Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Φι


 


Φαλλικόν: μέλος· τραγούδι που εκτελούσαν κατά την πομπή του φαλλού σε τελετή προς τιμήν του Διόνυσου. Έτσι λεγόταν και ο χορός που εκτελούσαν σε αυτή την τελετή. Πολυδ. (IV, 100): "και φαλλικόν επί Διονύσω" (φαλλικό [όρχημα] προς τιμήν του Διόνυσου).

Φάνδουρος: βλ. λ. πανδούρα.

Φερεκράτειος: στίχος· και [[φερεκράτειον_μέτρον|φερεκράτειον μέτρον]] ή απλά φερεκράτειον. Στίχος που πήρε το όνομά του από τον κωμικό ποιητή Φερεκράτη, που τον χρησιμοποίησε πλατιά. Ο φερεκράτειος στίχος ήταν λογαοιδική (μεικτή) τριποδία, αποτελούμενη από δύο τροχαίους και ένα δάκτυλο· υπήρχαν δύο είδη, ανάλογα με τη θέση του δακτύλου: Α1: - U U - U - U (ακατάληκτος) Α2: - U U - U - Λ (καταληκτικός) Β1: - U - U U - U (ακατάληκτος) Β2: - U - U U - Λ (καταληκτικός) Πρβ. Ανακρέων. Σημειώσεις: 1. Για τα καταληκτικά και ακατάληκτα μέτρα, βλ. λ. μέτρον. 2. Το σημείο Λ είναι για το λείμμα (βραχύς κενός χρόνος)· βλ. τα λ. λείμμα και παρασημαντική.

Φερεκράτης: (περ. 420 π.Χ.)· κωμικός ποιητής και μουσικός. Σε αυτόν οφείλουμε ένα σημαντικό ντοκουμέντο για την εξέλιξη της μουσικής στον 5ο αι. π.Χ. Στην κωμωδία του Χείρων παρουσιάζει τη Μουσική σαν γυναίκα που παραπονιέται και διαμαρτύρεται στη Δικαιοσύνη για όλες τις κακοτυχίες και την κακομεταχείριση που έχει υποστεί από τις καινοτομίες του Μελανιππίδη, του Κινησία, του Φρύνη και του Τιμόθεου. Αυτό το ουσιαστικό τμήμα της κωμωδίας (25 στίχοι) έχει διασωθεί από τον Πλούταρχο στο Περί μουσικής (1141 D-F και 1142Α, 30).

Φήμιος: φημισμένος αοιδός από την Ιθάκη, που συχνά μνημονεύεται στην Οδύσσεια (λ, π). Έζησε στο παλάτι του Οδυσσέα, ο οποίος του εμπιστεύτηκε την Πηνελόπη, κατά την απουσία του στην Τροία. Τραγουδούσε τη νοσταλγία των Ελλήνων και τον πόθο του γυρισμού. Αναγκάστηκε να ψυχαγωγεί τους "μνηστήρες" στα συμπόσιά τους με τη μουσική του και κινδύνεψε να σκοτωθεί από τον Οδυσσέα, όταν, μετά την επιστροφή του, σκότωσε τους μνηστήρες. Πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1132Β, 3.

Φθόγγος: ήχος, φωνή. Στη μουσική, ένας ήχος με καθορισμένο ύψος που παραγόταν από φωνή ή οποιοδήποτε μουσικό όργανο· στον πληθ., νότες και χορδές. Δίνουμε τώρα μερικούς ορισμούς του φθόγγου από αρχαίους θεωρητικούς: Αριστόξενος (Αρμον. Στοιχ. Ι, 15, 15 Mb): "Συντόμως μεν ούν ειπείν, φωνής πτώσις επί μίαν τάσιν φθόγγος εστί" (Για να εκφραστούμε σύντομα, φθόγγος είναι η πτώση της φωνής πάνω σ' ένα ύψος). Κλεονείδης (Εισαγ. 1): "φθόγγος μεν ούν εστί φωνής πτώσις εμμελής επί μίαν τάσιν" (φθόγγος είναι η μουσική πτώση της φωνής πάνω σ' ένα ύψος). Ο Βακχείος (Εισαγ. 4) δίνει τον ίδιο ορισμό, προσθέτοντας: "μία γαρ τάσις εν φωνή ληφθείσα εμμελή φθόγγον αποτελεί" (ένα μόνο ύψος παρμένο στη φωνή αποτελεί μουσικό ήχο [φθόγγο]). Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 11) με πιο αναλυτικό τρόπο λέει: "φθόγγος εστί φωνή άτομος, οίον μονάς κατ' άκοήν· ως δε οι νεώτεροι, επίπτωσις φωνής επί μίαν τάσιν και απλήν· ως δ' ένιοι, ήχος απλατής κατά τόπον αδιάστατος" (φθόγγος είναι ένας αδιαίρετος ήχος όπως μια ακουστική μονάδα· και, όπως [λένε] οι νεότεροι, μια πτώση φωνής πάνω σ' ένα μόνο ύψος· και, καθώς [λένε] μερικοί άλλοι, ένας ήχος χωρίς πλάτος και συνεχής [χωρίς διακοπή]). Ο Αριστείδης (Περί μουσ. 12-13 Mb) διακρίνει πέντε διαφορές ανάμεσα στους φθόγγους (διαφοραί φθόγγων): (1) ως προς το ύψος (κατά την τάσιν), (2) ως προς το διάστημα (τη συμμετοχή σ' ένα ή περισσότερα διαστήματα· κατά διαστήματος μετοχήν), (3) ως προς το σύστημα (τη συμμετοχή σ' ένα ή περισσότερα συστήματα· κατά συστήματος μετοχήν), (4) ως προς την περιοχή της φωνής.(κατά τον της φωνής τόπον) και (5) ως προς το ήθος (κατά ήθος· το ήθος ποικίλλει ανάλογα με το ύψος των φθόγγων).

Φιλάμμων: μυθικός αοιδός, ποιητής-μουσικός, γιος του Απόλλωνα, πατέρας του Θάμυρι από τη Θράκη. Σύμφωνα με μερικούς μύθους, ο Φιλάμμων πρώτος καθιέρωσε τραγούδια και χορούς στο Δελφικό ιερό (Πλούτ. Περί μουσ. 1132D, 3). Λέγεται πως οι συνθέσεις του Τέρπανδρου βασίζονται στους νόμους του Φιλάμμωνα.

Φιληλιάς: ωδή· μια ωδή στον Ήλιο (Απόλλωνα). Αθήν. (ΙΔ', 619Β, 10): "η δε εις Απόλλωνα ωδή [καλείται] φιληλιάς, ως Τελέσιλλα παρίστησι" (και η ωδή στον Απόλλωνα [ονομάζεται] φιληλιάς, καθώς μαρτυρεί η Τελέσιλλα).

Φιλόδημος: (1ος αι. π.Χ.)· ποιητής και επικούρειος φιλόσοφος από τα Γάδειρα της Συρίας. Έζησε στη Ρώμη κατά την εποχή του Κικέρωνα (και πιο συγκεκριμένα γύρω στα 60 π.Χ.), που εγκωμίαζε την πολυμάθειά του. Ανάμεσα στα πολλά του έργα υπάρχει και ένα Περί μουσικής. Το κείμενο αυτού του έργου, σοβαρά κολοβωμένο, βρέθηκε μαζί με άλλους παπύρους στο Ηράκλειο (Ερκουλάνεουμ, Ερκολάνο) της Ν. Ιταλίας, ΝΑ της Νεάπολης, κοντά στην Πομπηία. Από το έργο διασώθηκε ένα ουσιαστικό μέρος του τέταρτου βιβλίου. Εκδόθηκε, με λατινική μετάφραση, μαζί με άλλα έργα του Φιλόδημου (στα Volumina Herculanensia quae supersunt, Νεάπολη 1793, τ. Ι, σσ. 1-144), με τον τίτλο: Philodemi De Musica IV· το κείμενο δημοσιεύτηκε σε στήλες, με φωτογραφίες των παπύρων και σχόλια στα λατινικά, σσ. 145-163. Το τέταρτο βιβλίο εκδόθηκε επίσης στα Varieta nei Volumi Ercolanesi από τον Lorenzo Blanco (Νεάπολη 1860)· η έκδοση αυτή περιλαμβάνει το ελληνικό κείμενο με μετάφραση στα ιταλικά (τ. 1, μέρος Ι, σσ. 1-665), λατινική μετάφραση (τ. 1, μέρος ΙΙ, σσ. 79-136) και σχόλια (σσ. 143-221). Μια πολύ προσεκτική έκδοση του ελληνικού κειμένου δημοσιεύτηκε από τον Johannes Kempe ("Philodemi De Musica librorum quae extant", Λιψία 1884, έκδ. Teubner). Η έκδοση αυτή, όπως δείχνει και ο τίτλος της, περιέχει, εκτός από το τέταρτο βιβλίο (σσ. 62-111), και αποσπάσματα από το πρώτο και τρίτο βιβλίο (σσ. 1-20, 21-55, αντίστοιχα), καθώς και αποσπάσματα από άλλους παπύρους (σσ. 54-61). Άλλη βιβλιογραφία: D. Α. van Krevelen, Philodemus de Musiek, Άμστερνταμ 1939. Otto Luschnat, Zum Text von Philodemos Schrift De Musica (Deutsche Akademie der Wissenschaften zu Berlin· Institut fur hellenistische-romische Philosophie, Veroffentlichung, αρ. 1, 1953, σσ. 5-36, με πίνακες φωτογραφιών των παπύρων). Armando Plebe, Filodemo e la musica, Τορίνο 1957, σσ. 22. G. M. Rispoli, άρθρο για τον Φιλόδημο, βιβλ. Ι στις Ricerche sui papiri ercolanesi, Νεάπολη 1969.

Φιλόλαος: (5ος αι. π.Χ.)· φιλόσοφος από τον Τάραντα, οπαδός του Πυθαγόρα, σύγχρονος του Σωκράτη. Στα Φυσικά του, από τα οποία έχει διασωθεί ένα απόσπασμα, αναλύει και εξηγεί τις πυθαγορικές αρχές για τη μουσική. Για τα σχόλιά του στους πυθαγόρειους λόγους ορμήθηκε από τον Τίμαιο του Πλάτωνα. Ο Νικόμαχος αναλύει τις απόψεις του Φιλόλαου, διαδόχου του Πυθαγόρα, οπως τον αποκαλεί, στο κεφάλαιο 9: "Μαρτυρία των ειρημένων από του Φιλολάου" (Εγχειρ. 16-18 Mb). Ο Α. Ε. Chaignet, στο βιβλίο του Pythagore et la philosophie pythagoricienne (2 τόμοι, Παρίσι 1873), δημοσιεύει τα αποσπάσματα του Φιλόλαου και του Αρχύτα. Και αναλύει (τ. Ι, 225 κε.) τις πυθαγόρειες αρχές -όπως εκφράστηκαν από τον Φιλόλαο- σχετικά με τη σύνθεση της αρμονίας (μία συλλαβή, 4η, και μία διοξειών, 5η), τη διαίρεση του τόνου σε δίεση (13/27) και αποτομή (14/27), το κόμμα, το σχίσμα κτλ. Βλ. επίσης, Walter Burkert, Weisheit und Wissenschaft, Studien zu Pythagoras, Philolaos und Platon, Νυρεμβέργη 1962, σσ. XVI+495· ιδιαίτερα, σσ. 365-378.

Φιλόμουσος: φίλος της μουσικής, των Μουσών ή, γενικά, των τεχνών. Αρίων: "φιλόμουσοι δελφίνες" (στον Bergk PLG III, 80). φιλομουσία· αγάπη της μουσικής και των τεχνών. φιλομουσώ· αγαπώ τη μουσική, τις Μούσες και, γενικά, τις τέχνες.

Φιλόξενος: (435-380/379 π.Χ.)· συνθέτης διθυράμβων. Γεννήθηκε στα Κύθηρα (από όπου και το επώνυμο Κυθήριος) και πέθανε στην Έφεσο. Το έτος του θανάτου του μνημονεύεται στο Πάριο Χρονικό (στ. 69, 380-379 π.Χ.). Στα χρόνια 424-423, παιδί ακόμα, αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε δούλος σε κάποιον Αγεσύλα, και από αυτόν στον ποιητή Μελανιππίδη, που τον απελευθέρωσε και τον δίδαξε μουσική. Μνημονεύεται στο έργο του Πλούταρχου Περί μουσικής, μαζί με τον Τιμόθεο, ως μια σημαντική μορφή στο πεδίο των καινοτομιών της εποχής του (1141C, 1142C, 30-31). Έγινε γνωστός ως ένας από τους κυριότερους συνθέτες διθυράμβων του καιρού του. Κατά τη Σούδα, έγραψε 24 διθυράμβους, που εγκωμιάστηκαν από μερικούς για την πρωτοτυπία στην έκφραση, τη μελωδική δροσιά και ποικιλία, και επικρίθηκαν από άλλους για το πολύ διακοσμητικό στιλ τους και τις τολμηρές καινοτομίες τους. Ο κωμικός ποιητής Αντιφάνης, στην κωμωδία του Τριταγωνιστής, τον εγκωμιάζει θερμά και προσθέτει (Αθήν. ΙΔ', 643D-E, 50): "Θεός εν ανθρώποις ήν εκείνος, ειδώς την αληθώς μουσικήν" (ήταν ένας θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί γνώρισε την αληθινή μουσική). Ο Φιλόξενος έζησε για λίγο καιρό στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του πρεσβύτερου, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά. Οι σαρκαστικές όμως επικρίσεις του Φιλόξενου για τα δραματικά έργα του Διονυσίου εξόργισαν τον τύραννο, ο οποίος τον έριξε σε λατομείο. Εκεί ο Φιλόξενος έγραψε τον Κύκλωπα (ή Πολύφημος και Γαλάτεια), έργο στο οποίο σατιρίζει τον τύραννο. Σύμφωνα με μια παράδοση, όταν αργότερα ο Φιλόξενος οδηγήθηκε μπροστά στον Διονύσιο και ρωτήθηκε αν εξακολουθεί να επιμένει στη γνώμη του για τα δράματα του τυράννου, απάντησε: "προτιμώ να επιστρέψω στο λατομείο". Σε μια νεότερη προσπάθεια, έδωσε το χαρακτηρισμό "οικτραί" για τις τραγωδίες του τυράννου· ο Διονύσιος όμως αποδίδοντας στον όρο τη σημασία του προκαλώ τον οίκτο, τον ελευθέρωσε. Ο Διογένης Λαέρτιος (Δ', 6, 36) διηγείται, επίσης, ότι, όταν κάποτε ο Φιλόξενος άκουσε μερικούς πλινθοκατασκευαστές να τραγουδούν παράτονα μελωδίες του, αντέδρασε ρίχνοντας τις πλίθες και λέγοντας: "όπως εσείς καταστρέφετε τα έργα μου, έτσι και εγώ καταστρέφω τα δικά σας". Κατά τον Πλούταρχο (Βίος Αλεξάνδρου 8), ο Άρπαλος έστειλε, μαζί με άλλα έργα, διθυράμβους του Φιλόξενου για να εκτελεστούν κατά τις γιορτές των γάμων του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σούσα. Ο Φιλόξενος έγινε παροιμιώδης για την πολυφαγία του, από την οποία και πέθανε, όπως διηγείται ο κωμικός ποιητής Μάχων (Αθήν. VIIIA, 26). Πρβ. Bergk PLG III, 601-618, και Anth. Lyr. 289-294· επίσης, Page PMG 423-432, αποσπ. 814-835.

Φιλόρρυθρος: φίλος του ρυθμού· Πλούτ. Περί μουσ. 1138Β, 21.

Φιλότεχνος: συνώνυμο σχεδόν του φιλόμουσος. Εκείνος που αγαπά τις τέχνες. φιλοτεχνία· αγάπη για τις τέχνες· δεξιότητα στην τέχνη (LSJ).

Φιλωδός: εκείνος που αγαπά να τραγουδά, που αγαπά την εκτέλεση ωδών και, γενικά, το τραγούδι. Φρύνιχος (Επιτομή 123): "ο φιλών άδειν".

Φλογέρα: η φλογέρα είναι ένας μακρόστενος κοίλος κύλινδρος, ανοιχτός και στα δυο του άκρα. Κατεξοχήν ποιμενικό όργανο, φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη, από 15εκ. μέχρι 85εκ. περίπου και από διάφορα υλικά: καλάμι, ξύλο, μπρούντζο ή σίδερο, κόκκαλο, ακόμα και από πλαστική ύλη. Η τζαμάρα (Ήπειρος), το καβάλι (Θράκη) και η νταρβίρα (Εύοια, Ρούμελη, Πελλοπόνησο) είναι μακριές φλογέρες και ο ήχος τους είναι γενικά βραχνός. Ανάλογα με την δαχτυλοθεσία, τον τρόπο και τη δύναμη του φυσήματος καθορίζεται το ποιόν κάθε νότας. Άλλες ονομασίες της φλογέρας- ανάλογα με την περιοχή- είναι: παγιαύλι(Λέσβος, Χίος}, νάι ή νέι, ζουρλάς ή σουρλάς ή τσαφάρι ή νταρβίρα (Πελλοπόνησος), βιολί (Μεσσηνία), τουτούκιν (Κομοτηνή), λαγούτο (Αμοργός) κ.τ.λ. Η φλογέρα παίζεται συνήθως μόνη της από τους τσοπάνηδες όταν βόσκουν τα κοπάδια τους. Παίζεται όμως και με άλλα όργανα σε γλέντια ή πανηγύρια όταν ο φλογεροπαίκτης είναι καλός.













Φλύαξ: (συχνά στον πληθυντικό φλύακες)· είδος τραγικής παρωδίας, που εισήγαγε ο ποιητής Ρίνθων. Ήταν έργο σύνθετο από στοιχεία λαϊκών κωμικών, σατυρικών και άσεμνων ακόμα τραγουδιών των Δωριέων της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας.

Φοίνιξ: και φοινίκιον (α) ο φοίνιξ ήταν έγχορδο όργανο παρόμοιο με τη μάγαδι και την πήκτιν· ήταν όργανο πολύχορδο και οι χορδές του κουρδίζονταν κατά ζεύγη, καθεμιά με την οκτάβα της, όπως και στα άλλα δύο όργανα. Η προέλευσή του ήταν φοινικική, από όπου και το όνομά του· αλλά, κατά τον Δήλιο ποιητή Σήμο, ονομαζόταν έτσι, γιατί οι βραχίονές του κατασκευάζονταν από ξύλο φοινικιάς της Δήλου (Αθήν. ΙΔ', 637Β, 40). (β) φοινίκιον, υποκ. του φοίνιξ. Μολονότι ο όρος θα μπορούσε να σημαίνει μικρό φοίνικα, η λέξη φοινίκιο απαντά πάντοτε ως άλλη ονομασία του ίδιου οργάνου. Αριστοτ. (Προβλ. XIX, 14): "Γιατί η συμφωνία της ογδόης περνά απαρατήρητη και εμφανίζεται σαν ταυτοφωνία στο φοινίκιο, καθώς και στη φωνή;".

Φοιτητής: μαθητής, οπαδός, σπουδαστής. Κατά τον Φρύνιχο (Επιτομή 124): "κυρίως δε λέγονται φοιτηταί οι γραμματικήν ή μουσικήν μανθάνοντες" (φοιτητές είναι κυρίως εκείνοι που μελετούν [παρακολουθούν μαθήματα] γραμματική ή μουσική).

Φορβειά: γενικά, περιστόμιο, καπίστρι. Στη μουσική, η δερμάτινη ταινία που οι αυλητές έβαζαν γύρω στο στόμα και τις παρειές· άφηνε ένα άνοιγμα μπροστά από το στόμα, για να επιτρέπει το φύσημα μέσα στον αυλό, και δενόταν πίσω από το κεφάλι. Ησύχ.: "φορβειά· η αυλητική στομίς· λέγεται δε και χιλωτήρ". Ο Ησύχιος δίνει και μιαν άλλη πιο ειδική ερμηνεία: "το περικείμενον τω στόματι του αυλητού δέρμα, ίνα μή σχισθή το χείλος αυτού" (η δερμάτινη ταινία που τοποθετείται γύρω στο στόμα του αυλητή για να προστατεύει το χείλος του, για να μη σκιστεί). Η φορβειά ονομαζόταν και περιστόμιον και επιστομίς· Ε.Μ. (σ. 798, 32): "περιστόμιον καπίστριον". Για τη χρήση της φορβειάς διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις· η πιο αποδεκτή άποψη είναι ότι η φορβειά χρησίμευε για να ενισχύει το φύσημα, με συγκέντρωση της πίεσης του αέρα. Μια άλλη άποψη είναι ότι χρησίμευε στη ρύθμιση του παραγόμενου ήχου· Scholia Aristoph.: "για να κάνει τον ήχο γλυκύ [ευχάριστο], κανονίζοντας το φύσημα του αυλητή"· Σφήκες 581-582: "καν αυλητής γε δίκην νικά ταύτης ημίν επίχειρα εν φορβειά τοις δικασταίς έξοδον αυλησ' απιούσιν" (και αν ένας αυλητής κερδίσει μια δίκη, παίζει στον αυλό, με τη φορβειά επάνω, μια μελωδία για την έξοδο των δικαστών). Βλ. λ. αυλός.





Φόρμιγξ: μια παραλλαγή της αρχαϊκής λύρας. Ο Κ. Sachs (Hist. 130) υποστηρίζει ότι η φόρμιγγα ήταν "αλάνθαστα μια κιθάρα". Ηταν, πιθανώς, το πιο αρχαίο έγχορδο όργανο στα χέρια των αοιδών. Εμφανίζεται σε παραστάσεις αγγείων, συνήθως, με τέσσερις χορδές (είχε τρεις έως πέντε), μολονότι αρχαίοι συγγραφείς μιλούν και για επτάχορδες φόρμιγγες· Πίνδαρος (2ος Πυθιόνικος 70-71), επτάκτυπος· Πίνδαρος (5ος Νεμεόνικος 24), επτάγλωσσος· Στράβων (ΙΓ', 2, 4, 618), επτάτονος. Αυτό είναι μια ένδειξη ότι ο όρος φόρμιγξ χρησιμοποιούνταν συχνά στη θέση του πιο γενικού όρου, της λύρας. Η φόρμιγγα ήταν μικρή, κοίλη και κρατιόταν σε πλαγιαστή θέση, όπως και η λύρα. Η φόρμιγγα θεωρούνταν ιερό όργανο, όπως φανερώνουν πολλά επίθετα που της αποδόθηκαν από τον Όμηρο και άλλους συγγραφείς. Ονομαζόταν περικαλλής: Ομ. Ιλ. Α 603: φόρμιγγος περικαλλέος. Ακόμα, λίγεια (καθαρότονη, γλυκόφωνη), χρυσή, ελεφαντόδετος, γλαφυρά (κοίλη) κτλ. Ομ. Ιλ. Ι 186: "τον δ' εύρον φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείη" (και τον βρήκαν [τον Αχιλλέα] να τέρπει την ψυχή του με τη γλυκόφωνη φόρμιγγα). Ησίοδος (Ι, 203): "...χρυσείη φόρμιγγι" (...με χρυσή φόρμιγγα)· Αριστοφ. (Όρνιθες 217-219): "ο χρυσοκόμας Φοίβος ακούων τοις σοις ελέγοις αντιψάλλων ελεφαντόδετον φόρμιγγα" (ο χρυσοκόμης Φοίβος παίζοντας σε συνοδεία προς τους θρήνους σου την ελεφαντοκόλλητη φόρμιγγα). Πρβ. αντίψαλμος. Και τα δύο ρήματα, φορμίζω και κιθαρίζω, χρησιμοποιούνταν για το παίξιμο της φόρμιγγας ή της κίθαρης: φόρμιγγι κιθαρίζει (πρβ. Ομ. Ιλ. Σ 569-570)· επίσης, κίθαριν... φορμίζων (Ομ. Οδ. α 153-155). φορμικτής και φορμικτήρ· εκτελεστής της φόρμιγγας. φορμικτόν μέλος· τραγούδι με συνοδεία φόρμιγγας. Βιβλιογραφία: Ludwig Deubner, "Die viersaitige Leier", Mitteilungen des Deutschen Archaologischen Instituts, Athenische Abteilung 54(1929), 194-200. K. Sachs, Real-Lex. 1972, σ. 296b "Phorminx".

Φρύγιος αρμονία: ή φρυγιστί· το ακόλουθο οκτάχορδο είναι η γενικά αποδεκτή ως φρυγική αρμονία: re - do - si - la - sol - fa - mi - re (διατονικό γένος). Η φρυγική αρμονία, όπως και η λυδική, εισάγεται στην Ελλάδα από τη Μ. Ασία. Όπως αναφέρει ο Αθήναιος (ΙΔ', 625Ε, 21), και οι δύο αυτές αρμονίες (φρυγική και λυδική) έγιναν γνωστές στους Έλληνες από τους "βαρβάρους" (ξένους) Φρύγες και Λυδούς, που συνόδευσαν τον Πέλοπα στην Πελοπόννησο. Ο ποιητής Τελέστης ο Σελινούντιος λέει (Αθήν. ΙΔ', 626Α) ότι "ο φρυγικός νόμος προς τιμήν της Ρέας παιζόταν στον αυλό από τους συντρόφους του Πέλοπα· και στις οξύφωνες πηκτίδες έπαιζαν έναν ηχηρό λυδικό ύμνο". Η φρυγική αρμονία έγινε δεκτή και αφομοιώθηκε γρήγορα σε όλη την Ελλάδα, όπου έγινε, κατεξοχήν, η αρμονία των διθυράμβων. Θεωρούνταν κατάλληλη για μουσική προς τιμήν του Διόνυσου, επειδή ενέπνεε ενθουσιασμό. Έτσι, καθιερώθηκε η κατεξοχήν διονυσιακή αρμονία· όργανό της ήταν ο αυλός. Η εισαγωγή της φρυγικής μελοποιίας στην τραγωδία αποδίδεται στον Σοφοκλή. Βλ. λ. ήθος.

Φρύγιος τόνος ο έκτος τόνος στο αριστοξένειο σύστημα των 13 τόνων και όγδοος στο νεο-αριστοξένειο σύστημα των 15 τόνων. Βλ. λ. τόνος.

Φρύνις: γεννήθηκε στη Μυτιλήνη (από όπου και η επωνυμία Μυτιληναίος) το 475 π.Χ. περίπου. Κατά τη Σούδα, άρχισε τη σταδιοδρομία του ως αυλωδός, γρήγορα όμως στράφηκε προς την κιθάρα, με την καθοδήγηση του φημισμένου κιθαριστή ("ευδόκιμος κιθαριστής") Αριστοκλείδη: "παραλαβών δε [Αριστοκλείδης] Φρύνιν αυλωδούντα, κιθαρίζειν εδίδαξεν". Το 446 π.Χ. διαγωνίστηκε στα Παναθήναια στην κιθαρωδία και κέρδισε πρώτο βραβείο. Ο Φρύνις θεωρείται ο αρχηγός της σχολής των καινοτόμων του 5ου-4ου αι. π.Χ. στην Ελλάδα. Χρησιμοποίησε την εννεάχορδη κιθάρα και πολύ διακοσμητικό και μετατροπικό στιλ στη μελοποιία. Συνέβαλε ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του κιθαρωδικού νόμου και τον μετέτρεψε σε κάτι παρόμοιο με "άρια κοντσέρτου". Όταν κάποτε πήγε στη Σπάρτη, ένας έφορος έκοψε δύο χορδές από την εννεάχορδη κιθάρα του, γιατί ξεπερνούσαν τις παραδοσιακές επτά, λέγοντας ότι δε θα του επιτρεπόταν να διαφθείρει τη μουσική. Παρόμοιο επεισόδιο συνέβη αργότερα στον Τιμόθεο. Σε ώριμη ηλικία, το στιλ του έγινε πιο συντηρητικό· έτσι, η Μουσική, στην κωμωδία του Φερεκράτη Χείρων (βλ. τα λ. Κινησίας, Μελανιππίδης, Τιμόθεος), τον συγχωρεί, "γιατί, παρόλο που έσφαλε, μετάνιωσε κατόπι". Αν και είχε επικριθεί πολύ από τους κωμικούς ποιητές για τις καινοτομίες του, είχε μεγάλη εκτίμηση από άλλους. Ο Αριστοτέλης, στα Μεταφυσικά του (Α', 993Β), γράφει: "αν δεν υπήρχε ο Τιμόθεος δε θα είχαμε τόσες πολλές μελωδικές συνθέσεις, και αν δεν υπήρχε ο Φρύνις δε θα είχε υπάρξει και ο Τιμόθεος". Απο τα έργα του δεν έχει διασωθεί τίποτε.

Φρύνιχος: 1. Αθηναίος τραγωδός και μουσικός (510-476 π.Χ.). Συνέβαλε στην εξέλιξη του κλασικού δράματος, υπήρξε όμως και ο συνθέτης χαριτωμένων μελωδιών που θαυμάζονταν πολύ (πρβ. Αριστοτ. Προβλ. XIX, 31)· Αριστοφ. Όρνιθες 749-751: "ένθεν ώσπερ η μέλιττα Φρύνιχος αμβροσίων μελέων απεβόσκετο καρπον αεί φέρων γλυκείαν ωδάν" (από εκεί ο Φρύνιχος σαν μέλισσα τρεφόταν από τον καρπό αμβρόσιων μελωδιών φέροντας πάντα γλυκιά ωδή). Ο Φρύνιχος, όπως και ο σύγχρονός του Αισχύλος, απέφευγε το χρωματικό γένος. Πλούτ. (Περί μουσ. 1137Ε, 20): "δε θά'ταν άτοπο να υποστηρίξει κανείς ότι ο Αισχύλος ή ο Φρύνιχος απέφευγαν τη χρήση του χρωματικού γένους από άγνοια;". Κατά τον Αριστείδη (Αθήν. Α', 22Α, 39), "οι παλαιοί ποιητές Θέσπις, Πρατίνας [Κρατίνος], Φρύνιχος ονομάζονταν ορχησταί, όχι μονάχα γιατί εφάρμοζαν την όρχηση του χορού στα δράματά τους αλλά και γιατί, εκτός από τη διδασκαλία των ποιητικών τους έργων, δίδασκαν και όρχηση σε εκείνους που ήθελαν". Πρβ. Bergk PLG III, 561.- Aug. Nauck Trag. Gr. Fr. (Συμπλήρ. Bruno Snell, 1964), σσ. 720-725. 2. Αθηναίος κωμικός ποιητής του 5ου αι. π.Χ., σύγχρονος του Αριστοφάνη. Πρβ. Kock CAF I,370 κε.

Φυσαλλίς: είδος αυλού. Αριστοφ. (Λυσιστράτη 1245-1246)· "λαβέ δήτα τας φυσαλλίδας προς των θεών, ως ήδομαί γ' υμάς ορών όρχουμένους" (πάρε, λοιπόν, τις φυσαλλίδες, για τους θεούς, γιατί χαίρομαι να σας βλέπω να χορεύετε). Schol. Aristoph. : "λαβε δήτα τάς φυσαλλίδας" "τους αυλούς, από του φυσάν".

Φωνασκία: εξάσκηση της φωνής (από το ρήμα φωνασκώ, φωνή και ασκώ=ασκώ τη φωνή)· πρβ. Θεόφρ. Περί φυτών ιστορίας IX, 10- Δημοσθ. 319, 9: "επίδειξίν τινα φωνασκίας ποιήσασθαι".

Φωνασκός· προπονητής της φωνής· δάσκαλος του τραγουδιού, της φωνητικής εξάσκησης. Πρβ. Θησ. Ελλ. Γλ. τ. Η', στήλ. 1188-1189. Οι Έλληνες εισήγαγαν και ανέπτυξαν μια μέθοδο σολφέζ (μελωδικής ανάγνωσης). Ως βάση της μεθόδου αυτής είχαν το τετράχορδον· για "την εκτέλεση μέλους έχουμε διαλέξει, γράφει ο Αριστείδης, από τα γράμματα του αλφαβήτου εκείνα που είναι τα πιο κατάλληλα" (Περί μουσικής 91 Mb). Ως πιο κατάλληλα επέλεξαν τέσσερα φωνήεντα (α, η, ω, ε), μπροστά στα οποία έβαζαν "το καλύτερο από τα σύμφωνα" (το γράμμα τ), για να αποφεύγουν τη χασμωδία, που θα μπορούσε να προκληθεί με την αποκλειστική χρήση φωνηέντων. Η χαμηλότερη νότα του τετραχόρδου λεγόταν "τα", η δεύτερη "τη", η τρίτη "τω" και η τέταρτη "τε": Αν η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου ήταν και η πρώτη (χαμηλότερη) του επόμενου, δηλ. αν υπήρχε σύζευξη, τότε η τέταρτη νότα έπαιρνε τη συλλαβή "τα", που δινόταν στην πρώτη νότα του τετραχόρδου. Έτσι, τα δύο συζευγμένα τετράχορδα θα είχαν τις ακόλουθες συλλαβές: Ο Ανώνυμος (Bell. 80-81, 77) καθορίζει με τον ακόλουθο τρόπο τις συλλαβές για τις διάφορες βαθμίδες των 15 τόνων: "Ο προσλαμβανόμενος των δεκαπέντε τρόπων [τόνων] λέγεται "τω" (είναι φανερό πως έπρεπε να είναι "τε", ως τελευταία νότα πριν από την πρώτη του επόμενου τετραχόρδου)· οι υπάτες "τα", οι παρυπάτες "τη", οι λιχανοί "τω", οι μέσες "τε", οι παραμέσες "τα", οι τρίτες "τη", οι παρανήτες "τω" και οι νήτες "τε"": Σημειώσεις: (α) Η μέση συνημμένων (la) είχε "τα", γιατί ήταν η πρώτη νότα του τετραχόρδου, ενώ η μέση διεζευγμένων (la), ως τελευταία νότα του τετραχόρδου μέσων, είχε "τε". (β) Το ίδιο γίνεται με τη νήτη διεζευγμένων (mi), που είχε "τα" (ως πρώτη του τετραχόρδου υπερβολαίων), ενώ η νήτη συνημμένων (re) και η νήτη υπερβολαίων (la) είχαν "τε". Στην περίπτωση των οργανικών σχημάτων πρόκρουσις, προκρουσμός κτλ. οι νότες διατηρούσαν τίς αντίστοιχες συλλαβές: Στα φωνητικά σχήματα πρόληψις, προλημματισμός κτλ. και όταν υπήρχε υφέν, η συλλαβή χρησιμοποιούνταν χωρίς το σύμφωνο: Στο μελισμό, τον κομπισμό και τον τερετισμό συνήθιζαν να παρεμβάλλουν ένα "ν" ή δύο "νν": Βλ. Αριστείδης Κοϊντιλιανός (Περί μουσικής 91-94), Ανώνυμος (Bell. 80-81), 77· επίσης, Gevaert I, 418-423.

Φωνή: κυρίως η ανθρώπινη φωνή ή ο ήχος της ανθρώπινης φωνής· επίσης και των ζώων. Κατ' επέκταση, ο ήχος οποιουδήποτε μουσικού οργάνου. Ο Αριστοτέλης (Περί ψυχής 420Β) λέει: "η δε φωνή ψόφος τις εστιν εμψύχων των γαρ αψύχων ουδέν φωνεί, αλλά καθ' ομοιότητα λέγεται φωνείν, οίον αυλός και λύρα και όσα άλλα των αψύχων απότασιν έχει και μέλος και διάλεκτον" (η φωνή είναι ένας ήχος των εμψύχων· γιατί κανένα από τα άψυχα δε μιλεί, αλλά κατ' αναλογία λέγεται μιλεί [ηχεί], όπως λ.χ. ο αυλός και η λύρα και όλα εκείνα που έχουν διάρκεια, μελωδία και έκφραση). Πλάτων (Πολιτ. Γ', 397Α): "πάντων οργάνων φωνάς" (ήχους όλων των οργάνων). Ευριπίδης (Τρωάδες 127): "συριγγών φωναίς" (με τους ήχους των συριγγών). Και ο Αριστόξενος χρησιμοποιεί τον όρο φωνή με τη σημασία του φωνητικού και του οργανικού ήχου (βλ. Αρμον. Ι, 8, 16· 9, 10 κτλ.). Αλλά χρησιμοποιεί και τον όρο οργανική φωνή (ή φωνή οργανική), ειδικά για τον οργανικό ήχο (Ι, 14, 4-5· βλ. το κείμενο στο λ. όργανον). Η λέξη φωνή χρησιμοποιούνταν, κατ' επέκταση, και με τη σημασία της φράσης, του τραγουδιού, της μελωδίας· Πλούτ. (Περί μουσ. 1143Α, 33): "πολυηχής φωνή αηδόνος" (πολυποίκιλο τραγούδι του αηδονιού). φωνάριον υποκορ. του φωνή· μικρή φωνή ή κραυγή.

Φώτιγξ: πλαγίαυλος, κατασκευασμένος από ξύλο λωτού, αιγυπτιακής προέλευσης. Λέγεται από τον Ιόβα (Αθήν. Δ', 175Ε, 78) ότι ήταν εφεύρεση του Όσιρι: "τον μόναυλον Οσίριδος είναι εύρημα, καθάπερ και τον καλούμενον φώτιγγα πλαγίαυλον... επιχωριάζει γαρ και ο φώτιγξ αυλός παρ' ημίν" (ο μόναυλος είναι εφεύρεση του Όσιρι, όπως και ο πλαγίαυλος ο λεγόμενος φώτιγξ... ο οποίος είναι συνηθισμένος σε μας [στην Αίγυπτο]). Στον Αθήναιο επίσης (Δ', 182D, 80) υπάρχει μια πιο σαφής παράγραφος για το φώτιγγα: "και οι καλούμενοι λώτινοι αυλοί ονομάζονται από τους Αλεξανδρινούς φώτιγγες. Κατασκευάζονται από ξύλο λωτού που φύεται στη Λιβύη". Ο Ησύχιος λέει μόνο πως ο φώτιγξ είναι πλαγίαυλος ("φώτιγξ... πλάγιος αυλός").Βλ. λ. πλαγίαυλος.






 



 
©2010