Οδοντισμός: είδος αύλησης που χρησιμοποιούνταν στο τρίτο μέρος του πυθικού νόμου· με αυτόν ο αυλητής μιμούνταν το τρίξιμο των δοντιών του δράκοντα. Πρβ. Πολυδ. IV, 84· επίσης, τα λ. πυθικός νόμος και ιαμβικόν.
Οδός: στη μουσική χρησιμοποιούνταν με τη σημασία της πορείας, της κίνησης από ένα ορισμένο σημείο προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Ο Αριστόξενος (Αρμ. Στοιχ. III, 66, 27-28 Mb) λέει σχετικά: "Από δε του διτόνου δύο μεν οδοί επί το οξύ, μία δ' επί το βαρύ" (Από το δίτονο υπάρχουν δύο [δυνατές] κινήσεις, μία προς τα πάνω και μία προς τα κάτω).
Οίκτος: λύπη και έκφραση λύπης, θρήνος· λυπηρός οδυρμός (LSJ). Πλούτ. (Περί μουσ. 1136F, 17): "τραγικοί οίκτοι ποτε επί του Δωρίου τρόπου εμελωδήθησαν" (και τραγικοί θρήνοι μπήκαν κάποτε σε μουσική [μελοποιήθηκαν] στον δωρικό τρόπο [αρμονία]).
Οιτόλινος: πένθιμο τραγούδι στη μνήμη του Λίνου. Πρβ. λ. λίνος. Οιτόλινος (κύριο όνομα), ένα άλλο όνομα του Λίνου (βλ. λ.).
Όκλασμα: είδος ζωηρού χορού περσικής προέλευσης, κατά τον οποίο περιοδικά έκαμπταν τα πόδια σε όκλαση. Τον εκτελούσαν γυναίκες κατά την τελετή των Θεσμοφορίων προς τιμή της Δήμητρας της Θεσμοφόρου. Πολυδ. (IV, 100): "και όκλασμα, ούτω γαρ εν Θεσμοφοριαζούσαις ονομάζεται το όρχημα το περσικόν και σύντονον..." (και το όκλασμα· έτσι ονομάζεται ο πολύ ζωηρός περσικός χορός που χορεύεται από θεσμοφοριάζουσες [γυναίκες που έπαιρναν μέρος στα Θεσμοφόρια]).
Οκτάσημος: χρόνος· αυτός που αποτελείται από οκτώ βραχείς χρόνους (μονάδες)· όπως στον δόχμιο: U - - U -.
Οκτάχορδον; σύστημα με οκτώ νότες ή χορδές· κλίμακα με οκτώ νότες. Πριν από τον Αριστόξενο ονομαζόταν αρμονία. Μετά τον Αριστόξενο ο όρος "αρμονία" αντικαταστάθηκε από τον όρο "δια πασών". Ο μετασχηματισμός του επτάχορδου συστήματος στο οκτάχορδο συμπληρώθηκε τον 6ο αι. π.Χ.· ο Νικόμαχος (Εγχειρ., κεφ. 5) ισχυρίζεται πως ο Πυθαγόρας πρώτος απ' όλους ("πάμπρωτος") πρόσθεσε την 8η χορδή ("όγδοόν τινα φθόγγον") ανάμεσα στη μέση και την παραμέση (la - si), σχηματίζοντας έτσι μια πλήρη αρμονία με δύο διεζευγμένα τετράχορδα: mi - re - do - si και la - sol - fa - mi. Βλ. λ. λύρα.
Ολιγοχορδία: η χρήση λίγων χορδών· η ιδιότητα του ολιγόχορδου. βλ. λ. πολυχορδία.
Όλμος: το πάνω μέρος του επιστόμιου, στο οποίο έμπαινε η γλωσσίδα και το οποίο τοποθετούνταν ανάμεσα στα χείλη. Με το υφόλμιο σχημάτιζε το επιστόμιο του αυλού. Και τα δύο (όλμος και υφόλμιο) στερεώνονταν στο πάνω άκρο του αυλού. Φώτ. Λεξ.: "όλμοι και υφόλμια, επί αυλών"· Εύπολις (Φίλοι): "ρέγκειν τους όλμους" (να φυσήξει τους όλμους· Kock CAF Ι, 331, απόσπ. 267). Πρβ. Πολυδ. IV, 70 και λ.αυλός.
Ολολυγμός: ύμνος ή τραγούδι θριάμβου. Αισχ. (Χοηφόροι 387): "εφυμνήσαι... πυκάεντ' ολολυγμόν" (να τραγουδήσει... ένα διαπεραστικό θριαμβευτικό ύμνο).
Ολοφυρμός: ισχυρός θρήνος· επίσης, ένα τραγούδι που τραγουδιόταν σε περιπτώσεις μεγάλης θλίψης και θανάτου· ένα μοιρολόι. Αθήν. (ΙΔ', 619Β, 10): "η δε επί τοις θανάτοις και λύπαις ωδή ολοφυρμός" (και το τραγούδι που τραγουδιόταν σε θανάτους και λύπες [ονομαζόταν] ολοφυρμός).
Όλυμπος: όνομα πολλών μουσικών και ποιητών της αρχαίας Ελλάδας. 1. Μυθικός, περισσότερο, μουσικός από τη Φρυγία, μαθητής του Μαρσύα, που ανήκει στην τριάδα (Ύαγνις, Μαρσύας και Όλυμπος) της φρυγικής μουσικής. Σε αυτόν αποδιδόταν από διάφορους μύθους η επινόηση (μαζί με τους άλλους δύο) της αυλητικής τέχνης, και η εισαγωγή και εξάπλωσή της στην Ελλάδα. 2. Όλυμπος ο νεώτερος, από τη Μυσία της Μ. Ασίας (επονομαζόμενος Μυσός)· τοποθετείται στον 7ο αι. π.Χ. και συχνά συγχέεται με τον πρώτο. Η Σούδα τον τοποθετεί στην εποχή του Μίδα (γιου του Γορδίου)· ο Μίδας, κατά τον Ευσέβιο, έζησε ανάμεσα στα 738 και 696 (ή 695 π.Χ.) ή, κατά τον Ιούλιο Αφρικανό, πέθανε το 676 π.Χ. Κατά τον Αριστόξενο (Πλούτ. Περί μουσ. 1134F, 11), πολλοί μουσικοί πίστευαν ότι ο Όλυμπος ήταν ο εφευρέτης του εναρμόνιου γένους· πριν από αυτόν όλα ήταν διατονικά και χρωματικά. Πίστευαν, επίσης, ότι ήταν ο δημιουργός του αρμάτειου νόμου. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί πως ο Όλυμπος υπήρξε η πρώτη κύρια μορφή στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής, έτσι που "η προέλευση της ελληνικής και της 'νομικής' μούσας να αποδίδεται σε αυτόν" (Σωτήριχος στον Πλούτ. Περί μουσ. 1141Β, 29). Υπήρξε ο αρχηγός, ο ιδρυτής ή θεμελιωτής της ελληνικής μουσικής. Σε αυτόν αποδίδονταν πολλές επινοήσεις· εκτός από τον αρμάτειο νόμο, δημιούργησε το νόμο της Αθηνάς, τον πολυκέφαλο και τους θρηνητικούς νόμους· επίσης, το δίαυλο (που αποδιδόταν στον Ύαγνι ή στον Μαρσύα). Ο Όλυμπος εισήγαγε στους Έλληνες την οργανική μουσική (τα κρούματα) και τη λυδική αρμονία (πρβ. Κλήμ. Αλεξ. Τα ευρισκόμενα 132)· η επινόηση της λυδικής αρμονίας αποδιδόταν και σε πολλούς άλλους μουσικούς.
Ομοιότροπος: του ίδιου ύφους (στιλ)· που έχει τον ίδιο τρόπο. Πλούτ. (Περί μουσ. 1137Β, 18): "μαρτυρεί γούν τα Ολύμπου τε και Τερπάνδρου ποιήματα και των τούτοις ομοιοτρόπων πάντων" (όπως μαρτυρούν οι συνθέσεις του Όλυμπου και του Τέρπανδρου και όλων που έχουν το ίδιο στιλ).
Ομότονα: σημεία· βλ. ομότονοι φθόγγοι. Ο Γαυδέντιος ονομάζει ομότονα τα σημεία που χρησιμοποιούνταν για τους ομότονους [που έχουν το ίδιο ύψος] φθόγγους (Εισαγ. 21, Mb 23, C.v.J. 350).
Ομότονοι: φθόγγοι· νότες που έχουν το ίδιο υψος· συνών. ισότονοι|. (Πρβ. Πορφύρ. Comment. I.D. 82, 19.) Ο Γαυδέντιος ονομάζει ομότονα τα σημεία που χρησιμοποιούνταν για τους ομότονους φθόγγους (Εισαγ. 21, Mb 23, C.v.J. 350).
Ομοφωνία: και ομόφωνοι φθόγγοι· (α) ομοφωνία είναι η ταυτοφωνία και κατ' επέκταση η ογδόη, η διπλή ογδόη κτλ. Ο Βακχείος (Εισαγ. 60) ορίζει: "ομοφωνία· όταν άμα δύο φθόγγοι τυπτόμενοι μήτε οξύτεροι, μήτε βαρύτεροι αλλήλων υπάρχωσι" (ομοφωνία, [είναι] όταν από δύο φθόγγους που παίζονται ταυτόχρονα ούτε ψηλότερος, ούτε χαμηλότερος είναι ο ένας από τον άλλο). (β) Ο Πτολεμαίος (Αρμον. Ι, 7) καθορίζει έτσι: "Ομόφωνοι μεν, οι κατά την σύμψαυσιν ενός αντίληψιν εμποιούντες ταις ακοαίς, οίον οι δια πασών και οι εκ τούτων συντιθέμενοι" (ομόφωνοι μεν [είναι εκείνοι οι ήχοι] που όταν παιχτούν μαζί δίνουν ακουστικά την εντύπωση ενός ήχου, όπως είναι οι όγδοες και οι σύνθετες από αυτές). Ομόφωνοι λοιπόν, κατά τον Πτολεμαίο, είναι η ογδόη, η διπλή ογδόη κτλ. ("ο τε πρώτος πολλαπλάσιος και οι υπ' αυτού μετρούμενοι"). Ο Πορφύριος (Commentarius, Wallis 292, I.D. 118, 18 κε.) καθορίζει ως "πρώτη την ογδόη και υστέρα τη διπλή και την τριπλή ογδόη". Ο Πτολεμαίος διαιρεί τα διαστήματα σε τρεις κατηγορίες· πρώτα βάζει τα ομόφωνα, δεύτερα τις συμφωνίες και τρίτα τα εμμελή. "Προηγούμενον μεν, αρετής ένεκα, το των ομοφώνων" (Πρώτα για την ανωτερότητά τους έρχονται τα ομόφωνα). "Τών δε ομοφώνων ενωτικώτατον και κάλλιστον το δια πασών" (Και από τα ομόφωνα το πιο ενωτικό και το πιο καλό είναι η ογδόη). Για τον Γαυδέντιο (Εισ. 8) ομόφωνοι είναι: "οί μήτε βαρύτητι, μήτε οξύτητι διαφέρονται αλλήλων" (οι εμμελείς φθόγγοι, που δε διαφέρουν σε ύψος). Ο Αριστείδης (Περί μουσ. Mb 12, R.P.W.-I.10) δίνει τον εξής ορισμό: "ομόφωνοι δε οίτινες δύναμιν μεν αλλοίας φωνής, τάσιν δε ίσην επέχουσιν" (ομόφωνοι είναι οι φθόγγοι που διαφέρουν ως προς τη λειτουργία (το ρόλο) τους στην αρμονία, αλλά έχουν το ίδιο ύψος). Πρβ. λ. δύναμις. Οι όροι ισοτονία και ισότονοι και ομοτονία-ομότονοι χρησιμοποιούνταν επίσης για τους όρους ομοφωνία-ομόφωνοι. Βλ. λ. συμφωνία - σύμφωνοι.
Ομφαλός: το πέμπτο και κεντρικό τμήμα του κιθαρωδικού νόμου (βλ. λ. κιθαρωδία).
Ονομασία: στην αρχαία ελληνική μουσική γινόταν χρήση ονομάτων για τον προσδιορισμό των φθόγγων (προσηγορίαι· Μ. Ψελλός, Σύνταγμα 21α). Αρχικά τα ονόματα αυτά δόθηκαν στις χορδές της λύρας σύμφωνα με τη θέση τους στο όργανο· όταν η λέξη χορδή έγινε, με τη συνεχή και πρακτική χρήση, συνώνυμη του φθόγγου, τα ονόματα χρησιμοποιούνταν χωρίς διάκριση τόσο για τις χορδές, όσο και για τους αντίστοιχους φθόγγους. Από τον 6ο αι. π.Χ., όταν η επτάχορδη λύρα έγινε οκτάχορδη, τα ονόματα (προσηγορίες) ήταν τα ακόλουθα: νήτη, νεάτη (=χαμηλότατη), η ψηλότερη νότα· παρανήτη, η αμέσως πιο κάτω από τη νήτη· τρίτη, η τρίτη από πάνω προς τα κάτω· παραμέση, η πλαϊνή της μέσης προς τα πάνω· μέση, η κεντρική νότα· λιχανός, η χορδή που παιζόταν με το λιχανό, το δείκτη· παρυπάτη, η πλαϊνή της υπάτης προς τα πάνω· υπάτη (=υψίστη), η πιο χαμηλή νότα. Η πιο πάνω ονοματολογία χρειάζεται κάποια εξήγηση. (α) η λ. νήτη, ενώ σήμαινε την έσχατη χορδή, ήταν στην πραγματικότητα η ψηλότερη χορδή· αυτό οφείλεται στη θέση της χορδής νήτη, που ήταν τοποθετημένη στο πλησιέστερο σημείο από τον εκτελεστή· πρβ. Αριστείδης (Mb 11) στο λ. νήτη. (β) Η υπάτη, ακριβώς το αντίθετο με τη νήτη, αλλά κατά παρόμοια αντιστοιχία, ενώ σήμαινε την πιο ψηλή χορδή, στην πραγματικότητα ήταν η χαμηλότερη, γιατί η αντίστοιχη χορδή ήταν τοποθετημένη στο άλλο άκρο, το πιο μακρινό από τον εκτελεστή· πρβ. Αριστείδης (Mb 11) στο λ. υπάτη. Ο Νικόμαχος (στο Εγχειρ. 3) λέει ότι κατ' αναλογία με τον πλανήτη Κρόνο, που είναι ο πιο ψηλός και πιο απομακρυσμένος από μας πλανήτης, ο πιο χαμηλός ήχος στη δια πασών ονομάστηκε υπάτη, γιατί ύπατον είναι το πιο ψηλό. Κατά τον ίδιο τρόπο η Σελήνη, που είναι ο πιο χαμηλός και πλησιέστερος πλανήτης στη Γη, ο πιο ψηλός ήχος πήρε το όνομα νήτη, που σημαίνει χαμηλότατος. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι το αντιφατικό φαινόμενο στους δύο αυτούς όρους (υπάτη, νήτη) οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι, καθώς λέει ο Αριστείδης, οι αρχαίοι συνήθιζαν να ονομάζουν τον πρώτο ύπατον (τον πιο ψηλό) και τον πιο μακρινό νέατον (χαμηλότατο). Ο Kurt Sachs (Hist. 135) υποστηρίζει ότι "η νήτη ή χαμηλή χορδή κατά τρόπο εκπληκτικό προσδιορίζει την πιο ψηλή νότα στην ελληνική μουσική, όχι γιατί είναι η πιο χαμηλή όταν η λύρα κρατιέται στην κανονική, πλαγιαστή θέση, αλλά γιατί η σημιτική Ανατολή αποκαλεί ψηλούς φθόγγους τους χαμηλούς και χαμηλούς φθόγγους τους ψηλούς". Πρβ. Αριστοτ. (Προβλ. XIX, 3· Πλούτ. Πλατωνικά ζητήματα IX, 2, 1008Ε). (γ) Όλα τα ονόματα ήταν στο θηλυκό γένος, γιατί εξυπακούεται η λέξη "χορδή"· ήταν δηλ. επίθετα στο ουσιαστικό χορδή, λ.χ. νήτη χορδή (χαμηλότατη-ύψιστη χορδή). Στο Σύστημα Τέλειον Μείζον τα ονόματα ήταν με τη σειρά τους τα ακόλουθα, με τον προστεθειμένο φθόγγο (τον προσλαμβανόμενο): Οι νότες του τετραχόρδου συνημμένων στο Σύστημα Τέλειον Έλασσον ονομάζονταν: Τα ονόματα παραμένουν τα ίδια και στα τρία γένη για τις αντίστοιχες νότες και χορδές: Στο παλαιό σύστημα οι αρμονίες (οκτάχορδα), εφόσον πρακτικά ήταν τμήματα του Τελείου Μείζονος Συστήματος, διατηρούσαν τα ονόματα των αντίστοιχων φθόγγων σύμφωνα με τη θέση τους (ή λειτουργία) στο Σύστημα Τέλειον Μείζον. Έτσι, η μιξολυδική (si - si), παρμένη με ανιούσα σειρά, άρχιζε με την υπάτη υπατών, η λυδική (do - do) με την παρυπάτη κ.ο.κ. Ο Πτολεμαίος εισήγαγε την "κατά θέσιν" ονομασία των φθόγγων. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η πρώτη νότα κάθε αρμονίας (οκτάχορδου) ονομαζόταν, σχετικά με τη θέση της στην κλίμακα, υπάτη, η δεύτερη νότα παρυπάτη, η τρίτη λιχανός, η τετάρτη μέση κτλ. (κατά ανιούσα σειρά)· από την άλλη, κάθε νότα της ίδιας αρμονίας ονομαζόταν επίσης και σύμφωνα με τη λειτουργία της ("κατά δύναμιν") στο Σύστημα Τέλειον Μείζον. Στο ακόλουθο παράδειγμα έχουμε και τις δύο ονομασίες: Λυδική αρμονία ονομασία (α) ονομασία κατά δύναμιν: (β) κατά θέσιν: Φρυγική αρμονία (α) κατά δύναμιν: (β) κατά θέσιν: Σημείωση: Μονάχα στη δωρική αρμονία (mi - mi) και οι δύο ονομασίες συμπίπτουν.
Οξύβαφοι: κρουστό όργανο, αποτελούμενο από μια σειρά μικρών πήλινων ή οστράκινων αγγείων, τα οποία, όταν χτυπηθούν μ' ένα ξύλινο ραβδί, παράγουν διάφορους ήχους. Η Σούδα στο λ. "Διοκλής" γράφει: "...τούτον δε φασιν ευρείν και την εν τοις οξυβάφοις αρμονίαν, εν οστρακίνοις αγγείοις, άπερ έκρουεν εν' ξυλυφίω" ([ο Διοκλής]... λέγεται ότι εφεύρε μιαν αρμονία [σειρά φθόγγων] πάνω στους οξύβαφους, καμωμένους από οστράκινα αγγεία, χτυπώντας τα μ' ένα μικρό ξύλινο ραβδί). Η Σούδα κατά λάθος αποδίδει την εφεύρεση αυτή στον κωμικό Διοκλή, αντί στον μουσικό Διοκλή. Ανών. (Bell. 28, 17): "οι οξύβαφοι, δι' ών κρούοντές τινες μελωδούσι" (οι οξύβαφοι, με τους οποίους μερικοί χτυπώντας παράγουν μουσικούς ήχους).
Οξυηχής: εκείνος που έχει διαπεραστικό, οξύ ήχο· ο ψηλά τονισμένος (κουρδισμένος).
Οξύπυκνος: η ψηλότερη νότα του πυκνού. Συνολικά, υπήρχαν πέντε οξύπυκνοι στο Σύστημα Τέλειον Μείζον συγκεκριμένα, οι δύο λιχανοί (υπατών και μέσων) και οι τρεις παρανήτες (διεζευγμένων, συνημμένων και υπερβολαίων). Όλες αυτές οι οξύπυκνοι ήταν φθόγγοι κινητοί ("κινούμενοι", που άλλαζαν ανάλογα με το γένος και το είδος) του τετραχόρδου.
Οξύς: και οξύτης· οξύς· ψηλός (ή διαπεραστικός) φθόγγος (αντίθ. βαρύς). οξύτης· ένταση στο ύψος· το αποτέλεσμα της "επίτασης". Αριστόξενος (Αρμ.
Ι, 10, 27 Mb): "οξύτης δε το γενόμενον δια της επιτάσεως" (οξύτητα είναι το αποτέλεσμα που παράγεται από το τέντωμα της χορδής). Κατά τον Αριστοτέλη (Προβλ. XIX, 8) το οξύ ήταν λιγότερο σημαντικό από το χαμηλό. Στην προσωδία οξεία, ο τόνος.
Οξύτονος: εκείνος που ηχεί μ' έναν οξύ και διαπεραστικό τόνο· επίσης, ο ψηλά κουρδισμένος τόνος. Οξύφωνος· εκείνος που έχει ψηλή, διαπεραστική φωνή· φωνή ψηλά τονισμένη. Συνώνυμο του οξύτονος.
Όργανον: μουσικό όργανο, έγχορδο ή πνευστό.
Όρθιος: στη μουσική, ψηλός, οξύς. Ευριπ. (Τρωάδες 1266): "ορθίαν... σάλπιγγος ηχήν" (ψηλό [διαπεραστικό] ήχο της σάλπιγγας). όρθιος νόμος· ένας νόμος σε ψηλό ύψος και εξυψωτικός στο χαρακτήρα και το αίσθημα (πρβ. Αριστοφ. Ιππής 1279). Ο Ηρόδοτος (Α', 24) διηγείται την ιστορία του Αρίωνα, που τραγούδησε αυτόν το νόμο στα δελφίνια. όρθια μελωδία· ψηλά τονισμένη μελωδία. όρθιος πους· αποτελούμενος από δύο μακρές και δύο βραχείες συλλαβές: - - U U. Ο Βακχείος (Εισαγ. 101) ονομάζει όρθιο τον πόδα που αποτελείται "από μια άλογη άρση και μια μακρά θέση": U ¦ -.
Όρμος: είδος κυκλικού χορού. Κατά την περιγραφή του Λουκιανού (Περί ορχήσεως 12) χορευόταν από μικτή ομάδα κοριτσιών και εφήβων, σε σχηματισμό που έμοιαζε με περιδέραιο. Οδηγώντας (σύροντας) το χορό, ένας έφηβος μιμούνταν πολεμικά σχήματα με νεανικές κινήσεις. Μια κορασίδα ακολουθούσε με σεμνές και συγκρατημένες κινήσεις. Έτσι, καταλήγει ο Λουκιανός, σύνεση και γενναιότητα συνδυάζονταν στον όρμο.
Όρος: στην αριστοξένεια ορολογία (Αρμ. ΙΙ, 49, 20) το όριο, το σύνορο ενός διαστήματος· λ.χ. "τους των διαστημάτων όρους" (τα όρια των διαστημάτων)· βλ. επίσης, II, 56, 1 και 18, και ιδιαίτερα III, 59, 15-49). Στον Ανώνυμο (Bell. 27, 12) ο όρος χρησιμοποιείται με τη σημασία του ορισμού: "όρος μουσικής· μουσική εστιν επιστήμη κτλ." (ορισμός της μουσικής· μουσική είναι επιστήμη κτλ.).
Ορσίτης: κρητικός πολεμικός χορός που αναφέρεται στον Αθήναιο (ΙΔ', 629C, 26· βλ. το κείμενο στο λ. επικρήδιος). Μερικοί συγγραφείς πιστεύουν ότι και οι δύο χοροί ορσίτης και επικρήδιος είναι διαφορετικά ονόματα του ίδιου χορού. Τίποτε δεν είναι γνωστό για το χαρακτήρα του.
Ορφεύς: ή Ορφέας· μυθικός ποιητής και αοιδός· ο περιφημότερος μυθικός μουσικός της αρχαίας Ελλάδας. Θρακικής καταγωγής, γιος του Οίαγρου και της Μούσας Καλλιόπης ή της Πολυμνίας, είχε τη λύρα του από τον Απόλλωνα και με το θεϊκό του τραγούδι μάγευε τα άγρια θηρία και τα δέντρα και, καθώς λένε ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, ακόμη και τις πέτρες. Ο Ορφέας ακολούθησε τους Αργοναύτες στην Κολχίδα δίνοντάς τους κουράγιο με τη μαγεία της μουσικής του. Σε αυτόν απέδιδαν την ίδρυση των ορφικών μυστηρίων. Υποστηρίζεται από μερικούς μυθογράφους πως ήταν βασιλιάς των Μακεδόνων ή των Βιστόνων (θρακικής φυλής). Ο Απολλόδωρος (Bibliotheca Ι, 3, 2, στα FHG Ι, 106) λέει πως ο Ορφέας καθιέρωσε και τα διονυσιακά μυστήρια: "και Ορφεύς ο ασκήσας κιθαρωδίαν, ός άδων εκίνει λίθους τε και δένδρα... εύρε δε Ορφεύς και τα Διονύσου μυστήρια" (και ο Ορφέας ο κιθαρωδός, ο οποίος με το τραγούδι του κινούσε πέτρες και δέντρα... και ίδρυσε επίσης τα διονυσιακά μυστήρια). Πολλοί μύθοι δημιουργήθηκαν γύρω από τη ζωή και το θάνατό του. Σύμφωνα με τον πιο διαδεδομένο μύθο, φονεύθηκε από τις Μαινάδες που υπηρετούσαν στη Θράκη τον Διόνυσο, γιατί δεν τίμησε το θεό, όταν ο Διόνυσος επισκέφτηκε και κατέλαβε τη Θράκη, ή γιατί περιφρόνησε την αγάπη τους. Κατόπι κομμάτιασαν το σώμα του και έριξαν τα κομμάτια του και τη λύρα του στη θάλασσα. Η λύρα και το κεφάλι του μεταφέρθηκαν από τα κύματα στην Άντισα της Λέσβου, όπου έλεγαν μερικοί πως βρισκόταν και ο τάφος του (βλ. λ. Τέρπανδρος). Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη (Γ', 59, 6), στον Ορφέα απέδιδαν την προσθήκη της χορδής υπάτη στη λύρα. Ο Αλέξανδρος στη Συναγωγή των περί Φρυγίας (Πλούτ. Περί μουσ. 1132F, 5) λέει ότι ο Τέρπανδρος είχε ως πρότυπο τον Όμηρο για τα επικά ποιήματα και τον Ορφέα για τα τραγούδια (μέλη)· και πως ο Ορφέας δεν μιμούνταν κανέναν στα έργα του, τα οποία δεν έμοιαζαν μ' εκείνα των αυλωδικών συνθετών. Ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης είναι γενικά γνωστός· η ικανότητά του να κατέβει στον Άδη δείχνει μ' έναν τρόπο την πίστη του ελληνικού λαού στη διεισδυτική και ακαταμάχητη δύναμη της μουσικής.
Όρχησις: χορός. ορχηστική· η τέχνη του χορού.
Η όρχηση ήταν μια τέχνη, που οι Έλληνες καλλιεργούσαν από πολύ μακρινή εποχή. Σύμφωνα με μια πανάρχαιη παράδοση, η Ρέα, μητέρα των ολύμπιων θεών, ήταν η πρώτη που μαγεύτηκε από αυτή την τέχνη· εκείνη με τη σειρά της δίδαξε το χορό στους ιερείς της, τους Κουρήτες στην Κρήτη και τους Κορύβαντες στη Φρυγία. Στα ομηρικά χρόνια το τραγούδι και ο χορός ήταν απαραίτητα στοιχεία κάθε θρησκευτικής τελετής και κάθε εθνικής ή κοινωνικής γιορτής. Ακόμη και στα μυστήρια, ο χορός ήταν ένα μέσο μύησης· ο Λουκιανός στο βιβλίο του Περί ορχήσεως (§ 15) λέει πως καμιά αρχαία τελετή δε γινόταν χωρίς όρχηση· και πως ο Ορφέας κι ο Μουσαίος, εξαίρετοι χορευτές οι ίδιοι, έχουν νομοθετήσει ότι η μύηση πρέπει να γίνεται με το ρυθμό της όρχησης ("σύν ρυθμώ ορχήσει μυείσθαι"). Θεωρούνταν πλεονέκτημα για τον καθένα, κυρίως για τις ανώτερες τάξεις, να μυηθούν στα μυστικά της τέχνης της Τερψιχόρης· τα δύο παιδιά (γιοι) του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, χόρεψαν με θαυμαστή τέχνη στη γιορτή που δόθηκε προς τιμή του Οδυσσέα (Οδύσ. ι 370-380). Ο Λουκιανός (ό.π. 25) αναφέρει το παράδειγμα του Σωκράτη, ενός από τους θαυμαστές αυτής της τέχνης και της ευεργετικής της επίδρασης. Μπορούμε να πάρουμε κάποια ιδέα των βημάτων, των κινήσεων, των χορογραφικών συνδυασμών και γενικά του χαρακτήρα διαφόρων χορών από παραστάσεις σε αγγεία, ανάγλυφα, τοιχογραφίες, επιγραφές, καθώς και από λίγους αρχαίους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την τέχνη της όρχησης και με τους διάφορους χορούς της εποχής τους. Ιδιαίτερη αναφορά μπορεί να γίνει στα ακόλουθα έργα: Πλάτων, Νόμοι Ζ'· Ξενοφών, Συμπόσιον Β', IX (περιγραφή χορών από επαγγελματίες χορευτές)· Πλούταρχος, Προβλήματα συμποσιακά IX, 15 (τεχνική ανάλυση των τριών μερών της όρχησης: φοράς, σχήματος και δείξης)· Λουκιανός, Περί ορχήσεως (λεπτομερειακή εξέταση της τέχνης της όρχησης και της μεγάλης ηθικής και παιδευτικής άξιας της, περιγραφή ορισμένων χορών κτλ.)· Λιβάνιος, Προς Αριστείδην υπέρ των ορχηστών ή υπέρ των μίμων. Επίσης, Αθήναιος, Δειπνοσοφισται ΙΔ'· Πολυδεύκης, Ονομαστικόν (IV, 14, Περί ειδών ορχήσεως) κτλ. ορχηστής αρσ. (και ορχηστήρ, επικός τύπος), ορχηστρίς θηλ.· χορευτής. ορχηστοδιδάσκαλος· δάσκαλος χορού. όρχημα· χορός. Ιάπτειν ορχήματα σήμαινε ετοιμάζομαι να αρχίσω το χορό. ορχήσεως σχήματα· φιγούρες χορού. Πολλά και διάφορα χορευτικά σχήματα (φιγούρες) μνημονεύονται στον Αθήναιο (ΙΔ', 629F, 27), στον Πολυδεύκη, στον Ησύχιο και σε άλλους. Βιβλιογραφία: Maurice Emmanuel, Essai sur l'orchestique grecque, Παρίσι 1895, σσ. 329, με πέντε πίνακες και 600 σχήματα. Louis Sechan, La danse grecque antique, Παρίσι 1930, σσ. 371 με 19 πίνακες και 71 σχήματα. Lillian Β. Lawler, The Dance in Ancient Greece with Sixty-Two Illustrations, Λονδίνο 1964, σσ. 160. Germaine Prudhommeau, La danse grecque antique, Παρίσι 1965, τόμ. 1-2,, 4o, σσ. 721 με 870 πίνακες. Πρώτος τόμος: Κείμενο, Δεύτερος τόμος: Annexes et Planches.
Ορχήστρα: ο κυκλικός ή ημικυκλικός χώρος των αρχαίων θεάτρων που βρισκόταν ανάμεσα στη σκηνή και στα εδώλια των θεατών. Στην ορχήστρα στεκόταν ο χορός, χόρευε και τραγουδούσε. Στην αρχή, η δράση γινόταν επίσης στην ορχήστρα· αλλά στην κλασική εποχή οι υποκριτές στέκονταν, κατά το πλείστο, πάνω στη σκηνή, που ήταν πίσω από την ορχήστρα σε ψηλότερο επίπεδο, ενώ ο χορός κινούνταν πάνω στην ορχήστρα. Ο αυλητής που συνόδευε το χορό και το τραγούδι έμενε επίσης στην ορχήστρα. Η ορχήστρα χωριζόταν από τα εδώλια του κοινού με χαμηλό τοίχο· τα εδώλια βρίσκονταν σε ημικυκλικό χώρο μπροστά και, μερικά, αριστερά και δεξιά από την ορχήστρα και τη σκηνή· στη μέση της ορχήστρας ήταν τοποθετημένη η θυμέλη (ο βωμός του Διονύσου).
Όστρακον: πήλινο αγγείο ή κομμάτι από σπασμένο αγγείο· όστρακο ζώου. Συνήθως στον πληθυντικό όστρακα, κρόταλα. Οι εκφράσεις κροτείν οστράκοις και προς όστρακα άδειν (ή άδεσθαι) σήμαινε το αντίθετο του άδειν προς κιθάραν ή λύραν, δηλ. τραγουδώ ή παίζω άσχημες (κακόηχες) μελωδίες (πρβ. Φρύν. Επιτομή 79). Ο Αριστοφάνης στους Βατράχους (1305), σατιρίζοντας τη μούσα του Ευριπίδη, λέει ότι είναι "οστράκοις κροτούσα" (δηλ. ηχεί [τραγουδά] με συνοδεία οστράκων).
Ούλος: ύμνος στη Δήμητρα. Το ίδιο όπως και ο ίουλος.
Ούπιγγος: ωδή· ύμνος που τραγουδιόταν ως προσευχή στην Ούπιδα Άρτεμη κατά τη γέννηση ενός μωρού. Το επώνυμο Ούπις (δωρ. Ώπις) δόθηκε στην Άρτεμη ως προστάτιδα των γυναικών που ετοιμάζονται να γεννήσουν. Πολυδ. (Ι, 38): "ιδία δε Αρτέμιδος ύμνος ούπιγγος". Και στον Αθήναιο (ΙΔ', 619Β, 10): "ούπιγγοι δε αι εις Άρτεμιν ωδαί".
Ούτι:
το όνομά του προέρχεται από το αράβικο al oud= ξύλο. 'Εχει μεγάλο αχλαδόοχημο ηχείο, κοντό και φαρδύ μπράτσο χωρίς μπερντέδες, κεφαλή που σχηματίζει σχεδόν ορθή γωνία με το μπράτσο και κλειδιά από τα πλάγια. Παίζεται με πλήκτρο(πένα) από φλούδα κορμού ή κλαδιού κερασιάς, από κέρατο βοδιού ή πλαστική ύλη. 'Εχει συνήθως έξι εντέρινες ή μετάλλινες χορδές- εκ των οποίων οι πέντε είναι διπλές και η έκτη μονή- στερεωμένες στον καβαλάρη πάνω στο καπάκι, κουρντισμένες κατά τέταρτες, εκτός από την μονή και βαρύτερη που κουρδίζεται σε διάστημα τόνου από την επόμενη. Ούτι έπαιζαν αποκλειστικά οι Έλληνες της Μ. Ασίας και της Κωνσταντινούπολης. Μετά την καταστροφή του '22 και την ανταλλαγή των πληθυσμών,το ούτι χρησιμοποιήθηκε και στον Ελλαδικό χώρο .