Ραπαύλης: και ραππαύλης· επίσης, ραπαταύλης· αυλητής που παίζει σε καλαμένιο αυλό. Η λέξη ράπα και ραπάτη σήμαινε το καλαμένιο στέλεχος των σιτηρών. Ο Αμερίας ο Μακεδόνας στο λεξικό του Γλώσσαι γράφει (πρβ. Αθήν. Δ', 176D-E, 78): "ώσπερ ούν τους τω καλάμω αυλούντας καλαμαύλας λέγουσι, νύν, ούτω και ραπαύλας, ως φησιν Αμερίας ο Μακεδών εν ταις Γλώσσαις, τους τη καλάμη αυλούντας" (όπως σήμερα λένε καλαμαΰλες εκείνους που παίζουν σε καλαμένιους αυλούς, έτσι και εκείνους που έπαιζαν σε αυλό από καλάμη (καλαμιά) τους έλεγαν ραπαύλες). Στον Ευστάθιο (Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα και Οδύσσειαν 1157, 39) η λέξη ραπαύλης παρουσιάζεται ως ραπταύλης. Βλ. τα λ. κάλαμος και καλαμαύλης.
Ραψωδός: (από το ράπτω [συρράπτω, συλλέγω, συνενώνω] και ωδή)· εκείνος που απάγγελλε επικά ποιήματα, ιδιαίτερα ομηρικά. Οι ραψωδοί περιφέρονταν από πόλη σε πόλη κρατώντας ένα ραβδί δάφνης και απάγγελλαν σε λαϊκές συγκεντρώσεις. Ονομάζονταν και Ομηριστές (Αθήν. ΙΔ', 620Β, 12). Ο ραψωδός δεν πρέπει να συγχέεται με τον αρχαίο αοιδό. Ο αοιδός ήταν συχνά ο ίδιος ποιητής, συνθέτης και τραγουδιστής, ενώ ο ραψωδός ήταν ένας συλλογέας επικών ποιημάτων άλλων ποιητών, ένας αφηγητής, όχι τραγουδιστής· και ενώ ο αοιδός συνοδευόταν ο ίδιος στη φόρμιγγα, ο ραψωδός δε χρησιμοποιούσε ποτέ μουσικό όργανο. Ο αοιδός ήταν ποιητής-μουσικός της πιο μακρινής αρχαιότητας· ο ραψωδός εμφανίστηκε σε νεότερα χρόνια, τον 7ο αι. π.Χ.
Ρητόν - Άλογον: (α) ρητόν διάστημα· σύμμετρο διάστημα. Κατά τον Αριστόξενο, διάστημα σύμμετρο, από άποψη μελωδική, είναι εκείνο που μπορεί να τραγουδηθεί ή εκείνο που μπορεί να υπολογιστεί (ή να αναγνωριστεί) με το αυτί: "γνώριμον κατά μέγεθος, ήτοι ως τα τε σύμφωνα και ο τόνος ή ως τα τούτοις σύμμετρα" (εκείνο [το διάστημα] του οποίου το μέγεθος μπορεί να αναγνωριστεί, όπως είναι οι συμφωνίες και ο τόνος ή όπως είναι τα διαστήματα που είναι σύμμετρα με αυτά). Η άποψη αυτή είναι βασικά διαφορετική από την άποψη των Πυθαγορείων, κατά τους οποίους τα διαστήματα μετριούνται με αριθμητικούς λόγους. (β) άλογον (ασύμμετρο)· κατά τον Αριστόξενο, είναι εκείνο το διάστημα που δεν μπορεί να τραγουδηθεί ή δεν μπορεί να αναγνωριστεί από το αυτί αμέσως. (γ) Οι όροι ρητός-άλογος χρησιμοποιούνταν κατ' αναλογία και στο ρυθμό· πους ρητός, πους άλογος· σύμμετρος πους, ασύμμετρος πους. Η ασυμμετρία λεγόταν αλογία. Βλ. λ. χρόνος.
ριζίτικα:
Ριζίτικα είναι τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, τα οποία δεν συνοδεύονται από χορό. Δημιουργήθηκαν στις ορεινές περιοχές του νομού Χανίων και συγκεκριμένα στα Χανιώτικα Λευκά Όρη...Ο όρος "Ριζίτικα" προήλθε από την λέξη ρίζα όπου στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι ρίζες-πρόποδες των βουνών.Τα ριζίτικα περιέχουν δεκαπεντασύλλαβο στίχο με ομοιοκαταληξία και κατά την διάρκεια του τραγουδιού οι τραγουδιστές μπορούν να πουν κάποιο επιφώνημα. Τα ριζίτικα τραγούδια δεν είναι προϊόντα στιγμιαίας έκφρασης όπως οι μαντινάδες αλλά είναι αποτέλεσμα της συνολικής ανθρώπινης σκέψης της κρητικής ψυχής και σπάνια μιλούν για προσωπικά προβλήματα παρά μόνο για προβλήματα του ανθρώπινου γένους. Μορφολογικά, τα ριζίτικα μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες. Τα ριζίτικα "της τάβλας" και τα ριζίτικα "της στράτας". Τα ριζίτικα της τάβλας ακούγονται κατά την διάρκεια κάποιου γεύματος η κάποιας εκδήλωσης χωρίς όμως την συνοδεία μουσικών οργάνων. Σε αντίθεση με εκείνα της τάβλας, τα ριζίτικα της στράτας συνοδεύονται από μουσικά όργανα και ακούγονται κατά την διάρκεια κάποιας πορείας(π.χ γαμήλια πομπή) Χρονολογικά, τα ριζίτικα τοποθετούνται από τα Βυζαντινά χρόνια μέχρι και σήμερα. Η τελευταία γόνιμη περίοδος δημιουργίας ριζίτικων τραγουδιών ήταν η περίοδος της Γερμανικής κατοχής στην Κρήτη και από τότε συνεχώς ανακυκλώνονται .Παραδείγματα ριζίτικων τραγουδιών:Ηρωικά η Ακριτικά ριζίτικα. Είναι τα ριζίτικα τα οποία εξυμνούν τους άθλους των ηρώων της εποχής των ακριτών και παραδίδουν τους μύθους και τους θρύλους στις επόμενες γενιές. Τα ριζίτικα αυτά είναι γεμάτα από πολεμική και ηρωική πνοή, παλικαριά των πολεμικών ηρώων, αντικατοπτρίζοντας την ψυχή του Ελληνικού λαού.
"Αγρίμια και αγριμάκια μου ,λάφια μου μερωμέναπέτε μου που'ν' οι τόποι σας και πουν τα χειμαδιά σας...."
Ριζίτικα ερωτικά. Είναι τα ριζίτικα που εκφράζουν την αισθηματικότητα του κρητικού λαού με θέρμη για την ερωτική αγάπη και να παίνεσε τα κάλλη ενός αγαπημένου προσώπου ή να εκφράσει τον ερωτικό καημό του.
"Μιαν έμορφη χτενίζετε στου φεγγαριού τον δίσκογη πάει για την εκκλησία γη ένα πούλι αναμένει.Χριστέ μου και να' μουνε πούλι , Χριστέ μου να' μου φεγγάρι..."
Ριζίτικα της ξενιτιάς. Είναι τα ριζίτικα όπου αντικατοπτρίζονται με τα μελανότερα χρώματα, τα βάσανα που έχει ο ξενιτεμός και για εκείνους που φεύγουν αλλά και για εκείνους που περιμένουν για χρόνια την επάνοδο αγαπημένων προσώπων.
"Δεν πάω μα στην ξενιτιά, φοβούμαι μην πεθάνω,
με τα ματάκια μ'ειδα γω τσι πως τσι θα'βγουν..."
Ριζίτικα μοιρολόγια. Είναι εκείνα τα ριζίτικα που είναι από τα πιο λυρικά προϊόντα του ευαίσθητου κρητικού λαού, περιέχοντας στους στίχους τους πολύ τραγικότητα όση και τα περιστατικά από τα οποία εμπνέονται.
"Ειντα' χετε γυρού γυρού κι είναι βαριά η καρδιά σας δεν τρώτε δεν πίνετε και δεν χαροκοπάτε πριν έρθει ο χάρος να μας βρει να μασε' διαγουμίσει να διαγουμίσει τσι γενιές και να διαλέξει τσι άντρες…"
[Για να ακούσετε το ριζίτικο "Πότε θα κάνει ξαστεριά.." πιέστε
εδώ]
Ροκάνα:
η ροκάνα ή ρουκάνα ή τροκάνα είναι ένα είδος ξύλινου κροτάλου: μια λεπτή σανίδα που προσκρούει σε έναν περιστρεφόμενο γύρω από τον άξονά του οδοντωτό τροχό. Στην Ελλάδα είναι σήμερα ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια μικρών και μεγάλων, ιδιαίτερα τις μέρες της Αποκριάς. Παλιότερα στις ελληνικές πόλεις χρησιμοποιούσαν τη ροκάνα για να αναγγέλουν τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, ενώ οι μοναχοί του Αγίου Όρους - λόγω του ξερού και διαπεραστικού ήχου της - την χρησιμοποιούσαν για να " σκιάζουνε τ' άγρια" δηλ. να τρομάζουν και να απομακρύνουν τα πουλιά και τα αρπακτικά ζώα (αλεπούδες, τσακάλια, αγριογούρουνα) που πλησίαζαν τις μονές και έτρωγαν τα λαχανικά στα μποστάνια, τα φρούτα και τα σταφύλια στ' αμπέλια.
Ρόμβος: ή ρύμβος· (α) ο ήχος που παράγεται από το χτύπημα των κροτάλων ή του τύμπανου. Πίνδ. (Διθύραμβοι ΙΙ, 9): "ρόμβοι τυπάνων" (βροντεροί ήχοι ταμπούρλων). (β) μικρό ξύλινο ραβδί δεμένο σ' ένα κορδόνι· όταν το κορδόνι στριφογυριζόταν αργά, παρήγε έναν χαμηλό ήχο· όταν στριφογυριζόταν πολύ γρήγορα παρήγε οξύ και διαπεραστικό ήχο. Ο ρόμβος χρησιμοποιούνταν από τους Κορύβαντες στις τελετές τους. Ησύχ. : "ρόμβος· ψόφος, στροφός, ήχος, δίνος, κώνος, ξυλήριον ού εξήπτον σχοινίον και εν ταις τελεταίς δονείται" (ρόμβος [είναι] ένας κρότος, σχοινί, ήχος, στριφογύρισμα, ένα ξυλαράκι μ' ένα σχοινί, το οποίο στριφογυρίζεται στις τελετές). Αρχύτας (Ι): "και τοις ρύμβοις τοις εν ταις τελεταίς κινουμένοις, το αυτό συμβαίνει· ήσυχα μέν κινούμενοι βαρύν αφίενται ήχον, ισχυρώς δε οξύν" (και το ίδιο γίνεται με τους ρόμβους, που κινούνται [στριφογυρίζουν] στις τελετές· όταν κινούνται ήσυχα, παράγουν χαμηλό ήχο και, όταν κινούνται δυνατά [γρήγορα], ψηλό ήχο). (γ) το ίδιο όπως το ρόπτρον (βλ. πιο κάτω)· Ε.Μ.: "ρόμβος· ρόπτρον, τύμπανον" (ρόμβος· ταμπουρίνο, ταμπούρλο).
Ρόπτρον: ταμπουρίνο με τη σύγχρονη σημασία, δηλ. μικρό και ελαφρό τύμπανο, αποτελούμενο από ένα ξύλινο κοίλο στεφάνι με τεντωμένη επάνω του μεμβράνη (δέρμα), και μικρά μετάλλινα ζίλια (κρόταλα) δεμένα γύρω. Χρησιμοποιούνταν από τους Κορύβαντες στις τελετές τους. Πλούτ. (Κράσσος 23, 7, 557Ε): "Πάρθοι γαρ ου κέρασιν, ουδέ σάλπιγξιν εποτρύνουσιν εαυτούς εις μάχην, αλλά ρόπτρα βυρσοπαγή και κοίλα περιτείναντες ηχείοις χαλκοίς άμα πολλαχόθεν επιδουπούσι" (γιατί οι Πάρθοι δεν παροτρύνουν τους εαυτούς των σε μάχη με κέρατα ή σάλπιγγες, αλλά [χρησιμοποιούν] κοίλα ταμπουρίνα κατασκευασμένα από δέρματα, γύρω από τα οποία δένονται μεταλλικά κρόταλα [ζίλια], και τα χτυπούν όλα μαζί από πολλές πλευρές).
Ρυθμική: η επιστήμη του ρυθμού. Πρέπει να διακρίνεται από τη μετρική, της οποίας τα πλαίσια είναι πιο περιορισμένα. Βλ. λ. ρυθμοποιία.
Ρυθμογραφία: καταγραφή του ρυθμού (Δημ., LSJ)· σύνθεση ρυθμικών σχημάτων (Gev. ΙΙ, 584). ρυθμογράφος· αυτός που καταγράφει τους ρυθμούς (LSJ)· αυτός που περιγράφει τους ρυθμούς (Δημ.).
Ρυθμοειδής: χρόνος όχι τελείως ρυθμικός· στον πληθ. χρόνοι (ή διάρκειες) που δεν έχουν μεταξύ τους ακριβείς ρυθμικές σχέσεις. Πτολεμ. Μουσικά (Excerpta Neapol. 12, 414 C. v. J.): "ρυθμοειδείς είναι οι χρόνοι που δεν έχουν καλή ρυθμική τάξη [μεταξύ τους], αλλά φαίνονται ότι έχουν κάποιο είδος ρυθμού". Πρβ. Αριστείδης, Mb 33, R.P.W.-Ι. 33.Bλ. λ. εύρυθμος.
Ρυθμοποιία η επιστήμη της εφαρμογής του ρυθμού. Κατά τον Αριστείδη (Περί μουσ. 42 Mb), "ρυθμοποιΐα δε εστι δύναμις ποιητική ρυθμού" (ρυθμοποιία είναι μια ικανότητα δημιουργική ρυθμού). Η ρυθμοποιία υποδιαιρείται, κατά τον Αριστείδη (ό.π. 43 Mb), όπως και η μελοποιία, "στη λήψη (λήψις), με την οποία μαθαίνουμε ποια είδη ρυθμού πρέπει να διαλέξουμε, στη χρήση (χρήσις· εφαρμογή), με την οποία προσαρμόζουμε τις άρσεις και τις θέσεις, και στη μείξη (μίξις), που μας διδάσκει πώς να συνυφάνουμε κατάλληλα τους ρυθμούς". Σκοπός της ρυθμοποιίας είναι η προσαρμογή των λέξεων, των μελών και των κινήσεων σε ρυθμικά σχήματα. Με ένα γενικό τρόπο, η ρυθμοποιία ασχολείται με τη μετατροπή του αόριστου ρυθμού σε συγκεκριμένες ρυθμικές μορφές, δηλ. είναι η ρυθμική σύνθεση, ενώ ρυθμική είναι η επιστήμη που ασχολείται με τα τεχνικά προβλήματα του ρυθμού.
Ρυθμός: στην ιωνική διάλεκτο ρυσμός· η λέξη πρωτοεμφανίζεται στον Αρχίλοχο: "γίγνωσκε δ' οίος ρυσμός ανθρώπους έχει" (μάθε ότι ένας χαρακτήρας [ψυχική κατάσταση] κυβερνά τους ανθρώπους [ή τους κρατά δέσμιους]· πρβ. Bergk PLG ΙΙ, 401, απόσπ. 66 [31]· επίσης, Ε. Diehl Anth. Lyr. Gr. 231, απόσπ. 67α). Όπως είναι φανερό από το προηγούμενο απόσπασμα του Αρχίλοχου, η λέξη ρυσμός (ρυθμός) δεν είχε στην αρχή καμιά μουσική σημασία. Ως μουσικός όρος χρησιμοποιήθηκε κυρίως τον 4ο αι. π.Χ. Ο Αριστόξενος υπήρξε ο πρώτος που μελέτησε με συστηματικό τρόπο το φαινόμενο του μουσικού ρυθμού. Οι αρχαίοι συγγραφείς και θεωρητικοί έδωσαν διάφορους ορισμούς του όρου ρυθμός. Ο Πλάτων (Νόμοι Β', 665Α) καθορίζει: "τη δή της κινήσεως τάξει ρυθμός όνομα είη" (ρυθμός ονομάζεται η τάξη της κινήσεως). Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 31 Mb και R.P.W.-I.) δίνει τον ακόλουθο ορισμό του ρυθμού: "ρυθμός τοίνυν εστί σύστημα εκ χρόνων κατά τινα τάξιν συγκειμένων" (ρυθμός, λοιπόν, είναι ένα σύστημα χρόνων που τοποθετούνται με κάποια τάξη). Ο Βακχείος (Εισ. 93) τον ορίζει ως: "χρόνου καταμέτρησις μετά κινήσεως γινομένη ποιας τίνος" (καταμέτρηση χρόνου, που γίνεται με κάποια κίνηση). Δίνει επίσης και ορισμούς από άλλους συγγραφείς. Η θεωρία του Αριστόξενου βασίζεται στην αντίληψη ότι ο ρυθμός υπάρχει από μόνος του, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε πραγματοποίηση, και κυλά μέσα σε μια αφηρημένη διάρκεια (πρβ. L. Laloy, Lexique d'Aristoxene, XXXI)· "ο ρυθμός ποτέ δεν αναμειγνύεται με το ρυθμικό υλικό, αλλά δίνει κάποια τάξη στο ρυθμιζόμενο (το υλικό που μπαίνει σε τάξη, που ρυθμίζεται), κάνοντας τους χρόνους να διαδέχονται ο ένας τον άλλον με τούτον ή εκείνο τον τρόπο. Ο ρυθμός και η μορφή (φόρμα) μοιάζουν στο ότι και οι δύο δεν έχουν πραγματική υπόσταση. Αληθινά, η φόρμα δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς το υλικό που θα τη δεχόταν· όμοια, ο ρυθμός, με την απουσία ενός στοιχείου επιδεκτικού μετρήσεως και ικανού να διαιρεί το χρόνο, δεν μπορούσε να υπάρξει· γιατί ο χρόνος δεν μπορεί να διαιρεθεί από μόνος του, πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο που να τον διαιρεί. Είναι, επομένως, ανάγκη το ρυθμικό υλικό να μπορεί να διαιρεθεί σε αντιληπτά μέρη, με τα οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η διαίρεση του χρόνου" (Αριστόξ. Ρυθμ. Στοιχ. Feussner, κεφ. 2). Τα υλικά του ρυθμού είναι "οι λέξεις, το μέλος και η κίνηση του σώματος". Ο Αριστείδης λέει ότι ο ρυθμός μπορεί να γίνει αντιληπτός υπό τρεις έννοιες, (α) οπτικά ("όψει"), όπως στην όρχηση· (β) ακουστικά ("ακοή"), όπως στο μέλος· και (γ) με την αφή ("αφή"), όπως στους παλμούς των αρτηριών. Στη μουσική, όμως, ο ρυθμός μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο με δύο τρόπους: οπτικά και ακουστικά. Ρυθμίζω (ρ.)· κανονίζω, φέρω σε ρυθμό, σε συμμετρία. Τα ρυθμιζόμενα· τα στοιχεία του ρυθμού (συλλαβές, νότες και κινήσεις [[[χειρονομία|χειρονομίες]]]). Βιβλιογραφία: R. Westphal, (α) System, der antiken Rhythmik, Λιψία 1865· (β) Metrik der Griechen, τόμ. 1-2, Λιψία 1867-1868· (γ) Aristoxenos von Tarent. Melik und Rhythmik des klassischen Hellenentums, τόμ. 1-2, Λιψία 1883-1893. Carlo del Grande, L'espessione musicale dei poeti greci, Νεάπολη 1932. Θρ. Γ. Γεωργιάδης, Der griechische Rhythmus, Musik, Reigen, Vers und Sprache, Αμβούργο 1949. Emile Martin, Essai sur les rythmes de la chanson grecque antique, Παρίσι 1953. Θρ. Γ. Γεωργιάδης, Musik und Rhythmus bei der Griechen, Αμβούργο 1958. Επίσης, Gev. II, 1-240- Th. Rein. La mus. gr. 72-116.