', 183D, 81): "Επίγονος... κατά χείρα δίχα πλήκτρου έψαλλε" (ο Επίγονος... έπαιζε με γυμνά δάχτυλα [τραβούσε τις χορδές]). Τα έγχορδα που παίζονταν απευθείας με τα δάχτυλα λέγονταν ψαλτικά και επιψαλλόμενα (βλ. λ. έγχορδα). Η χορδή που παιζόταν με αυτό τον τρόπο λεγόταν ψαλλομένη (τραβηγμένη με τα δάχτυλα). (β) Ο όρος ψάλλω σε νεότερα χρόνια χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας. Σημείωση: Από το ρήμα ψάλλω προήλθαν διάφοροι όροι: ψαλμός, ψαλτήρ ή ψάλτης, ψάλτιγξ, ψαλτήριον (βλ. αντίστοιχα λ.)· επίσης, αντίψαλμος, επιψαλμός κτλ. ψαλμωδία· βλ. λ. ψαλμός.

Ψαλμός: θέση σε παλμική δόνηση μιας χορδής (εγχόρδου οργάνου) απευθείας με τα δάχτυλα· επίσης, ψαλμός λεγόταν και ο ήχος που παραγόταν με αυτό τον τρόπο. Σε κατοπινά χρόνια, ένα τραγούδι (τραγούδισμα) με συνοδεία εγχόρδου οργάνου. ψαλμωδία· τραγούδισμα με συνοδεία κιθάρας.

Ψαλτήρ: και ψάλτης· κιθαριστής που έπαιζε απευθείας με τα δάχτυλα (χωρίς να χρησιμοποιεί πλήκτρο). Πρβ. Ησύχιο. ψάλτρια (η)· Σέξτος Εμπειρ. (Προς μουσικούς VI, 1): "τας ψαλτρίας μουσικάς" ([περιγράφουμε] τις κιθαρίστριες ως μουσικούς).

Ψάλτης: Ο ψάλλων, ο άδων εκκλ. ύμνους, ο ποιητής, ο υμνητής, ο μουσικός υπεύθυνος στη Χριστιανική Εκκλησία. Ο όρος στην Αρχαιότητα εννοούσε εκείνον που έπαιζε κιθάρα. Στους κατοπινούς χρόνους, ο 15ος κανόνας της Συνόδου της Λαοδίκειας (το 367) απαγόρευσε να ψάλλουν στις εκκλησίες οι βουλόμενοι, αλλά μόνον οι κανονικοί ψάλτες (μόνον "οι ψάλλοντες από διφθέρας", δηλαδή: "από εκκλ. βιβλία"). Κατά τον 75 κανόνα της εν Τρούλλω Πενθέκτης Συνόδου, οι εκκλ. ψάλτες οφείλουν να ψάλλουν με προσοχή και κατάνυξη και όχι να βοούν ατάκτως και να εκβιάζουν τη φωνή τους προς κραυγή. Επίσης, να αποφεύγουν καθετί το ανοίκειο και ανάρμοστο (όπως τα κεκλασμένα μέλη, τους μινυρισμούς και κάθε περιττό μελωδικό ποίκιλμα σε ωδές που εκτρέπονται προς "θυμελική" μουσική). Στο Βυζάντιο, ο επικεφαλής των ψαλτών λεγόταν πρωτοψάλτης (ή "μέγας δομέστικος") και είχε (στην Αγία Σοφία) 2 βοηθούς, που κατηύθυναν τους 2 Χορούς των ψαλτών και έφεραν τον τίτλο του δομέστικου. Σήμερα, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο μεν δεξιός ψάλτης ονομάζεται "άρχων πρωτοψάλτης", ο δε αριστερός, "άρχων λαμπαδάριος". Ως προς το άγραφο Τυπικό, ο ψάλτης δεν ανέρχεται στο ιερό αναλόγιο πριν τελειώσει ο "εξάψαλμος" (στον Όρθρο), ενώ κατέρχεται αυτού στις εξής περιπτώσεις: α) Όταν (σε χοροστασία αρχιερέως) ψάλλεται ο στίχος του Ν΄ Ψαλμού "?δο? γ?ρ ?λήθειαν ?γάπησας", β) Όταν ψάλλεται η "Τιμιωτέρα" (αν αντ' αυτής ψάλλεται η Θ΄ Ωδή, δεν κατέρχεται), γ) Όταν ψάλλονται καταβασίες, δ) Κατά την Μικρή Είσοδο (όταν ψάλλεται το εισοδικό "Πρόσχωμεν τ? Άγια τοις ?γίοις"), ε) Όταν ψάλλεται το "Σ? ?μνο?μεν", στ) Όταν ο ιερέας αναφωνεί το "Πρόσχωμεν τ? ?για το?ς ?γίοις". Τέλος, ο ψάλτης κάνει τον σταυρό του όσες φορές εκφωνείται το όνομα του Χριστού, της Παναγίας και του εορταζόμενου αγίου καθώς και όταν ψάλλει τον Τριαδικό ύμνο "Δόξα Πατρί".

Ψαλτήριον: γενικός όρος για τα έγχορδα όργανα που παίζονταν απευθείας με τα δάχτυλα, χωρίς τη βοήθεια πλήκτρου. Σε αυτή την κατηγορία ανήκε το επιγόνειον, η μάγαδις, η πήκτις, το σιμίκιον, η σαμβύκη, ο νάβλας και το τρίγωνον (βλ. τα αντίστοιχα λ.). Αλλά η λέξη ψαλτήριο απαντά πολύ συχνά με τη σημασία ενός ειδικού οργάνου. Πολυδ. (IV, 59): "...χέλυς, ψαλτήριον, τρίγωνα..." κτλ. Αθήν. (Δ', 183C, 81): "το δε ψαλτήριον, ως φησιν Ιόβας, Αλέξανδρος ο Κυθήριος συνεπλήρωσε χορδαίς" (το ψαλτήριο, καθώς λέει ο Ιόβας, τελειοποιήθηκε από τον Αλέξανδρο τον Κυθήριο με την προσθήκη περισσότερων χορδών). Φαίνεται ότι τα όργανα της οικογένειας του ψαλτηρίου, ιδιαίτερα εκείνα που είχαν πολλές χορδές, δε διέφεραν ουσιαστικά μεταξύ τους, γι' αυτό και μερικοί τα συνέχεαν· ο Απολλόδωρος (Αθήν. ΙΔ', 636F, 40) λέει ότι: "ο νυν, φησί, ημείς λέγομεν ψαλτήριον, τούτ' είναι μάγαδιν" (ό,τι εμείς καλούμε τώρα ψαλτήριο ήταν η μάγαδις).

Ψάλτιγξ: είδος κιθάρας. Ησύχ. και Σούδα: "ψάλτιγξ· κιθάρα".

Ψελλός Μιχαήλ: (Νικομήδεια 1018 ή 1020 - Κων/πολις 1079 ή 1106). Ο περιφανής Βυζαντινός λόγιος του 11ου αι. (ο οποίος, κατα τον Κ. Σάθα, σπούδασε στην Αθήνα, ενώ καθηγητής του υπήρξε και ο Ιωάννης ο Ευχαΐτων) όταν γύρισε στο Βυζάντιο, δίδαξε στο φιλοσοφικό τμήμα της Ακαδημίας και υπήρξε παιδαγωγός των βασιλοπαίδων Ανδρόνικου και Μιχαήλ (γιων του Κων/νου Δούκα). Ο εξ' αυτών Μιχαήλ έγινε αυτοκράτορας και καθώς η διοίκησή του δημιουργούσε εχθρότητες, απέδωσε ευθύνες στον Ψελλό (ότι τάχα δεν τον δίδαξε καλά την πολιτική...). Τότε ο σοφός δυσαρεστήθηκε και αποσύρθηκε σε Μονή, ασχολούμενος έκτοτε με τη μελέτη και τη συγγραφή. Ανάμεσα στα πάμπολλα θεολογικά, φιλοσοφικά και επιστημονικά του έργα, έγραψε και κείμενα σχετικά με τη μουσική (που παρέχουν πληροφορίες για την αρχαία ελλ. θεωρία της μουσικής). Αυτά φέρουν τον γενικό τίτλο "Μουσικής Σύνοψις ηκριβωμένη" (βρίσκονται στη διασωζόμενη πραγματεία του: "Σύνταγμα ευσύνοπτον εις τας τέσσερας μαθητικάς επιστήμας, Αριθμητικήν, Μουσικήν, Γεωμετρίαν και Αστρονομίαν"). Στη "Σύνοψή" συναθροίζονται επίσης λέξεις που σχετίζονται με τη μουσική και ορίζονται οι ικανότητες της μελοποιίας και η διαίρεση των Ήχων (και των κλάδων τους).

Ψιθύρα: κρουστό όργανο λιβυκής προέλευσης, σε σχήμα τετραγώνου. Πολυδ. (IV, 60): "η ψιθύρα [ήταν] λιβυκή εφεύρεση και, κυρίως, εφεύρεση των τρωγλοδυτών· το σχήμα της ήταν τετράγωνο. Μερικοί πιστεύουν πως η ψιθύρα και ο άσκαρος ήταν το ίδιο όργανο".

Ψιλός: (επίθ.)· γενική σημασία: γυμνός, άτριχος κτλ. Στην ποίηση: ψιλός λόγος· πρόζα, χωρίς στίχους. ψιλαί λέξεις· λόγια που δεν τραγουδιούνται, ομιλίες. Στη μουσική: ψιλή αύλησις· σόλο αυλού. ψιλός αυλητής· αυλητής που παίζει μόνος, σολίστ. ψιλή κιθάρισις· σόλο κιθάρας. ψιλόν μέλος· οργανική μελωδία, χωρίς λόγια. ψιλόν μέρος· σόλο. ψιλόν όργανον· η ανθρώπινη φωνή. Ανών. (Bell. 28, 17): "ψιλά δε, όργανον μεν κύριον το του ανθρώπου, δι' ου μελωδούμεν" (ψιλά· το κύριο όργανο του ανθρώπου με το οποίο τραγουδούμε). ψιλή όρχησις· όρχηση (χορός) χωρίς μουσική συνοδεία. ψιλή φωνή· ο απλός ήχος της ανθρώπινης φωνής σε αντιδιαστολή προς τον μελωδικό [τραγουδιστό] τόνο. κρούω τας χορδάς ψιλαίς χερσίν· χτυπώ τις χορδές με γυμνά χέρια [δάχτυλα], χωρίς πλήκτρο. ψιλοκιθαριστική· η τέχνη της εκτέλεσης στην κιθάρα (σόλο, χωρίς τραγούδι). ψιλοκιθαριστής· σόλο κιθαριστής· σολίστ κιθάρας. Ο Πλάτων (Νόμοι Β', 669Ε) επέκρινε την ψιλή κιθάριση και την ψιλή αυληση, το χωρισμό, όπως λέει, του ρυθμού και της μελωδίας από τα λόγια· "είναι αδύνατο να καταλάβεις τί θέλουν να εκφράσουν ο ρυθμός και η αρμονία, χωρίς λόγια". Βλ. λ. άμουσος.

Ψόφος: θόρυβος, άναρθρος ήχος· απλός ήχος. Κάποτε, όμως απαντά και με τη σημασία του οργανικού [μουσικού] ήχου· Ευριπίδης (Κύκλωψ 443): "ήδιον ψόφον κιθάρας" (γλυκύτερο τόνο [ήχο] της κιθάρας). Ο όρος αυτός απαντά συχνά στον Πτολεμαίο και στον Πορφύριο. Πρβ. Αριστοτ. (Προβλ. XI, 6):"ο δε ψόφος αήρ εστιν ωθούμενος από αέρος" (ο ήχος είναι αέρας πιεζόμενος από αέρα [φύσημα]).




 



 
©2010