Θαλήτας: (7ος αι. π.Χ.)· αοιδός και μουσικός. Γεννήθηκε στη Γόρτυνα της Κρήτης· η Γόρτυνα ήταν πολύ γνωστή πόλη, στα ΝΔ της Κνωσού, και αναφέρεται από τον Όμηρο (Ιλ. Β 646· Οδύσ. γ 294). Ο Θαλήτας θεωρούνταν μια από τις κύριες μορφές της δεύτερης μουσικής σχολής στη Σπάρτη (η πρώτη ιδρύθηκε από τον Τέρπανδρο) και ένας από εκείνους που εισήγαγαν στη Σπάρτη τις γυμνοπαιδίες, μαζί με τους Ξενόκριτο, Ξενόδαμο, Πολύμνηστο και Σακάδα. Θεωρούνταν, επίσης, ένας από τους κυριότερους συνθέτες παιάνων και υπορχημάτων (Πλούτ. Περί μουσ. 1134Β-Ε, 9-10). Σύμφωνα με ένα μύθο, ο Θαλήτας προσκλήθηκε στη Σπάρτη (γύρω στο 665 π.Χ.), ύστερα από χρησμό του Μαντείου των Δελφών, και έσωσε την πόλη από λοιμό με τη μουσική του (Πρατίνας στον Πλούτ. ό.π. 1146C, 42). Λέγεται πως ο Θαλήτας έγινε φίλος του μεγάλου νομοθέτη της Σπάρτης Λυκούργου· αλλά η εποχή του Λυκούργου είναι μάλλον αβέβαιη.
Θάμυρις: και Θαμύρας(;)· μυθικός αοιδός από τη Θράκη· αναφέρεται και από τον Όμηρο. Ήταν γιος του Φιλάμμωνα και της νύμφης Αγριόπης (ή Αργιόπης) ή, κατά τη Σούδα, Αρσινόης. Ήταν ο όγδοος επικός ποιητής πριν από τον Όμηρο (Σούδα) και έζησε στην αυλή του Εύρυτου, βασιλιά της Οιχαλίας. Ο Ηρακλείδης Ποντικός (Πλούτ. ό.π. 1132Α-Β, 3) αναφέρει ότι ο Θάμυρις ξεχώριζε από όλους για την ομορφιά και τη μελωδικότητα των τραγουδιών του, και ότι συνέθεσε την ιστορία του πολέμου των Τιτάνων και των Θεών. Σε έναν μουσικό διαγωνισμό με τις Μούσες νικήθηκε και τυφλώθηκε από αυτές και στερήθηκε ακόμα και την τέχνη της κιθαρωδίας (πρβ. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Ι, 3, 2, FHG Ι, 106). Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη (Γ', 59, 6), στον Θάμυρι αποδιδόταν η προσθήκη της χορδής "παρυπάτη" και, σύμφωνα με άλλους, η ανακάλυψη της δωρικής αρμονίας (Κλήμ. Αλεξ. Τα ευρισκόμενα 132).
Θεόφραστος: (372-περ. 287 π.Χ.)· φιλόσοφος από την Ερεσό της Λέσβου· υπήρξε αρχικά μαθητής του Πλάτωνα στην Ακαδημία· εκεί συνάντησε τον Αριστοτέλη, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία. Αργότερα υπήρξε συνεργάτης του Αριστοτέλη στο Λύκειο και τελικά τον διαδέχτηκε μετά το θάνατό του στη διεύθυνση του Λυκείου (βλ. λ. Αριστόξενος). Στη θέση αυτή παρέμεινε 35 περίπου χρόνια· από το 322 ως το θάνατο του (287 π.Χ.). Κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Ε', 38), το αρχικό του όνομα ήταν Τύρταμος, αλλά ο Αριστοτέλης τον μετονόμασε σε Θεόφραστο "δια το θεσπέσιον της φράσεως". Ο Θεόφραστος υπήρξε πολυγράφος συγγραφέας· ανάμεσα στα βιβλία του υπάρχουν πολλές αναφορές στη μουσική, από τις όποιες έχουν διασωθεί μερικά αποσπάσματα.
Θερμαστρίς: είδος πολύ ζωηρού πηδηχτού χορού, κατά τον οποίο οι χορευτές πηδούσαν ψηλά στον αέρα και σταύρωναν τα πόδια σε σχήμα ψαλιδιού. Ήσ.: "θερμαστρίς· όρχησις έντονος και διάπυρος τάχους ένεκα" (θερμαστρίς· χορός έντονος και φλογερός, εξαιτίας της ταχύτητάς του). Και ο Πολυδεύκης (IV, 102) γράφει: "θερμαστρίδες έντονα ορχήματα... η δε θερμαστρίς πηδητικόν" (οι θερμαστρίδες είναι χοροί έντονοι [ζωηροί]... και η θερμαστρίς είναι πηδηχτός [χορός]). Στον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) η θερμαστρίς περιλαμβάνεται στους μανιακούς (τρελούς) χορούς. Σημείωση: Αντί θερμαστρίς απαντά επίσης η λέξη θερμαυστρίς. Το ρήμα θερμαστρίζω και θερμαυστρίζω σήμαινε χορεύω τη θερμαστρίδα. Πρβ. Λουκ. Περί ορχήσεως 34.
Θέσις: με την ίδια περίπου σημασία που έχει ο όρος σήμερα. Κατά τον Αριστείδη, άρση είναι μια κίνηση προς τα πάνω ενός μέρους του σώματος και θέση μια κίνηση προς τα κάτω του ίδιου μέρους. Η θέσις ονομαζόταν στα παλιά χρόνια επίσης βάσις (από το ρ. βαίνω)· ένα ρυθμικό βήμα. βλ. τα λ. [[άρσις-θέσις]] και δύναμις.
Θέων ο Σμυρναίος: Πλατωνικός φιλόσοφος, μαθηματικός και μουσικός, σύγχρονος του Νικόμαχου του Γερασηνού. Σώζεται βιβλίον του "περί Μουσικής". Γεννήθηκε και έζησε στη Σμύρνη τον καιρό της βασιλείας του Αδριανού. Είναι ο συγγραφέας ενός έργου που ασχολείται με τις μαθηματικές επιστήμες (αριθμητική, γεωμετρία, στερεομετρία, αστρονομία και μουσική)
strong>Θήρειος: αυλός· είδος αυλού που χρησιμοποιούσαν οι Θηβαίοι· ήταν κατασκευασμένος από μέλη μικρού ελαφιού· κατά τον Πολυδεύκη (IV, 75), το εξωτερικό του ήταν από μέταλλο: "θήρειος αυλός· Θηβαίοι μεν αυτόν εκ νεβρού κώλων ειργάσαντο· χαλκήλατος δ' ήν την έξωθεν όψιν" (θήρειος αυλός· οι Θηβαίοι τον κατασκεύαζαν από μέλη μικρού ελαφιού, και ήταν κατεργασμένος με χαλκό στην εξωτερική του επιφάνεια).
Θηρεπωδός: γητευτής άγριων θηρίων, που χρησιμοποιούσε για το σκοπό αυτό επωδές (μαγικά τραγούδια).Βλ. λ. επωδός και Σούδα στο λ. "σοφός".
Θίξις: "άγγιγμα" των χορδών της λύρας. Πρβ. Πλούτ. Ηθικά 802F.
Θράσυλλος ο Φλιάσιος: (;)· συνθέτης άγνωστης εποχής. Αναφέρεται από τον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1137F, 21), μαζί με τον Τυρταίο από τη Μαντινεία (βλ. Τυρταίος 2) και τον Ανδρέα τον Κορίνθιο, ως παράδειγμα συνθέτη που κρατούσε την αρχαία παράδοση και απέφευγε το χρωματικόν γένος, τις μετατροπίες, τη χρήση πολλών χορδών και άλλες καινοτομίες στη ρυθμοποιία, στη μελοποιία και στην ερμηνεία.
Θραττανελό κατά τα λεξικά LSJ και Δημ. Απομίμηση του ήχου της κιθάρας όπως περίπου το τραλαλα σ' εμάς. Αριστ. Πλούτος 290: "και μην εγώ βολήσομαι θραττανελό τον Κύκλωπα" Πρβ.τα λ.βλίτυρρι, τήνελλα, τορέλλη.
Θρηνητικός: αυλός· αυλός που χρησιμοποιούνταν σε επικήδειες τελετές, με τον οποίο εκφραζόταν μεγάλος θρήνος (βλ. λ. καρικόν μέλος). Ο αυλός αυτός ανήκε στους "ανδρείους" (ανδρικούς) αυλούς· το μήκος του ήταν μεγάλο και ο τόνος του βαρύς (χαμηλός, βαρύφθογγος) και εκφραστικός. Ο Αριστοτέλης τον ονόμαζε "αιάζοντα" (αιάζων=θρηνώδης) από το ρήμα αιάζω: θρηνώ, κλαίω. Ο Πολυδεύκης (IV, 75) λέει πως "οι Φρύγες εφεύραν έναν θρηνητικό αυλό, και από αυτούς τον πήραν και τον χρησιμοποιούσαν οι Κάρες".
Θρήνος: θρηνωδία, θρηνωδός (α) θρήνος: τραγούδι που εκφράζει δυνατό αίσθημα λύπης. Επίσης θρηνώδημα και θρηνωδία.
Ο θρήνος πρέπει να διακριθεί από το επικήδειο, επειδή τραγουδιόταν χωρίς περιρισμό στο χρόνο ή στην περίπτωση, ενώ το επικήδειο τραγουδιόταν στην κηδεία με το σώμα του νεκρού εκτεθειμένο.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν επαγγελματίες θρηνωδοί που πληρώνονταν για να τραγουδούν τα μοιρολόγια.
(β) θρηνωδία: ωδή, τραγούδι με θρηνητικό χαρακτήρα, μοιρολόι. Το ίδιο με τη θρηνωδία είναι και το θρηνώδημα.
(γ) θρηνωδός: τραγουδιστής θρήνων, μοιρολογητής, θρηνωδός. Επίσης και θρηνητήρ.
Θυροκοπικόν: τραγούδι με συνοδεία αυλού και χορού, που το εκτελούσε κανείς μπροστά στην πόρτα της αγαπημένης του. Επίσης, αύλησις (σόλο αυλού). Άλλος όρος ήταν το κρουσίθυρον, είδος σερενάτας και αυτό. Ο Αλεξανδρινός λεξικογράφος Τρύφων (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9) περιλαμβάνει και τα δύο, το θυροκοπικό και το κρουσίθυρο, στον κατάλογο των αυλήσεων (βλ. λ. αύλησις). Το ρήμα θυροκοπώ σήμαινε χτυπώ την πόρτα· στον Φρύνιχο (Επιτομή, έκδ. I. de Borries, σ. 74) ερμηνεύεται αλλιώς: "θυροκοπείν· επικωμάζειν" ([χτυπώ την πόρτα και] εισορμώ εύθυμος [ή μεθυσμένος] ή με άλλους εύθυμους [κωμαστές]). Βλ. λ. κώμος. Το κρουσίθυρον προέρχεται από τα κρούω + θύρα: χτυπώ την πόρτα.