Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Νι


 


Νάβλας: (ο) ή νάβλα (η)· έγχορδο όργανο της οικογένειας του ψαλτηρίου. Είχε δέκα ή δώδεκα χορδές και παιζόταν με γυμνά δάχτυλα, χωρίς πλήκτρο· ήταν φοινικικής προέλευσης και ο τόνος του θεωρούνταν δυσάρεστος. Ο Σώπατρος ο παρωδός λέει ότι "ο νάβλας είναι εφεύρεση των Φοινίκων και ο τόνος του είναι αντιμελωδικός" ("ουκ ευμελής"· Αθήν. Δ', 175C, 77· G. Kaibel Com. Gr. Fr. 194-195, απόσπ. 16). Ο Ησύχιος θεωρεί τον (τη) νάβλα ένα όργανο σαν το ψαλτήριο ή την κιθάρα ("νάβλα· είδος μουσικού οργάνου, ή ψαλτήριο ή κιθάρα"). Επίσης, λέει ακόμα (Ησ.): "νάβλας· κιθαριστής [και] είδος δυσάρεστου μουσικού οργάνου)". Το ρήμα ναβλίζω=παίζω νάβλα· ναβλιστής, ο εκτελεστής του νάβλα.

Νευρά: χορδή τόξου· χορδή από νεύρα ή έντερα· στη μουσική, χορδή οργάνου (συνών. της λ. χορδή). Πρβ. Πολυδ. (IV, 62): "μέρη δε των οργάνων, νευραί, χορδαί..."). Ο Ησύχιος στο λήμμα μαγάς γράφει: "μαγάς... δεχομένη της κιθάρας τας νευράς" (γέφυρα [καβαλάρης]... που υποβαστάζει τις χορδές της κιθάρας)· βλ. όλο το κείμενο στο λ. μαγάς. H λέξη νεύρον χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για τη χορδή, σχοινί, ή χορδή (κόρδα) νεύρου.

Νηνία: (η)· εγκώμιο ανδρών με συνοδεία, κάποτε, αυλού· επίσης, θρήνος.

Νηνίατον: μελωδία για αυλό ή τραγούδι για κορασίδες φρυγικής προέλευσης. Πολυδ. (IV, 79): "το δε νηνίατον [αυλητικόν μέλος] έστι μεν Φρύγιον, Ιππώναξ δ' αυτού μνημονεύει" (το νηνίατον [αυλητική μελωδία] είναι φρυγικής προέλευσης και αναφέρεται από τον Ιππώνακτα). Σημείωση: νηνίατον· προέρχεται από το νήνις, νεάνις.

Νήτη, νεάτη: ή νεάτη· η ψηλότερη νότα ή χορδή· η χορδή που βρισκόταν πιο κοντά στον εκτελεστή, (α) Στην επτάχορδη κλίμακα ήταν η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου συνημμένων (re) και (β) στην οκτάχορδη η ψηλότερη νότα του τετραχόρδου διεζευγμένων (mi)· (γ) στο Σύστημα Τέλειον Μείζον υπήρχαν δύο νήτες, η νήτη υπερβολαίων (la) και η νήτη διεζευγμένων (mi). Σημείωση: νήτη (=κατώτατη) ονομαζόταν έτσι, γιατί παραγόταν από τη χορδή που ήταν τοποθετημένη πιο κοντά στον εκτελεστή. Ο Αριστείδης (Mb 11, R.P.W.-I. 8) γράφει: "νήτη, τουτέστιν εσχάτη· νέατον γαρ εκάλουν το έσχατον οι παλαιοί" (νήτη, δηλ. η εσχάτη, γιατί οι αρχαίοι ονόμαζαν νέατον το έσχατο). Βλ. λ. ονομασία και Ε.Μ. 598, 7.

Νητοειδής: τόπος· η περιοχή της νήτης. Από τους τρεις τρόπους (στιλ) της μελοποιίας, που καθόρισε ο Αριστείδης, ο "νομικός" ήταν νητοειδής (Mb και R.P.W.-I. 30).

Νιβατισμός: είδος φρυγικού χορού που αναφέρεται από τον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27), χωρίς άλλη πληροφορία. Ο Ησύχιος λέει: "είδος ορχήσεως βαρβαρικής".

Νίγλαρος: αλλιώς γίγγλαρος· είδος μικρού αυλού αιγυπτιακής προέλευσης, με τον οποίο ρυθμίζονταν οι κινήσεις των κωπηλατών (Δημ., LS). Πιθανόν πιο σωστά: ο ήχος, είδος σφυρίγματος και στον πληθ. (νίγλαροι) τερέτισμα ή σφύριγμα, ίσως κάτι παρόμοιο με το νεότερο "φλαζιολέ" (flageolet· αρμονικοί φθόγγοι). Ο Αριστοφάνης στους Αχαρνής (στ. 554) λέει: "αυλών κελευστών, νιγλάρων, συριγμάτων" (να ηχούν αυλοί κελευστών, νίγλαροι (σφυρίγματα), συρίγματα). Ο Φερεκράτης στην κωμωδία του Χείρων περιλαμβάνει τους νίγλαρους ανάμεσα στα κακά που ο Τιμόθεος προκάλεσε στη μουσική με τις καινοτομίες του· "εξαρμονίους, υπερβολαίους τ' ανοσίους και νιγλάρους" ([ήχους] έξω από τον τόνο, υπερβολικά ψηλούς και ανίερους και σφυρίγματα). νιγλαρεύω=κελαϊδώ, τερετίζω.

Νικόμαχος ο Γερασηνός: Πυθαγόρειος φιλόσοφος από τα Γέρασα (την ελληνική πόλη της Πετραίας Αραβίας, που οικίστηκε από τους απόμαχους της στρατιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου). ΄Ηκμασε κατά τα μέσα του 2ου μ.Χ. αι., ή κατ' άλλους, το 2ο μισό του 1ου μ.Χ. αι. `Εγραψε πολλά και σημαντικά έργα, από τα οποία σώζονται: "Αριθμητική Εισαγωγή" σε 2 βιβλία, "Συλλογή Πυθαγορείων δογμάτων" και το πολύτιμο σύγγραμμά του "Εγχειρίδιον Αρμονικής" (επίσης σε 2 βιβλία) που εκθέτει με σαφήνεια τις πυθαγόρειες αρχές για τη μουσική και εκδόθηκε (στη Συλλογή των μουσικών συγγραφέων) από τον Meibom και αργότερα, από τον C. Jan (1895), κ.ά.

Νόμιον: (από το νομή)· ποιμενικό τραγούδι. Ο Κλέαρχος στο πρώτο βιβλίο του των Ερωτικών αφηγείται ότι η λυρική ποιήτρια Ηριφανίς, απογοητευμένη από την αγάπη της για τον Μέναλκα, δημιούργησε το νόμιον μέλος· μετά τη σύνθεσή του περιπλανιόταν στην ερημιά, φωνάζοντας δυνατά και τραγουδώντας το τραγούδι που ονομάστηκε νόμιο και στο οποίο υπήρχαν τα λόγια "ψηλές βαλανιδιές, ώ Μέναλκα" ("μακραί δρύες, ώ Μέναλκα" [Αθήν. ΙΔ', 619C, 11]).

Νομίσματα: κάθε λογής μετάλλινα κέρματα, ελληνικά ή ξένα - είναι βασικό στοιχείο σύνθεσης πολλών κοσμημάτων της γυναικείας, κυρίως, ελληνικής φορεσιάς. Με την κίνηση, χτυπούν το ένα με το άλλο, μαζί με τα άλλα εξαρτήματα του κοσμήματος, και ηχούν χαρακτηριστικά, λειτουργώντας ως ένα ηχητικό αντικείμενο. Έτσι, στο χορό, η περιοδική ρυθμική κίνηση του κορμιού μεταμορφώνει τα νομίσματα σε ένα ευαίσθητο, ρυθμικό "μουσικό όργανο", που συνοδεύει χαρακτηριστικά τα βήματα του χορού. Στον χορό η περιοδική ρυθμική κίνηση μεταμορφώνει τα νομίσματα - στοιχεία των κοσμημάτων της ελληνικής φορεσιάς, σ' ένα ιδιαίετρο "μουσικό όργανο" που συνοδεύει ρυθμικά τους χορευτικούς σχηματισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι αντρικοί χοροί και φορεσιές στο αποκριάτικο δρώμενο της "Γιανίτσαροι και Μπούλες" στη Νάουσα.





Νόμος: στη μουσική, νόμος ήταν ο σημαντικότερος τύπος μουσικής σύνθεσης και εκτέλεσης. Φαίνεται πως ο νόμος εξελίχτηκε από μια πολύ παλιά παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι νόμοι τραγουδιούνταν από το λαό για να απομνημονεύονται εύκολα και να ακολουθούνται (πρβ. Αριστοτ. Προβλ. XIX, 28). Αργότερα, θρησκευτικά και γενικά τραγούδια (ωδές, ύμνοι) απευθυνόμενα σε θεούς διέπονταν από νόμους. Αυτό οδήγησε στην καθιέρωση ορισμένων οριστικών τύπων μουσικής σύνθεσης, πολύ πειθαρχημένου και αυστηρού χαρακτήρα και πολύ υψηλών αισθητικών και καλλιτεχνικών απαιτήσεων. Αυτοί οι τύποι σύνθεσης ονομάστηκαν νόμοι, γιατί απαγορευόταν αυστηρά η απομάκρυνση και παρέκκλιση από τις θεμελιώδεις αρχές τους. Ο Πλούταρχος (Περί μουσικής 1133C, 6) λέει: "νόμοι γαρ προσηγορεύθησαν, επειδή ούκ εξήν παραβήναι καθ' έκαστον νενομισμένον είδος της τάσεως" (ονομάστηκαν νόμοι, γιατί δεν επιτρεπόταν να παρεκκλίνει κανείς από το καθιερωμένο [το νομοθετημένο] διαπασών [ύψος, τάση, χόρδισμα]). Στην έκδοση του Περί μουσικής του Πλουτάρχου από τους Weil και Reinach (σ. 29) η έκφραση "είδος της τάσεως" μεταφράζεται "τύπος κλίμακας" ("type d'echelle"). Οι κυριότερες κατηγορίες νόμων ήταν τρεις: (α) ο κιθαρωδικός νόμος· ο πιο αρχαίος τύπος, σόλο τραγούδι με συνοδεία κιθάρας που εφεύρε ο Τέρπανδρος κατά τον 7ο αι. π.Χ.· (β) ο αυλωδικός νόμος· σόλο τραγούδι με συνοδεία αυλού που εφεύρε ο Πολύμνηστος κατά τον 6ο αι. π.Χ.· και (γ) ο αυλητικός νόμος, σόλο αυλού· ο σπουδαιότερος νόμος αυτής της κατηγορίας ήταν ο πυθικός νόμος, που καθιερώθηκε από τον Σακάδα στα Πύθια το 586 π.Χ. και με τον οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μια τέταρτη κατηγορία, ο κιθαριστικός νόμος, σόλο κιθάρας (ψιλή κιθάρισις), ήταν ένας νεότερος σχετικά τύπος, που ακολούθησε κυρίως το πρότυπο (αυλητικός νόμος) του Σακάδα. Η ψιλή κιθάρισις ήταν, ωστόσο, γνωστή από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. (βλ. Αριστόνικος ο Αργείος) και είχε εισαχθεί στα Πύθια το 558 π.Χ. (πρβ. Αγέλαος ο Τεγεάτης). Η εκτέλεση των νόμων (στην πραγματικότητα σύνθεση και εκτέλεση του νόμου) ήταν πολύ απαιτητική και έθετε υψηλά επαγγελματικά επίπεδα στους αγώνες, ιδιαίτερα στους τέσσερις εθνικούς αγώνες (Ολύμπια, Πύθια, Ίσθμια, Νέμεα), όπου έπαιρναν μέρος οι πιο διακεκριμένοι μουσικοί (συνθέτες-εκτελεστές) της εποχής. Μερικοί νόμοι είχαν ιδιαίτερη επωνυμία, οφειλόμενη στη θεότητα, τον τόπο ή τον μουσικό με τον οποίο ήταν συνδεδεμένοι· τέτοιοι ήταν, εκτός από τον Πυθικό, ο Βοιώτιος, ο Τερπάνδρειος κτλ. Ο Πρόκλος (Χρηστομάθεια 13) καθορίζει το νόμο ως εξής: "Ο μέντοι ΝΟΜΟΣ γράφεται μεν εις Απόλλωνα, έχει δε και την επωνυμίαν απ' αυτού· νόμιμος γαρ ο Απόλλων απεκλήθη" (και βέβαια ο νόμος συνθέτεται προς τιμή του Απόλλωνα και από αυτόν παίρνει το όνομά του, γιατί ο Απόλλων ονομάστηκε νόμιμος). Βλ. Heinz Grieser, Nomos, Heidelberg 1937.

Νουνούρα: νονούρα ή νιουνιούρα αλλά και χοχλιονουνούρα, χοχλιδονουνούρα ή χοχλομπαντουρο (Κρήτη), καράολος (Κύπρος), καρίβολας (Χρυσομηλιά Φούρνων) και σπανια μουρμούρα. Σ' ένα όστρακο σαλιγκαριού ανοίγουν μια τρύπα, πάνω στην οποία κολλούν τσίπα (ιστό) αράχνης ή τσιγαρόχαρτο ή και φύλλο κρεμμυδιού. Την κρατούν με το ανοικτό μέρος του οστράκου κοντά στο στόμα και τραγουδούν ή μουρμουρίζουν ένα τραγούδι. Με την εκπνοή πάλλεται ο αέρας μέσα στο όστρακο και μαζί και η μεμβράνη κι αυτό δίνει στον ήχο μια χαρακτηριστική έρρινη χροιά.



Νταούλι: η πανελλήνια ονομασία του είναι νταούλι, νταβούλι ή ταβούλι και τούμπανο, τύμπανος ή τούμπανος. Στη Μυτιλήνη λέγεται και τουμπανέλι ή γκμπανέλι, στη Δ.Ρούμελη και τσοκάνι. Επίσης, λέγεται όργανο και ταμπούρλο. Το νταούλι είναι ένας ξύλινος κύλινδρος, σκεπασμένος στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα(γίδας, τράγου ή προβάτου) τεντωμένο με σχοινί. Είναι ένα ρυθμικό, κυρίως, όργανο, που παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα νταουλόξυλα, τουμπανόξυλα ή νταουλόβεργες ( αυτό για το δεξί χέρι είναι χοντρό και βαρύ και λέγεται κόπανος , ενώ αυτό για το αριστερό είναι πολύ λεπτό και ελαφρύ και ονομάζεται βέργα ή βίτσα). Το νταούλι κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη, ανάλογα με την παράδοση της περιοχής και τη σωματική κατασκευή του νταουλιέρη. Ο νταουλιέρης παίζει όρθιος με το νταούλι του κρεμασμένο από τον αριστερό του ώμο. Γνωστό ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, το νταούλι είναι το κατεξοχήν ρυθμικό όργανο της στεριανής Ελλάδας, με μεγάλη ποικιλία στις διαστάσεις, το δέσιμο των σχοινιών, την επεξεργασία του δέρματος και την κατασκευή του. Φτιάχνεται από τον ίδιο τον νταουλιέρη και παίζεται, κρεμασμένο από τον αριστερό ώμο, χτυπώντας και τις δύο δερμάτινες επιφάνειες, με τα νταουλόξυλα, ένα χοντρό και βαρύ για το δεξί χέρι (κόπανος) κι ένα λεπτό για το αριστερό (βέργα ή βίτσα).







Ντέφι: το ντέφι ή ντέλφι λέγεται και νταϊρές, νταερές ή νταχαρές και ταγαράκι- ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Θράκη-. Είναι ένας ξύλινος κύλινδρος με διάμετρο πάντα μεγαλύτερη από το ύψος, σκεπασμένος στη μια μόνο βάση του με δέρμα κατσίκας, προβάτου ή λαγού, το οποίο είναι στερεωμένο στην άκρη του κυλινδρικού σκελετού με κόλλα ή με μικρά καρφιά. Ρυθμικό όργανο με ήχο ακαθόριστης τονικής οξύτητας και διαφόρων μεγεθών, που παίζεται με τα χέρια. Το ντέφι είναι γνωστό στον ελλαδικό χώρο από τους αρχαιοελληνικούς χρόνους, με την ονομασία "τύμπανον". Στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια το συναντάμε με τις ονομασίες "πληθία"(τα) και " σείστρον ". Συνοδεύει ρυθμικά τα περισσότερα μελωδικά όργανα σ' όλες τις περιοχές. Στον ξύλινο σκελετό του συχνά προσαρμόζονται μεταλλικά κύμβαλα (ζίλια).










 



 
©2010