Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Χι


 


Χαλαρός: ένας όρος που απαντά ιδιαίτερα στον Πλάτωνα· αρμονία χαλαρά· όχι σύντονος· θηλυπρεπής ως προς το ήθος. Ο όρος ανειμένος χρησιμοποιούνταν επίσης με την ίδια σημασία: Αριστοτ. (Πολιτικά VI (IV), 3, 1290Α, 20): "τας δ' ανειμένας [αρμονίας] και μαλακάς δημοτικάς" (εκείνες [οι αρμονίες] που είναι χαμηλές στο ύψος και χαλαρές, που είναι από τη φύση τους της δημοκρατίας· κατά τη μετάφραση Η. S. Macran, Αριστόξ., σ. 72). Ο Η. Rackham, στην έκδοση των Πολιτικών (Loeb Classical Library, σ. 289), μεταφράζει: "οι χαλαρωμένες και μαλακές [αρμονίες] δημοκρατικές". Πλάτων (Πολιτ. Γ', 398Ε): "Ιαστί, ή δ' ος, και λυδιστί, αίτινες χαλαραί καλούνται" (Η ιωνική, είπε, και η λυδική [αρμονία], που ονομάζονται χαλαρές).

Χειροκαλαθίσκος: είδος χορού ή φιγούρας χορού. βλ. λ. καλαθίσκος.

Χειρονομία: (α) παντομιμική κίνηση των χεριών εκτελούμενη με ρυθμό είτε χορεύοντας είτε κατά τη διάρκεια θεατρικής παράστασης· χρησιμοποιούνταν για να εκφράσει με τις κινήσεις των χεριών διάφορα νοήματα ή σκέψεις. Πολυδ. (ΙΙ, 153): "χειρονομήσαι δε, το ταιν χερίν εν ρυθμώ κινηθήναι. Ηρόδοτος δε είρηκεν επί Ιπποκλείδου του Αθηναίου τοις ποσίν εχειρονόμησεν" (χειρονομώ σημαίνει κινώ τα χέρια με ρυθμό. Και ο Ηρόδοτος είπε πως ο Αθηναίος Ιπποκλείδης εχειρονόμησε [εκφράστηκε] με κινήσεις των ποδιών· βλ. και Ηρόδ. ζ', 129). Ο Πλούταρχος (Περί σαρκοφαγίας Β', 997C): "μη πυρρίχαις χαίρειν, μηδέ χειρονομίαις, μηδ' ορχήμασι". Πρβ. και Λουκ. Περί ορχήσεως 38. (β) είδος πυρρίχης ή άλλη ονομασία της. Αθήν. (ΙΔ', 631C): "καλείται δ'ή πυρρίχη και χειρονομία".

Χειρονόμος: ο εκτελεστής χειρονομιών· ο χορευτής, που χορεύοντας εκτελούσε ταυτόχρονα και χειρονομίες. Ησύχ. : "χειρονόμος· ορχηστής".

Χειρουργία: εμπειρία, δεξιότητα σε τέχνη των χεριών· τεχνική δεξιότητα. Το επίθετο χειρουργικός χρησιμοποιείται με τη σημασία της τεχνικής επιδεξιότητας (LSJ, Δημ.), επίσης πρακτικής, οργανικής. Πλούτ. (Περί μουσ. 1135D, 13): "ημείς γαρ μάλλον χειρουργικώ μέρει της μουσικής εγγεγυμνάσμεθα" (όσο για μένα [μιλεί ο Λυσίας, ένα από τα τρία πρόσωπα του διαλόγου Περί μουσικής], έχω μάλλον μελετήσει το πρακτικό μέρος της μουσικής [δηλ. την εκτέλεση]).

Χελιδόνισμα: τραγούδι του χελιδονιού. Το όνομα ενός τραγουδιού που τραγουδούσαν τα παιδιά στη Ρόδο γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι, το μήνα Βοηδρομιώνα, και μάζευαν δώρα ή χρήματα (Δημ.). Βοηδρομιών ήταν το όνομα του μήνα που αντιστοιχούσε με το διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου ως 15 Οκτωβρίου.

Χελιδονισμός εκτέλεση του τραγουδιού του χελιδονιού (LSJ). Χελιδονιστής· ο εκτελεστής του τραγουδιού αυτού. Χελιδονισταί λέγονταν τα παιδιά που τραγουδούσαν το τραγούδι και μάζευαν μικρά δώρα ή χρήματα. Το χελιδόνισμα τραγουδιέται και τώρα, την άνοιξη, στη Ρόδο. χελιδονίζω· τραγουδώ το τραγούδι του χελιδονιού. Ο Αθήναιος (Η', 360Β) λέει ότι το χελιδονίζειν ήταν στους Ροδίτες (στην αρχαιότητα) "ένα άλλο είδος αγερμού" (αγερμός=συλλογή χρημάτων) και διασώζει ένα τέτοιο τραγούδι (360C), μνημονευόμενο από τον Θέογνι στο δεύτερο βιβλίο του Περί θυσιών στη Ρόδο (FHG IV, 514). Βλ. λ. κορώνισμα.

Χέλυς: χελώνα. Η αρχαϊκή λύρα, που ονομαζόταν έτσι, γιατί το ηχείο της ήταν κατασκευασμένο από όστρακο χελώνας. Ησύχ.: "χέλυς· χελώνα, λύρα, μηχάνημα". Ο Πολυδεύκης (IV, 59) περιλαμβάνει τη χέλυ στον κατάλογο των έγχορδων οργάνων. Φιλόστρ. 777 (στο Δημ.): "της λύρας τε σόφισμα πρώτος Ερμής πήξασθαι λέγεται κεράτων δυοίν, κατά ζυγού και χελύος" (η εφεύρεση της λύρας οφείλεται στον Ερμή, που πρώτος έδεσε δύο κέρατα σ' ένα ζυγό και μια χελώνα). Μια περιγραφή της κατασκευής από τον Ερμή της πρώτης αυτής λύρας (χέλυς) βρίσκεται στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 24-25, 47-51)· στίχοι 24-25: "Βρήκε εκεί μια χελώνα και κέρδισε ατέλειωτη ευχαρίστηση, γιατί ήταν ο Ερμής που πρώτος έκανε από τη χελώνα έναν τραγουδιστή"· στίχοι 47-51: "Έκοψε με μέτρο στελέχη καλαμιού και τα στερέωσε μέσα από τρύπες στο όστρακο χελώνας, και τέντωσε γύρω μεμβράνη βοδιού και έβαλε τα κέρατα της λύρας, και στα δύο στερέωσε τη γέφυρα (καβαλάρη) και τέντωσε επτά αρμονικές χορδές από έντερο προβάτου" (μτφρ. Α. Lang, The Homeric Hymns, Λονδίνο 1899). χέλους· Ήσ. : "μουσικόν όργανον". Για βιβλιογραφία βλ. στο τέλος του λ. λύρα.

Χιάζειν: η χρήση ή εκτέλεση προσποιημένων μελωδιών. Η έκφραση αυτή προήλθε από τη Χίο, το νησί του Δημόκριτου του μουσικού, που χρησιμοποιούσε τέτοιες μελωδίες· Πολυδ. (IV, 65): "το μέντοι σιφνιάζειν και χιάζειν, το περιέργοις μέλεσι χρήσθαι, από Δημοκρίτου του Χίου και Φιλοξένου του Σιφνίου, ός και Υπερίδης εκαλείτο" (πραγματικά [οι εκφράσεις] σιφνιάζειν και χιάζειν, δηλ. η χρήση παράξενων [προσποιημένων] μελωδιών, προήλθαν από τον Δημόκριτο τον Χίο και τον Φιλόξενο τον Σίφνιο, που ονομαζόταν και Υπερίδης).

Χοραύλης: ο αυλητής που συνόδευε το χορό με τον αυλό· θεατρικός αυλητής· ο αυλητής της χορευτικής ομάδας. Πλούτ. (Αντώνιος 24): "Αναξήνορες δε κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραύλαι" (Αναξήνορες κιθαρωδοί και Ξούθοι χοραυλητές).

Χοραυλώ: συνοδεύω το χορό [τη χορωδία] με τον αυλό. Στράβων (ΙΖ', 1, 11): "και ο ύστατος Αυλητής, ός χωρίς της άλλης ασέλγειας, χοραυλείν ήσκησε..." (και ο τελευταίος [Πτολεμαίος] ο Αυλητής, ο οποίος, εκτός από την άλλη ακολασία του, άσκησε και τη συνοδεία των χορών με τον αυλό).

Χορδή: γενικά, το έντερο· χορδή από έντερο, που τεντωμένη παράγει, ήχο. Επομένως, χορδή μουσικού οργάνου. Με αυτή τη σημασία απαντά στον Ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (στ. 51): "επτά δε σύμφωνους οΐων ετανύσσατο χορδάς" (και τέντωσε επτά ταιριαστές [σύμφωνες] χορδές από έντερα προβάτου). Επίσης στην Οδύσσεια (φ 406-407): "ως ότ' ανήρ φόρμιγγος επιστάμενος και αοιδής ρηϊδέως ετάνυσσε νέω περί κόλλοπι χορδήν" (όπως όταν ένας πολύ επιδέξιος στη λύρα και στο τραγούδι εύκολα τεντώνει τη χορδή γύρω σ' ένα κόλλοπα [στριφτάρι]· μτφρ. Α. Τ. Murray). Ησύχ.: "χορδή· νευρά κιθάρας" (νευρα=χορδή, βλ. πιο κάτω). Με αυτή τη σημασία την αναφέρει, επίσης, ο Πολυδεύκης (IV, 62) στα μέρη των οργάνων. Οι χορδές κατασκευάζονταν από έντερο ή τένοντα προβάτου ή κατσικιού: "χορδαίς οπταίς εριφείοις" (ψημένες χορδές από κατσίκια· Φερεκράτης, Πέρσαι: Kock CAF Ι, 182, απόσπ. 130). Ο Πλάτων ονομάζει τον αυλό πολυχορδότατο (που παράγει πολλές νότες). Αργότερα, η λέξη χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση των φωνητικών χορδών (φωνητικαί χορδαί). Η λέξη νευρά χρησιμοποιούνταν συχνά για τη χορδή. Ο κατασκευαστής χορδών λεγόταν χορδοποιός. Εκείνος που έστριβε τις χορδές (για να τις κουρδίσει) ονομαζόταν χορδοστρόφος· ήταν ακόμα και χορδοποιός και χορδιστής.

Χορδότονος: και χορδοτόνιον μια μικρή πλάκα (σανίδα) στο κατώτερο μέρος του ηχείου της λύρας και κιθάρας, πάνω στην οποία οι χορδές στερεώνονταν με κόμπο. Ο Αρτέμων, μιλώντας για το όργανο τρίπους, λέει: "υπερθείς εκάστη [χώρα] πήχυν και κάτω προσαρμόσας χορδοτόνια" (επάνω από κάθε τόπο [θέση] στερέωσε ένα ζυγό και αποκάτω τα χορδοτόνια). Μαν. Βρυέννιος (Αρμον. 417): "η υπό τας χορδάς υποκείμενη σανίς χορδοτόνος ονομάζεται" (η ξύλινη πλάκα [σανίδα] που βρίσκεται κάτω από τις χορδές ονομάζεται χορδοτόνος). Πρβ. Νικόμ. Εγχειρ. 6. χορδότονον (το), αλλά και χορδότονος (ο)· ο κόλλαβος (κλειδί), με τον οποίο κουρδίζονταν οι χορδές. χορδοτόνος (ως επίθ.)· με κουρδισμένη χορδή (ή χορδές)· λ.χ. χορδοτόνος λύρα (Πλούτ. Περί αοργησίας 455D). Βλ. λ. επιτόνιον.

Χορεία: (α) είδος θρησκευτικού χορού που εκτελούσαν μπροστά στα ιερά, κατά την πομπή των Ελευσίνιων· γενικά, ένας χορικός [χορωδιακός] χορός· επίσης, κυκλικός χορός με τραγούδι· σήμαινε ακόμα και χορική εξάσκηση, εκγύμναση του χορού. Πλάτων (Νόμοι Β', 654Α): "χορεία γε μην όρχησίς τε και ωδή το ξύνολόν εστι" (χορεία, βέβαια, είναι το σύνολο χορού και τραγουδιού), βλ. και 665Α. Και η Σούδα επίσης γράφει: "χορείαν, την μετά ωδής όρχησιν" (χορεία· όρχηση με τραγούδι). (β) μια χορευτική μελωδία· Πρατίνας: "κισσοχαίτ' άναξ, άκουε ταν εμάν δώριον χορείαν" (κισσοστεφανωμένε θεέ, άκουσε τη δωρική μου χορεία [το τραγούδι μου στη δωρική αρμονία], στον Bergk PLG III, 559, απόσπ. 1, στ. 17).

Χορείος: (α) είδος αύλησης, σόλο αυλού. Με τη σημασία αυτή περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα. Βλ. λ. αύλησις. (β) χορείον (το)· τόπος χορού· ο τόπος όπου χόρευαν· χοροστάσι. Χορείον λεγόταν και ένα αύλημα, μια μελωδία για σόλο αυλού· αλλά και χοροδιδασκαλείο (Ήσ. : "χορείον διδασκαλείον και βωμός τις και αύλημα τι και μέρος τι χωρίου [πιθανόν, μέλος χορικό]"). Η Σούδα λέει: "η χόρευσις"· χορεία (τα)· "ευχαριστήριες προσφορές [ή θυσίες] για τη νίκη ενός χορού" (LSJ). (γ) χορείος· ο γνωστός ποιητικός πους, τροχαίος ή τρίβραχυς. Βλ. λ. πους.

Χόρευμα: χορικό όρχημα· χορός. Εύριπ. (Φοίνισσαι 655): "Βάκχιον χόρευμα" (βακχικός χορός).

Χορεύς: μέλος του χορού, τραγουδιστής ή χορευτής. Ησύχ.: "χορεύς, μελωδεί· βακχεύς, ορχείται". χόρευσις· όρχηση (Σούδα στο λ. χορεία). Πίνδαρος (Παιάν 6, 9): "ορφανόν ανδρών χορεύσιος ήλθον" (Br. Snell Pind. Carm,. T., 1964, σ. 27). χορευτής· κυρίως, χορικός χορευτής· μέλος του χορού στο δράμα. χορεύω· χορεύω με συνοδεία τραγουδιού (ή οργανικής μουσικής)· παίρνω μέρος σ' ένα χορό, σε χορευτική ομάδα· γιορτάζω ή τιμώ με χορική όρχηση· κινούμαι σε κύκλο, σε κυκλική κίνηση.

Χορηγός: ο αρχηγός του χορού, που αργότερα ονομαζόταν κορυφαίος. Στην Αθήνα, ο χορηγός ήταν επίσης το πρόσωπο που πλήρωνε τις δαπάνες της οργάνωσης του χορού και της δραματικής παράστασης. Αγέχορος ή ηγέχορος ήταν άλλοι όροι για το χορηγό· επίσης, χορηγέτης, ηγεμών (του χορού). Πλάτων (Νόμοι Β', 665Α): "Θεούς δε, έφαμεν, ελεούντας ημάς συγχορευτάς τε και χορηγούς ημίν δεδωκέναι τον τε Απόλλωνα και Μούσας, και δή και τρίτον, έφαμεν, ει μεμνήμεθα Διόνυσον" (όπως είπαμε, οι θεοί, από ευσπλαχνία, μας χάρισαν συγχορευτές και αρχηγούς χορού τον Απόλλωνα και τις Μούσες και, όπως είπαμε, έναν τρίτο, αν θυμούμαστε τον Διόνυσο). Ο Δημήτριος ο Βυζάντιος, στο τέταρτο βιβλίο του έργου του Περί ποιήσεεως, λέει: "εκάλουν δε και χορηγούς ούχ ώσπερ νυν τους μισθουμένους τους χορούς, αλλά τους καθηγουμένους του χορού, καθάπερ αυτό τούνομα σημαίνει" (και ονόμαζαν χορηγούς [αρχηγούς χορού] όχι, όπως σήμερα, εκείνους που μισθώνουν τους χορούς, αλλά τους αρχηγούς του χορού, όπως φανερώνει η ετυμολογία της λέξης) (Αθήν. ΙΔ', 633Α-Β, 33). Βλ. επίσης λ. χοροστάτης.

χορήγημα η δαπάνη για την οργάνωση ενός χορού. χορήγησις· η καταβολή των δαπανών για την οργάνωση ενός χορού. χορηγία· το λειτούργημα του χορηγού. χορηγείον· ο τόπος όπου τα μέλη των χορών συγκεντρώνονταν και ασκούνταν από το χορηγό. Φρύνιχος (Επιτομή, Σοφιστική Προπαρασκευή· έκδ. Ι. de Borries, I., 1911, σ. 126): "χορηγείον (Δημοσθ. XIX, 200), ο τόπος ένθα ο χορηγός τους τε χορούς και τους υπηρέτας συνάγων συνεκρότει" (χορηγείο [λεγόταν] ο τόπος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορούς [τα μέλη των χορών] και τους βοηθούς και κατάρτιζε [το χορό]).

Χορίαμβος: μετρικός πους αποτελούμενος από έναν τροχαίο και έναν ίαμβο, - U U -· το αντίστροφο λεγόταν αντίσπαστος. χοριαμβικόν μέτρον· μέτρο που αποτελείται από χορίαμβους· ο Αριστείδης περιλαμβάνει το χοριαμβικό στα εννιά απλά μέτρα (Περί μουσ. Ι, 50 Mb).

Χορικός: χορικόν μέλος· χορικό τραγούδι. Ως είδος σύνθεσης προήλθε από την αρχαία όρχηση. Κατά την όρχηση, οι αρχαίοι συνήθιζαν να εκφράζουν τα αισθήματά τους πρώτα με αναφωνήσεις, υστέρα με ολόκληρες φράσεις και κατόπι με τραγούδια. Το χορικό τραγούδι αναπτύχθηκε στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών προς τιμήν διαφόρων θεών και περιλάμβανε και κάποια μιμική όρχηση. Έγινε και παρέμεινε ένα βασικό στοιχείο του διθυράμβου και του δράματος. Χορικά τραγούδια ήταν τα εμβατήρια, τα παρθένεια, τα υπορχήματα, οι παιάνες κτλ.

Χορικόν : (ούσ.)· το χορικό μέρος στο δράμα (βλ. τα λ. πάροδος, στάσιμον, επιπάροδος, εξόδιον). χορικός αυλός· συχνά στον πληθυντικό: οι αυλοί που χρησιμοποιούνταν στους διθυράμβους. Πολυδ. (IV, 81): "οι δε χορικοί διθυράμβοις προσηύλουν" (οι χορικοί αυλοί συνόδευαν τους διθυράμβους). χορικαι ωδαί· χορικά τραγούδια, ιδιαίτερα τα χορικά στο αρχαίο δράμα. χορική μούσα· χορωδιακή μούσα.

Χοροδιδάσκαλος: δάσκαλος του χορού· έκγυμναστής χορού· εκείνος που γύμναζε και προετοίμαζε το χορό για τη δραματική παράσταση. Στην αρχή, η εκγύμναση του χορού ήταν ευθύνη του ίδιου του δραματουργού. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο Ευριπίδης αντιλήφθηκε ένα μέλος του χορού να περιγελά· στράφηκε τότε και του είπε με θυμό: "αν δεν ήσουν αναίσθητος και ανίδεος [αμαθής], δε θα γελούσες, όταν εγώ τραγουδούσα στη μιξολυδική αρμονία". Πρβ. Πλούτ. Περί του ακούειν 46Β, 15.

Χοροκάλη: πιθανόν λανθασμένη έκφραση για το "χορώ καλή" (LSJ και Δημ.). Ησύχ.: "καλώς χορεύουσα". Ομ. Ιλ. ΙΙ 180: "τον τίκτε χορώ καλή Πολυμήλη, Φύλαντος θυγάτηρ" (τον γέννησε [τον Εύδωρο] η ωραία στο χορό Πολυμήλη, κόρη του Φύλαντα).

Χοροκιθαρεύς: και χοροκιθαριστής· κιθαριστής που συνόδευε (ή έπαιζε με) το χορό. χοροκιθαρίζω· συνοδεύω το χορό με την κιθάρα (ή παίζω κιθάρα στο χορό). Ο Τράγκυλλος ο Σουητώνιος (Δομιτιανός 4, 4) γράφει: "citharaoedos, chorocitharistae et psilocitharistae".

Χορολέκτης: εκλέκτορας χορού· εκείνος που διάλεγε τα μέλη ενός χορού (Πολυδ. IV, 106). Επίσης, χοροποιός· εκείνος που σχημάτιζε το χορό.

Χορός: (α) σύνολο ρυθμικών κινήσεων του σώματος, των χεριών και των ποδιών. Άλλος όρος για την όρχηση· (β) σύνολο τραγουδιστών και χορευτών ο χορός στο αρχαίο δράμα· (γ) ο τόπος όπου γινόταν ή όρχηση, ιδιαίτερα στον Όμηρο· Ομ. Οδ. θ 260: "λείηναν δε χορόν, καλόν δ' εύρυναν αγώνα" (ισοπέδωσαν [έκαναν λείο] το μέρος για το χορό [το χοροστάσι] και πλάτυναν καλά το χώρο). Στη Σπάρτη η αγορά λεγόταν χορός, γιατί οι νέοι συνήθιζαν να χορεύουν εκεί τις γυμνοπαιδίες. Παυσ. (Γ', 11, 9): "Σπαρτιάταις δέ επί της αγοράς Πυθαέως τέ εστιν Απόλλωνος και Αρτέμιδος και Λητούς αγάλματα· χορός δέ ούτος ο τόπος καλείται πας, ότι εν ταις γυμνοπαιδίαις... οι έφηβοι χορούς ιστάσι τώ Απόλλωνι" (στην αγορά τους οι Σπαρτιάτες έχουν αγάλματα του Πυθέα Απόλλωνα, της Αρτέμιδας και της Λητώς. Όλος αυτός ο τόπος ονομάζεται χορός, γιατί κατά τις γυμνοπαιδίες... οι έφηβοι εκτελούν χορούς προς τιμήν του Απόλλωνα).

Χοροστάτης: εκείνος που σχημάτιζε το χορό· που συγκέντρωνε τα μέλη ενός χορού (βλ. λ. χορολέκτης). Επίσης, αρχηγός, ηγέτης χορού (βλ. λ. χορηγός). Ησύχ. "χοροστατών· χορού κατάρχων" (χοροστατών· αρχηγός χορού). Το ρ. χοροστατώ σήμαινε ηγούμαι του χορού, σχηματίζω το χορό, εκλέγω τα μέλη του. χοροστασία· σχηματισμός ενός χορού· επίσης, η εκτέλεση της όρχησης, επομένω? όρχηση, χορός. Ησύχ.: "χοροστασία· χορός". χοροστάς (η)· συνήθως στον πληθυντικό, χοροστάδες· γιορτές που εκτελούνταν με χορικούς χορούς (LSJ, Δημ.). χοροψάλτρια· η κιθαρίστρια που συνόδευε το χορό, παίζοντας χωρίς πλήκτρο. Βλ. λ. ψάλλω.

Χορωδία: χορικό τραγούδι (και εκτέλεση χορικού τραγουδιού). Ο Πλάτων (Νόμοι ς', 764D-E) κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στη μονωδία και στη χορωδία, προτείνοντας πως άλλοι κριτές πρέπει να οριστούν για εκείνους που διαγωνίζονταν σε μονωδία και άλλοι για εκείνους που διαγωνίζονταν σε χορωδία· βλ. το κείμενο στο λ. μονωδία. Το ρήμα χορωδώ, τραγουδώ ως μέλος ενός χορού, εμφανίζεται σε νεότερα χρόνια· Δίων Κάσσιος 61, 19 (LSJ, Δημ.).

Χρεών αποκοπή: είδος χορού που περιλαμβάνεται σ' ένα κατάλογο κωμικών [γελοίων] χορών στον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27)· καμιά πληροφορία δε δίνεται ως προς τα σχήματα (φιγούρες) και τον τρόπο της εκτέλεσής του. Ο Cobet και ο Bapp υποθέτουν ότι η έκφραση είναι "κρεών αποκλοπή"· η έκφραση αυτή έχει κάποια σχέση με ένα χορό που αναφέρει ο Πολυδεύκης (IV, 105): "μιμητικήν δε εκάλουν δι' ής εμιμούντο τους επί κλοπή των εώλων μερών [κρεών] αλισκομένους" (ονόμαζαν μιμητική όρχηση εκείνη κατά την οποία μιμούνταν αυτούς που συλλαμβάνονταν γιατί είχαν κλέψει μπαγιάτικα κρέατα).

Χρήσις: κατά τον Αριστείδη Κοϊντιλιανό, ένα από τα τρία μέρη της μελοποιίας, κατά το οποίο η μελωδία συμπληρωνόταν ή τελειοποιούνταν "χρήσις δέ, η ποιά της μελωδίας απεργασία. Ταύτης δε πάλιν είδη τρία, αγωγή, πεττεία, πλοκή" (χρήση είναι μια συμπλήρωση [τελειοποίηση] της μελωδίας. Και αυτής πάλι υπήρχαν τρία είδη, η αγωγή, η πεττεία και η πλοκή).

Χρησμωδός: εκείνος που έδινε (ή εκφωνούσε) ενα χρησμό, σε τραγούδι ή σε στίχο· τραγουδιστής χρησμών. Ο Απόλλων ονομαζόταν Λοξίας ο χρησμωδός, για τη διπλή σημασία των χρησμών του. Κατ' επέκταση, χρησμωδός ονομαζόταν και ο προφήτης. χρησμωδία· η απάντηση ενός μαντείου που δινόταν σε τραγούδι ή σε στίχο. Ίδια σημασία είχε και η λέξη χρησμώδημα, που σήμαινε όμως, κυρίως, το χρησμό. χρησμωδώ· δίνω (εκφωνώ) ενα χρησμό σε τραγούδι ή ποίηση· τραγουδώ ένα χρησμό.

Χρόα: και χροιά· η ιδιαίτερη διαίρεση των διαστημάτων σε κάθε γένος, η οποία καθόριζε την ποικιλία των διαστημάτων που σύνθεταν το γένος σε κάθε περίπτωση. Ο Αριστόξενος (Αρμ. ΙΙ, 50-52 Mb) αναγνωρίζει έξι χρόες και στα τρία γένη συνολικά· συγκεκριμένα, δύο στο διατονικό: (α) στο μαλακό και (β) στο σύντονο, μία στο εναρμόνιο και τρεις στο χρωματικό γένος: (α) στο μαλακό, (β) στο ημιόλιο και (γ) στο σύντονο ή τονιαίο. Περισσότερες λεπτομέρειες δίνονται για κάθε περίπτωση χωριστά (βλ. τα λ. διάτονον, εναρμόνιον και χρωματικόν). Κλεον. (Εισαγ. 6): "Χρόα δε εστι γένους ειδική διαίρεσις· χρόαι δε εισιν αι ρηταί και γνώριμοι έξ, αρμονίας μία, χρώματος τρεις, διατόνου δύο" (Χρόα είναι μια ειδική διαίρεση του γένους· και οι ορισμένες και γνωστές χρόες είναι έξι· μία στο εναρμόνιο, τρεις στο χρωματικό και δύο στο διατονικό). Ο Πτολεμαίος αναγνώριζε οκτώ χρόες: πέντε στο διατονικό, μία στο εναρμόνιο και δύο στο χρωματικό (πρβ. Πορφύρ. Comment, έκδ. I. During, σ. 157 και Παχυμ. στον Vincent Notices 422-423). Η λέξη χροιά απαντά επίσης με τη σημασία του χρώματος τόνου, του τίμπρο. Ο Γαυδέντιος (Εισαγ. 2) δίνει τον ακόλουθο ορισμό: "χροιά δε εστι, καθ' ην διαφέροιεν (άν) αλλήλων οι κατά τον αυτόν τόπον ή χρόνον φαινόμενοι, σΐον η του λεγομένου μέλους φύσις εν φωνή και τα όμοια" (χροιά είναι [η ιδιότητα] με την οποία νότες [ήχοι] που εμφανίζονται [ακούονται] στην ίδια θέση [ύψος] ή χρόνο διαφέρουν ο ένας από τον άλλο, όπως η φωνητική φύση του μέλους και τα όμοια). Βλ. Πλούτ. Περί μουσ. 1143Ε, 34

Χρόνος: στην ποίηση και τη μετρική, η διάρκεια, η ποσότητα (σε χρόνο) μιας συλλαβής. Στη μουσική, το βασικό στοιχείο του ρυθμού, το στοιχείο της μέτρησης. Κατά τον Βακχείο (Εισαγ. 23 Mb), οι χρόνοι ήταν τρεις: (α) ο βραχύς· "ο ελάχιστος και εις μερισμούς μη πίπτων" (ο μικρότερος και αδιαίρετος)· (β) ο μακρός· "ο τούτου διπλάσιος"· (γ) ο άλογος· "άλογος· ο του μεν βραχέος μακρύτερος, του δε μακρού ελάσσων υπάρχων· υπόσω δέ εστιν ελάσσων ή μείζων δια το λόγω δυσαπόδοτον, εξ αυτού του συμβεβηκότος άλογος εκλήθη" (εκείνος που είναι μακρότερος από τον βραχύ και μικρότερος από τον μακρό· και επειδή δεν είναι δυνατό να αποδειχτεί πόσο μικρότερος ή μακρότερος είναι, ονομάστηκε άλογος). άλογος χρόνος, κατά τον Αριστόξενο, είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να νοηθεί και να εκφραστεί με κλάσματα [τμήματα] του πρώτου χρόνου. Πρώτος χρόνος είναι για τον Αριστόξενο ο βραχύς, ο ελάχιστος: "Πρώτος χρόνος είναι ο χρόνος που δεν μπορεί να διαιρεθεί με κανένα ρυθμικό τρόπο και πάνω στον οποίο δεν μπορούν να τοποθετηθούν δύο ήχοι ούτε δύο συλλαβές ή δύο ορχηστικές κινήσεις, δηλ. η χρονική μονάδα· χρόνος δίσημος είναι ο χρόνος που περιέχει δύο φορές τον πρώτο, τη χρονική μονάδα. Χρόνος τρίσημος εκείνος που περιέχει τρεις φορές τον πρώτο· τετράσημος εκείνος που περιέχει τέσσερις φορές τον πρώτο· πεντάσημος πέντε φορές" (Αριστόξ. Ρυθμός 3, έκδ. Feussner· Ανών. Bell. 53, 1). Έτσι, ο πρώτος χρόνος είναι αδιαίρετος, (ασύνθετος, απλός)· όλοι οι άλλοι είναι σύνθετοι. Ο χρόνος της παύσης λεγόταν χρόνος κενός· ο Αριστείδης (40-41 Mb, R.P.W.-I. 38-39) αναγνώριζε δύο χρόνους κενούς: το λείμμα, τη βραχεία ή απλή παύση, και την πρόσθεση (πρόσθεσις), τη μακρά παύση, διπλάσια της πρώτης. Το τέλος ενός τμήματος σημειωνόταν με το σημείο ¦:, που ονομαζόταν διαστολή και σήμαινε μια διακοπή αόριστης διάρκειας. Βλ. τα λ. παρασημαντική και ρυθμός.

Χρωματικόν γένος: ή, απλώς, χρώμα· το γένος στο οποίο ένα διάστημα ενός τόνου και μισού χρησιμοποιούνταν ως χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο· έτσι, το χρωματικό τετράχορδο θα προχωρούσε με ημιτόνιο, ημιτόνιο και ενάμιση τόνο: mi - fa - fa δί. - la ή mi - fa - sol ύφ. - la. Τα ονόματα των συστατικών φθόγγων του τετραχόρδου πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με τη γενική τους σειρά στο τετράχορδο (το διάστημα μεταξύ λιχανού και μέσης θεωρείται απλό, όχι σύνθετο ή πήδημα τρίτης όπως θα λέγαμε σήμερα)· συγκρίνετε, στο ακόλουθο παράδειγμα, τα ονόματα των φθόγγων και στα δύο τετράχορδα, διατονικό και χρωματικό: Υπήρχαν τρεις χρόες στο χρωματικό: (α) το χρωματικό μαλακό, (β) το ημιόλιο και (γ) το τονιαίο ή σύντονο. Κατά τον Ανώνυμο (Bell. 57-59, 53): (α) το μαλακό είναι εκείνο το τετράχορδο στο οποίο το πυκνόν (όταν το σύνολο των δύο μικρών διαστημάτων [mi -fa - fa δί. στο παράδειγμα] είναι μικρότερο από το υπόλοιπο του τετραχόρδου [fa δί. - la]) είναι ίσο προς τρεις εναρμόνιες διέσεις μείον 1/12 του τόνου· δηλαδή, αφού ή εναρμόνια δίεση είναι 1/4 (δηλ. 3/12) του τόνου, το χρωματικό πυκνό θα είναι ίσο προς 3 x 1/4= 3/4 ή 9/12 μείον 1/12= 8/12 του τόνου. Έτσι, το μαλακό χρωματικό θα προχωρούσε με τον ακόλουθο τρόπο: (β) το ημιόλιο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ίσο προς ένα ημιτόνιο και μια εναρμόνια δίεση, δηλαδή 1/2+1/4=3/4 = 9/12 του τόνου: (γ) Το σύντονο είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ημιτόνια (mi - fa - fa δί.) και το υπόλοιπο είναι ένας και μισός τόνος (fa δί. - la): Οι παραπάνω ορισμοί έχουν την προέλευσή τους στον Αριστόξενο (Αρμον. Στοιχ. II, 50-51 Mb), ο οποίος δίνει τους ακόλουθους ορισμούς: (α) το μαλακό χρωματικό είναι το τετράχορδο στο οποίο το πυκνό αποτελείται από δύο ελάχιστες χρωματικές διέσεις ("εκ δύο χρωματικών διέσεων ελαχίστων"), δηλαδή 4/12+4/12= 8/12, και το υπόλοιπο είναι ένα ημιτόνιο παρμένο τρεις φορές (δηλ. 1/2 x 3= 3/2 ή 18/12) συν μία χρωματική δίεση (4/12), δηλ. 18/12+4/12 = 22/12· Έτσι, το μαλακό χρωματικό του Αριστόξενου είναι το ίδιο με εκείνο του Ανώνυμου που δώσαμε παραπάνω (4/12+4/12+22/12)· (β) Το ημιόλιο χρωματικό είναι εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι μιάμιση φορά το εναρμόνιο πυκνό (1/4+1/4=1/2 = 6/12 εναρμ. πυκνό· πλέον το μισό του 3/12) δηλ. 6/12+3/12=9/12· Έτσι, τα δύο πρώτα διαστήματα του χρωματικού τετραχόρδου, αν ληφθούν ως πυκνό, θα είναι, κατά τον Άριστόξενο, 9/12 του τόνου, ακοιβώς όπως και εκείνο του Ανώνυμου που αναφέρθηκε παραπάνω. Το υπόλοιπο του τετραχόρδου θα είναι 21/12, δηλ. συνολικά (4 1/2 /12) + (4 1/2 / 12) +21/12. (γ) Το τονιαίο είναι το σύντονο του Ανώνυμου. Το σύντονο ορίζεται από τον Ανώνυμο (σ. 59) ως "εκείνο στο οποίο το πυκνό είναι ένα ημιτόνιο". Αυτό είναι ένα φανερό λάθος, γιατί το πυκνό στο σύντονο είναι δύο ημιτόνια. Ο Κλεονείδης (Εισαγ. 7) ορίζει τις τρεις χρόες του χρωματικού τετραχόρδου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μολονότι η φρασεολογία διαφέρει ελαφρά. Ο Αριστείδης (18 Mb, R.P.W.-I. 16) αναφέρει πως το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί τεντώνεται με ημιτόνια ("το δι' ημιτονίων συντεινόμενον"). Ο Ανώνυμος (σσ. 30-31), από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει: "χρωμα δε, ήτοι παρά το τετράφθαι πως εκ του διατονικού, ή παρά το χρώζειν μεν αυτό τα άλλα συστήματα... έστι δε ήδιστόν τε και γοερώτατον" (το χρώμα ονομάζεται έτσι, γιατί απομακρύνεται κάπως από το διατονικό ή γιατί χρωματίζει τα άλλα συστήματα· ...και είναι γλυκύτατο και πολύ θρηνητικό).

Χωλίαμβος: χωλός (κουτσός) ίαμβος· στίχος που αποτελούνταν από ένα ιαμβικό τρίμετρο με ένα σπονδείο (ή τροχαίο) στον τελευταίο πόδα: U - U - U - U - U - - - ή U - U - U - U - U - - U. Επινοήθηκε από τον σατυρικό ποιητή Ιππώνακτα (6ος αι. π.Χ.). Ο χωλίαμβος ονομαζόταν και σκάζων (κουτσός, χωλαίνων).

Χώρα: τόπος, χώρος. Στη μουσική, η θέση σε μια κλίμακα· η θέση [ή, όπως συνήθως έλεγαν, ο τόπος], όπου βρισκόταν μία νότα. Αριστόξ. (Αρμον. ΙΙΙ, 70, 20 Mb): "χώραι φθόγγων" (θέσεις των φθόγγων). Βλ. λ. τόπος.




 



 
©2010