Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Κάππα


 


Καθαπτόν: όργανον· όρος που χρησιμοποιούνταν για ένα κρουστό όργανο, που παιζόταν με χτύπημα του χεριού, όπως το τύμπανον. Ο μουσικός Αλκείδης από την Αλεξάνδρεια, ένας από τους δειπνοσοφιστές του Αθήναιου, μιλώντας για την ύδραυλη, αναφέρει τον Αριστοκλή, ο οποίος λέει (Αθήν. Δ., 174C) πως η ύδραυλη "εντατόν ουν και καθαπτόν ουκ αν νομισθείη" (δεν μπορούσε να θεωρηθεί ούτε έγχορδο, ούτε κρουστό όργανο)· για τη λέξη κρουστό χρησιμοποιεί τη λέξη "καθαπτόν".

Καλαβρισμός: ή κολαβρισμός· είδος άγριου πολεμικού χορού της Θράκης και της Καριάς στη Μ. Ασία· Πολυδ. (IV, 100): "κολαβρισμός· Θράκιον όρχημα και Καρικόν". Στον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) ο καλαβρισμός αναφέρεται μαζί με τους χορούς που ήταν "λιγότερο ζωηροί, πιο ποικιλμένοι και πιο απλοί". Η μελωδία πάνω στην οποία χορευόταν ο καλαβρισμός ονομαζόταν κόλαβρος· Αθήν. IE', 697C: "Κτησιφών ο Αθηναίος ποιητής των καλουμένων κολάβρων". Επειδή η λέξη κόλαβρος σήμαινε, κατά τη Σούδα, "χοιρίδιο", ο χορός θα μπορούσε να ονομαστεί "χορός του χοίρου". Το ρήμα κολαβρίζω σήμαινε χορεύω τον κολαβρισμό· ο Ησύχιος λέει: "πηδώ".

Καλαθίσκος: και χειροκαλαθίσκος· είδος χορού ή φιγούρας χορού. Ο Πολυδεύκης (IV, 105) περιλαμβάνει τον χειροκαλαθίσκο στα σχήματα της τραγικής όρχησης ("και σχήματα μην τραγικής ορχήσεως σίμη, χειροκαλαθίσκος"). Και στον Αθήναιο ο καλαθίσκος ή καλαθισμός αναφέρεται ανάμεσα στα χορευτικά σχήματα (ΙΔ', 629F, 27). Μια και η λέξη καλαθίσκος σημαίνει μικρό καλάθι, ο χορός μπορεί να ονομαστεί χορός του καλαθιού.

Καλαμαύλης: ένας αυλητής που έπαιζε καλαμένιο αυλό. Ο ποιητής Ηδύλος σ' ένα επίγραμμα του λέει: "αλλά Θέωνα τον καλαμαυλητήν είπατε "χαίρε Θέων", ώσπερ ουν τους τω καλάμω αυλούντας καλαμαύλας λέγουσι νυν" (αλλά χαιρετήστε τον Θέωνα τον καλαμαυλητή "χαίρε Θέων"· ακριβώς όπως ονομάζουν σήμερα εκείνους που παίζουν καλαμένιο αυλό καλαμαύλες). Βλ. επίσης λ. ραπαύλης.

Κάλαμος: σε μια γενική σημασία το καλάμι (το φυτό)· πολλά αντικείμενα κατασκευασμένα από καλάμι ονομάζονταν "κάλαμοι". Έτσι, κάλαμος ήταν το όνομα του αυλού που κατασκευαζόταν από καλάμι· ιδιαίτερα, ο ποιμενικός αυλός..

Καλαμόφθογγος φθόγγος ή ήχος βγαλμένος από καλαμένιο αυλό· Αριστοφ. (Βάτραχοι 230): "Πάν, ο καλαμόφθογγα παίζων" (Ο Πάνας, που παίζει μελωδίες με καλαμένιο αυλό). Το ρήμα καλαμίζω σήμαινε παίζω κάλαμο (αυλό από καλάμι). Το καλύτερο καλάμι έβγαινε, από τη λίμνη Κωπαΐδα της Βοιωτίας και από αυτό προερχόταν το καλύτερο υλικό για τους Θηβαίους αυλητές. Schol. vet. in Pind. Carm. (έκδ. Α. Β. Drachmann 1910, ΙΙ, 268): "τους δόνακας, οι παρά τω Ορχομενώ φύονται, εξ ών αι αυλητικαί γλωσσίδες γίνονται" (οι δόνακες [λεπτά καλάμια· βλ. λ. δόναξ], που φυτρώνουν κοντά στον Ορχομενό και από τους οποίους κατασκευάζονται οι αυλητικές γλωσσίδες). Σημείωση: Καθώς είναι γνωστό, η αρχαία πόλη Ορχομενός βρισκόταν δυτικά της λίμνης Κωπαΐδας. Το "αυλητικό καλάμι" ονομαζόταν, κατά τον Θεόφραστο (Περί φυτών ιστορ. IV, 11, 3), ζευγίτης, όταν έμενε στη λίμνη μέχρι τον επόμενο χρόνο και ωρίμαζε ("μείναντα δε τον επιόντα ενιαυτόν αδρύνεσθαι· και γίνεσθαι τον μεν αδρυθέντα ζευγίτην"). Το καλάμι ονομαζόταν βομβυκίας, όταν δεν έμενε στο νερό· από αυτό το καλάμι κατασκευαζόταν ο σωλήνας του αυλού.

Καλλαβίς: συνήθως στον πληθυντικό καλ[λ]αβίδες· χορός της "μέσης"· ένας έντονος και άσεμνος χορός, κατά τον οποίο περιστρεφόταν η μέση. Τον χόρευαν οι Λακεδαιμόνιοι. Ο Ησύχιος γράφει: "καλαβίς· το περισπάν τα ισχία· ή γένος ορχήσεως ασχημόνως των ισχίων κυρτουμένων" (καλαβίς· η περιστροφή των ισχίων· ή ένα είδος χορού [στον οποίο] τα ισχία λυγίζονταν [κάμπτονταν] κατά τρόπο άσεμνο). Ο Εύπολις στην κωμωδία του Κόλακες μνημονεύει τις καλλαβίδες με τους παρακάτω στίχους (Αθήν. ΙΔ', 630Α, 27): "καλλαβίδας δε βαίνει σησαμίδας δε χέζει" (περπατάει χορεύοντας καλλαβίδες και χέζει σουσαμόπιτες [σουσαμόπιτα, γλύκισμα των αρχαίων Αθηναίων, όπως το παστέλι]). Ο Αθήναιος αναφέρει τις καλλαβίδες ανάμεσα στα χορευτικά σχήματα (ΙΔ', 629F).

Καλλίνικος: και καλλίνικον (ουδ.)· (α) ένα είδος αύλησης· ο λεξικογράφος Τρύφων στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών περιλαμβάνει τον καλλίνικο ανάμεσα στις αυλήσεις (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9· βλ. λ. αύλησις). (β) είδος χορού· ο Πολυδεύκης στο κεφάλαιο Περί ειδών ορχήσεως (IV, 100) περιλαμβάνει στους χορούς και τον καλλίνικο ("και καλλίνικος, εφ' Ήρακλεί"). Ο Ησύχιος επίσης γράφει: "Καλλίνικος· κύριο όνομα και είδος χορού". (γ) ως επίθετο σήμαινε "δοξάζοντας, εγκωμιάζοντας μια νίκη": καλλίνικος ύμνος. Πίνδ. 4ος Νεμεόνικος 16: "ύμνον κελάδησε καλλίνικον".

Καλλιούλος: ύμνος στη Δήμητρα. Βλ. λ. ίουλος, δημήτρουλος.

Καλλίχορος ωραίος, καλός στο χορό (για τον Απόλλωνα)· που ταιριάζει σε ωραίους χορούς· εμφανίζεται και αντί του καλλίχωρος, με ωραίους τόπους για χορό (LSJ).

Καλύκη: δημοτικό τραγούδι που τραγουδιόταν από γυναίκες. Πήρε το ονομά του από την Καλύκη, μια κόρη που ατύχησε στον ερωτά της και αυτοκτόνησε πέφτοντας σε γκρεμό. Ο Αριστόξενος στο τέταρτο βιβλίο του Περί μουσικής (FHG ΙΙ, 287, απόσπ. 72, και Αθήν. ΙΔ', 619D, 11) διηγείται τη θλιβερή ιστορία της Καλύκης: "Το τραγούδι γράφτηκε από τον Στησίχορο και σε αυτό μια κορασίδα, ονομαζόμενη Καλύκη, αγάπησε ένα νέο, τον Εύαθλο, και σεμνά παρακαλούσε την Αφροδίτη να τη βοηθήσει να τον παντρευτεί. Αλλά όταν ο νέος την περιφρόνησε, ρίχτηκε σ' έναν γκρεμό. Το τραγικό αυτό γεγονός συνέβη στη Λευκάδα". Βλ. λ. αρπαλύκη

Καμπή: απότομη αλλαγή (Δημ., LSJ). Βλ. λ. εξαρμόνιος

Κανονάκι: (ονομασία που προέρχεται από τον κανόνα -το πειραματικό μονόχορδο του Πυθαγόρα) είναι γνωστό στην Ελλάδα από την αρχαιότητα (τρίγωνο ή επιγόνειο) και το Βυζάντιο (ψαλτήριο). Νυκτό όργανο, με εντέρινες χορδές, παίζεται με δύο πένες που προσδένονται με μεταλλικές δακτυλήθρες στους δείκτες των δύο χεριών. Σε κάθε χορδή, κινητοί καβαλάρηδες υψώνουν τους φθόγγους σύμφωνα με τα μικροδιαστήματα της παραδοσιακής μουσικής κλίμακας όπου κινείται ο οργανοπαίκτης. Το κανονάκι ή κανόνι ή ψαλτήριο (ονομασία που επικρατεί κυρίως στον Μεσαίωνα και έχει τις ρίζες της στους αρχαιοελληνικούς χρόνους, όπου τότε υπήρχε και με τις ονομασίες "τρίγωνον ψαλτήριον ", "επιγόνειον ", "μάγαδις 'σιμίκιον " κ.τ.λ.) φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη από σφεντάμι ή άλλα ξύλα, σε σχήμα τραπεζίου. Στο καπάκι, το οποίο είναι ξύλινο στο αριστερό μέρος και από δέρμα στο δεξί, ανοίγονται τρύπες- στρογγυλές ή αυγόσχημες- για να ηχεί καλά η φωνή του. Οι χορδές, που καλύπτουν 3 οκτάβες και 3 νότες είναι εντέρινες ή από πλαστική ύλη, διπλές και ενώ παλιότερα κουρντίζονταν ανάλογα με τον τρόπο (κλίμακα) της μελωδίας, σήμερα κουρδίζονται στη διατονική κλίμακα. Δίπλα στα κλειδιά- τα οποία στρίβονται με ένα κινητό μετάλλινο κλειδί- στην αριστερή πλευρά, το κανονάκι έχει τα "μανταλάκια" (είδος κινητών καβαλάριδων) που με το ανεβοκατέβασμά τους ρυθμίζουν το ύψος των φθόγγων κατά 1/4 του τόνου. Δεξιά πάνω στη δερμάτινη πλευρά βρίσκεται ο καβαλάρης. Το κανονάκι παίζεται κρατημένο πάνω πα πόδια του εκτελεστή με δύο πένες (νύχια, όπως λέγονται, αφού λειτουργούν ως τεχνητά νύχια) που προσδένονται στους δείκτες των δύο χεριών με μετάλλινες δαχτυλήθρες, ασημένιες ή και χρυσές παλιότερα, που άλλοτε ήταν από ταρταρούγα{(χελωνόστρακο ) ή από κέρατο βοδιού ενώ σήμερα από πλαστικό.



Κανών: κατά την έκφραση του Πορφύριου, "το μέτρο ακρίβειας στις συμμετρίες" (Comment, έκδ. Wallis III, 207). Με τον κανόνα καθορίζονταν οι λόγοι των διαστημάτων. Ο Πτολεμαίος (έκδ. Wallis Ι, 8, σ. 18, έκδ. I. During, σ. 18) δίνει το ακόλουθο διάγραμμα του κανόνα: Σημείωση: αβγδ είναι η ευθεία γραμμή του κανόνα ("ευθεία,του κανόνος")· αεηδ η χορδή·αε, ηδ τα σημεία λαβής, επαφής ("τα και εξάμματα")· εβ, ηγ κάθετες γέφυρες ["καβαλάρηδες"] ("κάθετοι μαγάδες")· ; κκ, λλ μικροί κινούμενοι "καβαλάρηδες" ("μαγάδια κινούμενα"). Βλ. Νικόμ. Εγχειρ. 10· Γαυδ. Εισαγ. 11. Επίσης, λ. Ευκλείδης. Ο κανών ήταν όπως το μονόχορδο. κανόνιον· υποκοριστικό του κανόνα.

Καρικόν: μέλος· είδος επικήδειου τραγουδιού· μοιρολόι. Επίσης, είδος θρηνητικής αύλησης. Το όνομά του οφείλεται στον τόπο της προέλευσής του, την Καρία, που βρισκόταν στα ΝΔ της Μ. Ασίας. Ο Πολυδεύκης γράφει (IV, 75): "θρηνώδες γαρ το αύλημα το Καρικόν". Στους Βατράχους (1302) ο Αριστοφάνης αναφέρει: "Καρικά αυλήματα". Ο κωμικός Πλάτων επίσης λέει σ' ένα απόσπασμα που διασώθηκε (Kock CAF I, 620, απόσπ. 69, στ. 12-13): "αυλούς δ' έχουσά τις κορίσκη καρικόν μέλος τι μελίζεται τοις συμπόταις" (μια κορούλα εκτελεί με τον αυλό μια θρηνητική μελωδία στους συμπότες). Πρβ. Σούδα. Ο Ευστάθιος (Παρεκβολαί εις την Ιλιάδα, σ. 1372, 27-28) αναφέρεται επίσης σ' αυτά: "και ωδαί θρηνητήριοι· οποία ύστερον και τα λεγόμενα μέλη καρικά" (και θρηνητικά τραγούδια· σαν κι αυτά που αργότερα ονομάστηκαν καρικά μέλη). Καρική μούσα· θρηνωδούσα μούσα (μουσική). Ο Πλάτων στους Νόμους (800Ε) λέει: "καρική τινι μούση προπέμπουσι τους τελευτήσαντας" (με κάποιο είδος καρικής μούσας [επικήδειας μουσικής] συνοδεύουν τους πεθαμένους). Καρικός ήταν επίσης στην αρχαία μετρική ένας ρυθμός συνθεμένος από έναν τροχαίο (- U) και έναν ίαμβο (U -): - U U -· ο καρικός ήταν μια άλλη έκφραση για τον χορίαμβο.

Καρπαία: δημοτικός ή πολεμικός χορός, που χόρευαν οι Αινιάνες και οι Μάγνητες, αρχαίες ελληνικές φυλές της Θεσσαλίας. Έγινε γνωστός από μια ενδιαφέρουσα και λεπτομερειακή περιγραφή του Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση (βιβλ. ς', Ι, 7-8). Τον χόρευαν δύο πρόσωπα και είχε σκοπό να περιγράψει με τις πολύπλοκες κινήσεις του την πάλη ανάμεσα σ' ένα γεωργό και ένα ληστή. Σύμφωνα με την περιγραφή του Ξενοφώντα, ο πρώτος χορευτής, ο γεωργός, αφού βάλει κατά μέρος τα όπλα του, μιμείται με το χορό του τις κινήσεις της σποράς και του ζευγαρίσματος, ενώ κοιτάζει γύρω σαν από φόβο. Ο δεύτερος χορευτής, ο ληστής, αρπάζει τα άρματα και του επιτίθεται. Η πάλη συνεχίζεται για ένα χρονικό διάστημα και τελειώνει, είτε με τη νίκη του ληστή, ο οποίος δένει το γεωργό και αρπάζει τα βόδια του, είτε με τη νίκη του γεωργού, ο οποίος συλλαμβάνει το ληστή, τον δένει πάνω στο ζυγό με τα βόδια και φεύγει. Η καρπαία χορευόταν με συνοδεία αυλού ("και ούτοι ταύτ' εποίουν εν ρυθμώ προς τον αυλόν"). Συναντούμε επίσης τη λέξη καρπέα ή κάρπεα· Ησ.: "κάρπεα· όρχησις Μακεδονική".

Καρυάτις: είδος χορού προς τιμήν της Άρτεμης, που χόρευαν στις Καρυές της Λακωνίας. Το όνομα του χορού, φαίνεται, προήλθε από τις Καρυές, όπου κάθε χρόνο γίνονταν τα Καρυάτεια, γιορτή προς τιμήν της Άρτεμης της Καρυάτιδας. Πρβ. Πολυδ. (Περί ειδών ορχήσεως IV, 104). Το ρήμα καρυατίζω σήμαινε χορεύω το χορό καρυάτις ή χορεύω προς τιμήν της Καρυάτιδας Άρτεμης. Ο Λουκιανός (Περί ορχήσεως 10) έγραφε: "Λακεδαιμόνιοι μεν άριστοι Ελλήνων είναι δοκούντες παρά Πολυδεύκους και Κάστορος καρυατίζειν μαθόντες... άπαντα μετά μουσικής ποιούσιν άχρι του πολεμείν προς αυλόν και ρυθμόν" (οι Λακεδαιμόνιοι, οι θεωρούμενοι άριστοι των Ελλήνων, αφού έμαθαν να καρυατίζουν (δηλ. να χορεύουν το χορό "καρυάτις") από τον Πολυδεύκη και τον Κάστορα... κάνουν το καθετί με μουσική, μέχρι και τον πόλεμο, με συνοδεία αυλού και ρυθμού).

Καστόρειον: (ή καστόριον) μέλος. Πολεμικο μέλος των Λακεδαιμονίων. Το τραγουδούσαν (με συνοδεία αυλού) όταν επρόκειτο να βαδίσουν εναντίον του εχθρού ή όταν εξυμνούσαν τη νίκη κάποιου (σε ιππικούς ή αρματηλατικούς αγώνες). Πιστευόταν ότι πρωτοτραγουδήθηκε από τον Διόσκουρο Κάστορα. Το "καστόρειον μέλος" ονομαζόταν και "καστόρειος ύμνος" ή απλά "καστόρειον" (Πίνδαρος Ι. 1, 21). Επίσης λεγόταν και "ιππικός νόμος".

Καστορίων ο Σολεύς: λυρικός ποιητής του 4ου αι. π.Χ. από τους Σόλους της Κύπρου. Έζησε στην Αθήνα επί άρχοντα Δημητρίου Φαληρέα (317-308 π.Χ;· βλ. Πάριο Χρονικό, έκδ. F. Jacoby, σ. 23, στ. 20). Μερικά αποσπάσματα ποιημάτων του έχουν διασωθεί από τον Αθήναιο (Ι, 454F και IB', 542Ε)· ένα από αυτά απευθυνόταν στον Πάνα και ένα άλλο τραγουδιόταν από χορό (κατά την πομπή των Διονυσίων) προς τιμήν του Δημ. Φαληρέα, τον οποίον ο Καστορίων αποκαλεί ηλιόμορφο σε ομορφιά: "εξόχως δ' ευγενέτας ηλιόμορφος ζαθέοισ' άρχων σε τιμαίσι γεραίρειν" (ο άρχοντας, ευγενέστατος, ηλιόμορφος σε ομορφιά, σε γιορτάζει με θεϊκές τιμές). Βλ. Bergk PLG III, 634-636· Diehl Anth. Lyr. Gr. 260-261· Page PMG 447, απόσπ. 845.

Καταβαυκάλησις: νανούρισμα· ιδιαίτερα το νανούρισμα των τροφών· Αθήν. (ΙΔ', 618Ε, 10): "αι δε των τιτθευουσών ωδαί καταβαυκαλήσεις ονομάζονται" (τα τραγούδια των τροφών ονομάζονται νανουρίσματα). Τιτθεύουσαι ή τίτθαι (πληθ.), οι παραμάνες, οι τροφοί. Το ρήμα καταβαυκαλώ σημαίνει νανουρίζω, είτε με τραγούδι, είτε με τη μουσική κάποιου οργάνου. Ο Πολυδεύκης (IV, 127) γράφει: "το σείστρον ώ καταβαυκαλώσιν αι τίτθαι ψυχαγωγούσαι τα δυσυπνούντα των παιδίων" (το σείστρον, με το οποίο οι παραμάνες νανουρίζουν τέρποντας τα παιδιά, που δύσκολα αποκοιμούνται). Βλ. λ. βαυκάλημα.

Κατάδω: γοητεύω με τραγούδι· τραγουδώ επωδή, μαγικό τραγούδι. Φρύνιχος, Επιτομή (έκδ. Borries, σ. 79): "γοητεύειν και πείθειν" ([κατάδω σημαίνει] γοητεύω και καθησυχάζω). Βλ. επίσης λ. κατεπάδω.

Κατακελευσμός: διαταγή, πρόκληση, εξερέθιση. Έτσι ονομαζόταν το δεύτερο μέρος του πυθικού νόμου, κατά το οποίο ο θεός προκαλεί το δράκοντα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (Θ', 3, 10), ήταν το τρίτο μέρος του κιθαριστήριου πυθικού νόμου.

Κατάληξις: μετρικός όρος για την πτώση ή το κλείσιμο μιας περιόδου· επίσης, η τελευταία συλλαβή (LSJ, Δημ.).

Κατάληψις: άγγιγμα των χορδών κατά το παίξιμο της λύρας ή της κιθάρας (ελαφρό άγγιγμα μιας χορδής προς το σκοπό να μειωθεί το μήκος της και να ληφθεί ένας ψηλότερος ήχος [αρμονικός]). Κατά τον Δημ. "παύση ενός οργάνου"(;). Πρβ. Schol. Aristoph., Νεφέλαι (318): "και κρούσιν και κατάληψιν". Βλ. Ε. Κ. Borthwick, "Κατάληψις: A Neglected Term in Greek Music", Cl. Quar. 53 (1959), 23-29.

Καταλογή: απαγγελία χωρίς μουσική. Βλ. λ. παρακαταλογή

Καταπεπλασμένον: στιλ (τρόπος) παιξίματος του αυλού· κατά το LSJ, "ο τεχνητός ήχος (φλαουτάτα) που παράγεται σ' έναν αυλό".

Καταπλοκή: μια σειρά από νότες που κατεβαίνουν γρήγορα. Αντίθετο του αναπλοκή. Πρβ. Πτολεμ. (Αρμον. II, 12).

Καταπνεόμενα: πνευστά όργανα Βλ. λ. εμπνευστά και εμφυσώμενα.

Καταπύκνωσις: η υποδιαίρεση των διαστημάτων της κλίμακας σε τέταρτα του τόνου. Το ρήμα καταπυκνώ, υποδιαιρώ σε μικρά διαστήματα, απαντά και στην έκφραση "καταπυκνώ το διάγραμμα" = υποδιαιρώ το διάγραμμα, την κλίμακα, σε τέταρτα του τόνου. Αριστόξ. (Αρμον. Ι, 28, 1 Mb): "ουχ ως οι αρμονικοί εν ταις των διαγραμμάτων καταπυκνώσεσιν αποδιδόναι πειρώνται" (όχι όπως οι αρμονικοί προσπαθούν να κάμουν στις υποδιαιρέσεις των διαγραμμάτων). Ο Αριστόξενος (ό.π. ΙΙ, 38 Mb) θεωρεί την καταπύκνωση (δηλ. την υποδιαίρεση σε τέταρτα τόνου) ως αντιμελωδική (ή μη μελωδική): "ότι δε εστιν η καταπύκνωσις εκμελής και κατά πάντα τρόπον άχρηστος, φανερόν επ' αυτής έσται της πραγματείας" (ότι η καταπύκνωση είναι αντιμελωδική και με κάθε τρόπο άχρηστη, θα γίνει φανερό κατά τη διάρκεια αυτής της πραγματείας [της μελέτης]).

Κατασπάσματα: δονήσεις, κραδασμοί της γλωσσίδας του αυλού (Δημ., LSJ). Θεόφραστος (Περί φυτών ιστ. IV, 11, 5): "και κατασπάσματα τας γλώττας ίσχειν [έχειν]" (και για νά 'χουν οι γλωσσίδες επαρκείς [αρκετές] δονήσεις· κατά μτφρ. Sir Arthur Hort, I, 373). Και η Κ. Schlesinger (The Greek Aulos, 66) ερμηνεύει τα "κατασπάσματα" ως δονήσεις (beatings).

Κατασπασμός: χαμήλωμα της φωνής (Δημ., LSJ). Από το "κατασπώ την φωνήν", χαμηλώνω τη φωνή. Για την έκφραση: "κατασπώ την σύριγγα" βλ. στο λ. σύριγξ.

Καταστροφή: τέλος, κατάληξη· επιστροφή μιας χορδής που δονείται στην αρχική θέση της [τον άξονά της]· Δημ., LSJ.Αριστοτέλ. Προβλ. (XIX, 39): "των μεν άλλων συμφωνιών ατελείς αι θατέρου καταστροφαί εισιν" (ως προς τις άλλες συμφωνίες οι καταλήξεις του ενός από τα στοιχεία των είναι ατελείωτες).

Κατατροπά: το τρίτο μέρος του κιθαρωδικού νόμου. Βλ. λ. κιθαρωδία - κιθαρωδικός νόμος.

Καταύλησις: παίξιμο του αυλού· ψυχαγώγηση με παίξιμο αυλού. Το ρήμα καταυλώ σήμαινε παίζω αυλό για κάποιον άλλο· ψυχαγωγώ παίζοντας αυλό ή ακόμα κατ' επέκταση τραγουδώντας. Πλάτων (Νόμοι Ζ', 790Ε): "όταν οι μητέρες θέλουν να νανουρίσουν τα παιδιά που δύσκολα αποκοιμούνται, τραγουδούν [ή παίζουν] μια μελωδία σ' αύτά (...μελωδίαν τινά καταυλούσιν)". Βλ. λ. μητρώα ("κατηύλησε τα μητρώα"=επαιξε τα μητρώα στον αυλό).

Καταχόρευσις: το πέμπτο και τελευταίο μέρος του πυθικού νόμου· γιορτή, εορτασμός με χορό· ο θριαμβικός χορός του Απόλλωνα για τη νίκη του πάνω στο δράκοντα. Το ρήμα καταχορεύω σήμαινε χορεύω, για να γιορτάσω μια νίκη ή για να εκφράσω μια πολύ ζωηρή χαρά.

Κατεπάδω: μαγεύω, γοητεύω με τραγούδι ή με μάγια. Πλάτων (Μένων 80Α)·Ο Μένων στον Σωκράτη: "και νυν, ως γε μοι δοκείς, γοητεύεις με, φαρμάττεις και ατεχνώς κατεπάδεις" (και τώρα, όπως μου φαίνεται, με σαγηνεύεις, μου 'δίνεις φίλτρα και με γοητεύεις με μάγια [με μαγικά λόγια]).

Κατηχής: ηχηρός· αυτός που ηχεί δυνατά

Κατήχησις: γοήτευση με μουσικό ήχο· διδασκαλία με τραγούδι ή "δια ζώσης" ή με ζωηρή, δυνατή φωνή· διδασκαλία γενικά. Δημ.: "συνοδεία του μονοχόρδου με όργανα με βαθύτερο ήχο που καταπνίγουν το μέλος του". Πρβ. Πτολεμ. (Αρμον. II, 12, έκδ. I.D. 67, 19-20).

Κάττυμα: συνήθως στον πληθυντικό, καττύματα· μπαλώματα. Πρβ. Πλούτ. (Περί μουσ. 1138Β, 21): "σχεδόν γαρ αποπεφοιτήκασιν είς τε τα καττύματα και εις τα Πολυείδου ποιήματα [ποικίλματα]" (γιατί έχουν σχεδόν απομακρυνθεί από τα μπαλώματα και τα ποικίλματα [στολίδια] του Πολύειδου). Πρβ. Weil- Rein. Plut. mus. 85.Σημείωση: κάττυμα γενικά ήταν και η σόλα παπουτσιού.

Κεκλασμένα: μέλη· μελωδίες που χρησιμοποιούν κυρίως πηδήματα· ή μελωδίες ποικιλμένες με μετατροπίες (LSJ) ή με πηδήματα και πολλές γρήγορες νότες (μελισματικές μελωδίες). Ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1138C, 21) λέει: "δήλον ούν ότι οι παλαιοί ου δι' άγνοιαν, αλλά δια προαίρεσιν απείχοντο των κεκλασμένων μελών" (σκόπιμα, και όχι από άγνοια, οι παλαιοί απέφευγαν τη χρήση "κεκλασμένων" ("σπασμένων" ή πολύ μελισματικών) μελωδιών). Ο Σέξτος Εμπειρικός (Προς μουσικούς VI, 15) γράφει: "όθεν ει και κεκλασμένοις τισί μέλεσι νυν και γυναικώδεσι ρυθμοίς θηλύνει τον νουν η μουσική" (αν, επομένως, η μουσική εκθηλύνει τώρα το μυαλό με μερικές μελισματικές μελωδίες και θηλυπρεπείς ρυθμούς). κεκλασμένη φωνή· φωνή που κινείται με διαστήματα· πρβ. Excerpta Neapolitana (Πτολεμ. Μουσικά, C.v.J. 413) και Πορφύρ. (Comment, έκδ. Wallis, 262): "Η φωνή όταν στέκεται πάνω στην ίδια νότα είναι ίσια και αδιάσπαστη, ενώ όταν κάμπτεται και "πέφτει" γίνεται μελωδική". ρυθμός κεκλασμένος· διακεκομμένος ρυθμός. Σημείωση: Το κεκλασμένος ερμηνεύεται, από πολλούς μελετητές μεταφορικά ως "θηλυπρεπής".κεκλασμένως, επίρρ., Σούδα· θηλυπρεπώς. Με αυτή την έννοια, κεκλασμένα μέλη μπορούν να ερμηνευτούν ως "θηλυπρεπείς μελωδίες" ή "χαυνωτικές".

Κέλαδος: ήχος καθαρός, δυνατός τόνος. Ευριπίδης (Ιφιγέν. εν Ταύροις 1129): "κέλαδον επτατόνου λύρας" (ήχον της επτάχορδης λύρας). Επίσης, βλ. Βάκχαι 578, Πίνδαρος (απόσπ. 159, PLG Ι, 348): "νόμων ακούοντες θεοδμάτων κέλαδον" (ακούοντας τη φωνή των θείων [θεόσταλτων] νόμων).

κελαδεινός θορυβώδης· Ε.Μ.: "παρά το κέλαδος γίνεται, ό σημαίνει τον θόρυβον και την ταραχήν" (παράγεται από το κέλαδος, που σημαίνει το θόρυβο και την ταραχή).

Κελευστού όρχησις: χορός του κελευστή. Αναφέρεται στον Αθήναιο (IΔ', 629F, 27) ως ένας από τους χορούς με συνοδεία αυλού. Βλ. λ. πινακίς.

Κεμανές: είναι έγχορδο όργανο με τόξο που έπαιζαν οι Ελληνες της Καππαδοκίας. Έχει μακρόστενο φιαλόσχημο ηχείο, κοντό μπράτσο με ταστιέρα χωρίς τάστα, κεφαλή όπως του βιολιού και κλειδιά από τα πλάγια, 6 συμπαθητικές χορδές και 2 συνήθως ψυχές. Για το καπάκι χρησιμοποιούνται μαλακά ξύλα ενώ για το ηχείο, το μπράτσο και την κεφαλή, σκληρά και μονοκόμματα ξύλα. Οι συμπαθητικές χορδές προχωρούν κάτω από την ταστιέρα. περνούν μέσα από τις ανοιγμένες τρύπες στον καβαλάρη (κάτω από τις κύριες χορδές) και δένονται κάτω από τον κορδοδέτη. Ο κεμανές παίζεται με δοξάρ - το οποίο παλιότερα ήταν κυρτό με τρίχες αλογοουράς- ενώ σήμερα είναι το συνηθισμένο δοξάρι του βιολιού και ακουμπισμένος πάνω στο αριστερό πόδι. Τα δάχτυλα πατούν τις χορδές με την ψίχα οι οποίες είναι κουρδισμένες κατά 4ες και δες καθαρές. Οι συμπαθητικές χορδές κουρδίζονται στις ίδιες νότες με τις κύριες (σε ταυτοφωνία ή διάστημα οκτάβας).Το φιαλόσχημο έγχορδο με δοξάρι των Ελλήνων της Καππαδοκίας, λέγεται κεμανές. Έχει έξι κύριες χορδές, καθώς και -πίσω απ' αυτές- χορδές "συμπαθητικές", οι οποίες συντονίζονται με τις κύριες και πλουτίζουν το ηχόχρωμα του οργάνου.







Κεμεντζές: ή λύρα παίζεται από τους Έλληνες του Πόντου. Έχει φιαλόσχημο ηχείο και κοντό μπράτσο που συνεχίζει το ηχείο, χωρίς μπερντέδες, κλειδιά από εμπρός προς τα πίσω, ταστιέρα, καβαλάρη, 3 μονές χορδές - παλιά (ως τα 1920) ήταν από μετάξι, αργότερα από έντερα και σήμερα μετάλλινε - που κουρδίζονται πάντα κατά 4ες καθαρές και παίζεται με δοξάρι, το οποίο είναι κατασκευσμένο από σκληρό ξύλο, είναι κυρτό και έχει τρίχες από ουρά αλόγου.Οι χορδές πατιούνται με την ψίχα των δαχτύλων. Η ποντιακή λύρα είναι ένα όργανο για γρήγορους σκοπούς που παίζεται συνήθως μόνο του ή,για ηχητική ενίσχυση σε ανοιχτούς χώρους μαζί με άλλους κεμεντζέδες ή νταούλι ή αγγείον (τσαμπούνα). Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κεμεντζής παίζει όρθιος και βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, συντονισμένος στο ρυθμό του χορού, χτυπώντας με το δοξάρι του ρυθμικά το ηχείο της λύρας και απευθύνοντας στους χορευτές προτρεπτικές συλλαβές ή σύντομες φράσεις. Διαφορετικά, κάθεται ακουμπώντας τη λύρα στον αριστερό μηρό ή ανάμεσα στα δυο πόδια που διατηρεί ενωμένα, κρατώντας την κάθετα και γερμένη ελαφρώς προς τα αριστερό και μιπροστά.











Κέρας: κέρατο. Πρβ. τα λ. βυκάνη, σάλπιγξ.

Κεράστης: κατασκευασμένος από κέρατο, λ.χ. κεράστης αυλός. Νόνν. (Διονυσ. XLV, 43): "αυλός... κεράστης".

Κερατουργός: κατασκευαστής των κεράτων της κιθάρας. Ησ.: "κερατουργός· ο ταις κιθάραις κερατοποιός". Εκτός από τη λέξη κερατουργός, υπάρχουν επίσης οι ακόλουθες λέξεις για τον κατασκευαστή κεράτων: κερατοξόος, κεραξόος (από το κέρας και το ρήμα ξέω). Επίσης, κερατοποιός και κερατογλύφος.

Κερατόφωνος: αυτός που έχει ή παράγει ήχο παρόμοιο με τον ήχο της κεράτινης σάλπιγγας (κέρας). Βλ. λ. σάλπιγξ.

Κεραύλης: εκτελεστής σε κεράτινο αυλό. Λουκ. (Τραγοποδάγρα 33-35): "προς μέλος κεραύλου Φρυγίου... κώμον βοώσι Λυδοί" (προς τη μελωδία ενός Φρύγιου κεραύλη... οι Λυδοί τραγουδούν δυνατά [κραυγάζουν] μιαν ασελγή μελωδία). Το παίξιμο με κεράτινο αυλό λεγόταν κεραυλία.

Κερνοφόρος: (α) Ο ιερέας που έφερνε το κέρνος (βλ. σημ. παρακάτω), στο οποίο έβαζαν φρούτα, λάδι κτλ. κατά τις τελετές.(β) Ένα είδος έντονου και ζωηρού χορού· στον Αθήναιο (ΙΔ', 629D, 27) περιλαμβάνεται, όπως η μογγάς και η θερμαστρίς, στους "μανιώδεις" χορούς· βλ. το κείμενο στο λ. μογγάς. Ο Πολυδεύκης (IV, 103) λέει πως το κερνοφόρον όρχημα το χόρευαν άνδρες που έφερναν κέρνα ή εσχαρίδες (μικρά πύραυνα). Σημείωση: Το κέρνος ή κέρνον ήταν ένα ιερό αγγείο ή μεγάλο πιάτο, που χρησιμοποιούνταν στις τελετές και ιδιαίτερα στα ελευσίνια μυστήρια· ήταν πήλινο και είχε δύο αυτιά και μικρά κοιλώματα γύρω και χρησίμευε για να βάζουν λάδι, κρασί, γάλα, μέλι, φρούτα κτλ. Το κέρνος το έφερε κατά την τελετή ο ιερέας ή η ιέρεια. Η σημασία του κέρνου φαίνεται από τη γνωστή συμβολική φόρμουλα: "εκ τύμπανου έφαγον, εκ κυμβάλου έπιον, εκερνοφόρησα, υπό τον παστόν υπέδυν" (έφαγα από τύμπανο, ήπια από κύμβαλο, έφερα το κέρνος, μπήκα κάτω από το νυμφικό κρεβάτι)· (Κλήμ. Αλεξ. Προτρεπτ. ΙΙ, 14, έκδ. Pottee).

Κεχυμένα μέλη: Μελωδίες χωρίς αυστηρά προσδιορισμένο ρυθμό. Ο όρος απαντάται στον Ανώνυμο και υπονοεί μόνο τις φωνητικές μελωδίες, ενώ για τις οργανικές χρησιμοποιεί τον όρο "διαψηλαφήματα" (βλ. και κεχυμέναι ωδαί).

Κηπίων: αυλωδικός νόμος και (ή) κιθαρωδικός νόμος. Η λέξη απαντά δύο φορές στον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1132D, 4)· στην πρώτη περίπτωση αναφέρεται ανάμεσα στους αυλωδικούς νόμους, που καθιέρωσε ο Κλονάς, ενώ στη δεύτερη ανάμεσα στους κιθαρωδικούς νόμους, που καθιέρωσε ο Τέρπανδρος. Το όνομά του το πήρε από τον Κηπίωνα, τον πιο σημαντικό από τους οπαδούς του Τέρπανδρου (Πλούτ. ό.π. 1133D, 6).

Κηφισόδοτος: (4ος αι. π.Χ.)· Αθηναίος κιθαριστής· γεννήθηκε στις Αχαρνές Αττικής. Αναφέρεται στον Αθήναιο (Δ', 131Β, 7) ανάμεσα στους βιρτουόζους που προσκλήθηκαν στο υπερβολικό και ματαιόδοξο συμπόσιο, που οργάνωσε ο βασιλιάς της Θράκης Κότυς με την ευκαιρία των γάμων της κόρης του με τον Αθηναίο ρήτορα και στρατηγό Ιφικράτη. Καμιά άλλη λεπτομέρεια για τη ζωή του δεν είναι γνωστή, εκτός από το ότι ήταν μια εξέχουσα μορφή της Σχολής του Στρατόνικου. Βλ. Dinse Antig. Theb. 13· και λ. Αντιγενίδας.

Κίδαρις: ένας σοβαρός αρκαδικός χορός που αναφέρεται στον Αθήναιο (ΙΔ', 631D, 30): "η δ' εμμέλεια σπουδαία, καθάπερ καί η παρ' Αρκάσι κίδαρις, παρά Σικυωνίοις τε ο αλητήρ" (η εμμέλεια είναι σοβαρή, όπως η κίδαρις στους Αρκάδες και ο αλητήρ στους Σικυώνιους).Η λέξη κίδαρις σήμαινε επίσης το κάλυμμα της κεφαλής των βασιλιάδων της Περσίας (τιάρα).

Κιθάρα: έγχορδο όργανο, πιο τελειοποιημένο και πιο επεξεργασμένο από τη λύρα. Διέφερε από αυτήν ως προς το ηχείο, το μέγεθος και την ηχητικότητα. Οι δύο βραχίονες ήταν δυνατοί και συμπαγείς. Το μέγεθος ήταν πολύ μεγαλύτερο και ο τόνος πιο πλατύς και πιο ηχηρός. Στο σύνολό της η κιθάρα ήταν πιο βαριά και πιο γεροδεμένη· ο εκτελεστής, που συνήθως καθόταν, την κρατούσε όρθια, σε μια σχεδόν κάθετη θέση, με κάποια κλίση προς τα μέσα, ενώ η λύρα, που ήταν πολύ ελαφρότερη, κρατιόταν λοξά (προς τα έξω συνήθως). Εκτός από τις διαφορές αυτές, η κιθάρα είχε στενή συγγένεια με τη λύρα από όλες τις απόψεις· αληθινά, θα μπορούσε να λεχθεί πως ήταν ένας πιο τελειοποιημένος τύπος λύρας και ό,τι γράφουμε για τη λύρα σχετικά με την κατασκευή, την παραγωγή ήχου κτλ. ισχύει επίσης και για την κιθάρα. Αλλά ενώ η λύρα περιορίστηκε στους ερασιτέχνες, η κιθάρα ήταν το όργανο των επαγγελματιών· ο Αριστοτέλης αποκαλεί την κιθάρα όργανον τεχνικόν, επαγγελματικό (Πολιτικά Η', 1341Α, 6): "ούτε γαρ αυλούς εις παιδείαν ακτέον, ούτ' άλλο τεχνικόν όργανον, οίον κιθάρα" (ούτε οι αυλοί, ούτε άλλο [τεχνικό] επαγγελματικό όργανο [που χρειάζεται επαγγελματική δεξιότητα], όπως η κιθάρα, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί στην παιδεία). Ενώ η λύρα ενέπνεε μεγάλο σεβασμό ως εθνικό κυρίως όργανο και χρησιμοποιούνταν για την εκπαίδευση των νέων, η κιθάρα ήταν σε μεγάλη τιμή στους εθνικούς αγώνες (Ολύμπια, Πύθια κτλ.) και στους διαγωνισμούς. Τόσο η κιθαρωδία, όσο και η κιθαριστική, εφαρμόστηκαν, αναπτύχθηκαν και δοξάστηκαν από φημισμένους αρχαίους μουσικούς. Στους προκλασικούς χρόνους η κιθάρα είχε από τρεις ως επτά χορδές· η επτάχορδη κιθάρα ήταν μια καινοτομία του Τέρπανδρου (7ος αι. π.Χ.). Στον 6ο αι. προστέθηκε 8η χορδή και στον 5ο αι. χρησιμοποιήθηκαν κιθάρες με 9, 10, 11 και 12 χορδές. Βλ. αυτή την εξέλιξη στο λ. λύρα. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περί μουσ. 1133C, 6), "το σχήμα [της κιθάρας] καθορίστηκε πρώτα από τον Κηπίωνα, μαθητή του Τέρπανδρου, και, συνεχίζει, η κιθάρα ονομαζόταν Ασιατική, πιθανόν γιατί τη χρησιμοποιούσαν οι Λέσβιοι κιθαρωδοί, που ζούσαν κοντά στην Ασία" ("εκλήθη δ' Ασιάς δια το κεχρήσθαι τους Λεσβίους αυτή κιθαρωδούς προς τη Ασία κατοικούντας"). Κατά άλλη εκδοχή, ονομάστηκε Ασιατική, γιατί η προέλευσή της ήταν ασιατική· ο Ησύχιος την αποκαλεί ασιατική (Ασιάτις), επειδή εφευρέθηκε στην Ασία ("δια το εν Ασία ευρήσθαι"). Το επίθετο Ασιάτις το συναντούμε όχι μόνο για την κιθάρα, άλλα και για τη μουσική ολόκληρη· καθώς λέει ο Στράβων (Ι, 3, 17), "και η μουσική πάσα Θρακία και Ασιάτις νενόμισται". Σημείωση 1: Για το κούρδισμα της κιθάρας και άλλα τεχνικά σημεία βλ. λ. λύρα. Για την καταγωγή της κιθάρας βλ. τα ακόλουθα, ανάμεσα σε άλλα: Μ. Guillemin και J. Duchesne, "Sur l' origine asiatique de la cithare grecque", AC, 4o έτος, τόμ. IV, Βρυξέλλες 1935, 117-124, με 8 εικόνες και 35 σχέδια. Μ. Wegner, (α) Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949, 31-37 και 46-47. -, (β) Die Musikinstrumente des alien Orients, Munster, 1905. -, (γ) "Griechische [antike] Instrumente und Musikbrauche", Die Musik in Geschichte und Gegenwart, Kassel 1956, V, 865-881. Σημείωση 2: Σε ξένους συγγραφείς και σε ξένες γλώσσες βρίσκουμε συχνά το όνομα της κιθάρας όχι ως κιθάρα (kithara) όπως είναι το σωστό, αλλά cithare (ή ιταλ. citara) από το λατινικό cithara.









Κίθαρις: πρωτόγονο έγχορδο, το οποίο πολλοί ιστορικοί ταυτίζουν με τη λύρα ή τη φόρμιγγα· άλλοι, ωστόσο, ταυτίζουν την κίθαρη με την κιθάρα (Κ. Sachs Hist. 130). Το όνομα κίθαρις, όπως και αυτό της φόρμιγγας, αναφέρεται συχνά στον Όμηρο· Οδ. α 153-154: "κήρυξ δ' εν χερσίν κίθαριν περικαλλέα θήκεν Φημίω" (κι ένας κήρυκας έβαλε στα χέρια του Φήμιου την πανέμορφη κίθαρη). Κατά τον Αριστόξενο (Περί οργάνων FHG ΙΙ, 286, απόσπ. 63): "κίθαρις γαρ εστιν η λύρα" (η κίθαρις είναι η λύρα). Το ρήμα κιθαρίζω (παίζω την κιθάρα ή την κίθαρη) χρησιμοποιούνταν γενικά και για το παίξιμο της λύρας ή της φόρμιγγας ή οποιουδήποτε άλλου εγχόρδου· Ξενοφ. Οικονομικός (II, 13): "οι δε δήπου το πρώτον μανθάνοντες κιθαρίζειν και τας λύρας λυμαίνονται" (οι αρχάριοι ρημάζουν τις λύρες που πάνω τους μαθαίνουν). Το ρήμα φορμίζω χρησιμοποιούνταν επίσης με την ίδια σημασία· πρβ. λ. φόρμιγξ και συνηρμοσμένος.

Κιθάρισις: κιθάρισις· παίξιμο κιθάρας (ή κίθαρης). Στην περίπτωση εκτέλεσης σόλο στην κιθάρα, χωρίς καμιά σχέση με τραγούδι, χρησιμοποιούνταν ο όρος ψιλή κιθάρισις. Πλάτων (Νόμοι 669Ε): "μέλος δ' αύ και ρυθμόν άνευ ρημάτων ψιλή κιθαρίσει και αυλήσει προσχρώμενοι..." (και πάλι χρησιμοποιώντας τη μελωδία και το ρυθμό χωρίς λόγια στην ψιλή κιθάριση και αύληση). Κατά τον Μέναιχμο (Αθήν. ΙΔ', 637F, 42) ο Αριστόνικος ο Αργείος ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την ψιλή κιθάριση.

Κιθαριστήριος αυλός: ο αυλός που συνόδευε την κιθάρα· Πολυδ. (IV, 81): "κιθαριστήριοι δε τούνομα, διότι κιθάραις προσήδον" (ονομάζονταν κιθαριστήριοι [αυλοί], γιατί συνόδευαν τις κιθάρες).

Κιθαριστήριος νόμος: ένα είδος κιθαριστικού νόμου (σόλο κιθάρας) με συνοδεία αυλού. Ο νόμος αυτός ονομαζόταν παριαμβίς. Βλ. επίσης Πολυδ. IV, 83, και λ. έναυλος κιθάρισις.

Κιθαριστής: εκτελεστής της κιθάρας· εκείνος που παίζει κιθάρα χωρίς τραγούδι, σε αντιδιαστολή προς τον κιθαρωδό, που παίζει και τραγουδάει μαζί. Έτσι συνήθως λεγόταν ο σολίστας εκτελεστής. κιθαρίστρια και κιθαριστρίς· γυναίκα που παίζει κιθάρα.

Κιθαρωδία: και κιθαρώδησις· τραγούδι με συνοδεία κιθάρας. Η κιθαρωδία υπήρξε το αρχαιότερο και πιο σεβαστό είδος μουσικής σύνθεσης και εκτέλεσης. Χρειαζόταν γι' αυτό μονάχα ένας εκτελεστής, ο τραγουδιστής και κιθαριστής μαζί. Πολύ συχνά, σχεδόν πάντοτε, συνθέτης και κιθαρωδός ήταν το ίδιο πρόσωπο. Κατά τον Ηρακλείδη Ποντικό (Πλούτ. Περί μουσ. 1131F, 3), "ο Αμφίων, γιος του Δία και της Αντιόπης, ήταν ο εφευρέτης της κιθαρωδίας και της κιθαρωδικής ποίησης".

Κιθαρωδός: ποιητικός τύπος κιθαραοιδός· ένας μουσικός που τραγουδούσε και συνόδευε τον εαυτό του στην κιθάρα. Ο κιθαρωδός εμφανιζόταν μπροστά στο κοινό φορώντας μακρύ χιτώνα και στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι. Άρχιζε με το προοίμιον, που ήταν ένα οργανικό πρελούντιο· προχωρούσε κατόπι στο κύριο μέρος της κιθαρωδίας τραγουδώντας και συνοδεύοντας τον εαυτό του. Ανάμεσα στους στίχους έπαιζε σύντομα ιντερλούντια.

Κινδαψός: ένα μεγάλο τετράχορδο όργανο με σχήμα σαν της λύρας, που παιζόταν με πλήκτρο σαν φτερό. Διαβάζουμε στον Αθήναιο (Δ', 183Α, 81): "έστι δ' ο σκινδαψός τετράχορδον όργανον" (ο σκινδαψός είναι τετράχορδο όργανο)· σύμφωνα με τον Θεόπομπο, τον επικό ποιητή από τον Κολοφώνα: "σκινδαψόν λυρόεντα μέγαν χείρεσσι τινάσσων, οισύϊνον [ή οξύϊνον] προμάλοιο τετυγμένον αιζήοντος" (κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο σαν λύρα σκινδαψό, κατασκευασμένο από βλαστούς ιτιάς [ή οξιάς]).

Κινησίας: Αθηναίος συνθέτης διθυράμβων του 5ου αι π.Χ. Έζησε ανάμεσα στο 450 και 390· ο πατέρας του, Μέλης, ήταν κιθαρωδός. Ο Κινησίας θεωρούνταν ένας από τους χειρότερους μουσικούς και ποιητές της εποχής του. Εισήγαγε νέα χορευτικά σχήματα και ανάμεσα στις "καινοτομίες" του ήταν η κατάργηση του χορού στην κωμωδία, που κατόρθωσε να επιβάλει (το 400 π.Χ.) με απόφαση του δήμου· γι' αυτό ονομάστηκε χοροκτόνος από τον κωμικό Στράττι. Ειπώθηκε πως η ονομασία αυτή οφειλόταν στο ότι η μουσική του τραγουδιόταν δύσκολα (FHG II, 185, απόσπ. 272). Οι μελωδίες του δεν είχαν καλό γούστο και χάρη. Η Σούδα λέει: "ούτος επ' ασεβεία και παρανομία διετεθρύλητο" (ήταν διάσημος για την ασέβεια και την παρανομία του)· αληθινά, η αναίδειά του και η ανευλάβειά του προς τους θεούς ήταν τέτοια που, μαζί με φίλους, λέρωνε τα αγάλματα των θεών. Η κωμική του εμφάνιση (ήταν ψηλός, ξερακιανός και κουτσός) μαζί με τη γενική συμπεριφορά του και το ιδιότυπο μουσικό του στιλ έγιναν ο στόχος των κωμικών. Ο Φερεκράτης στην κωμωδία του Χείρων με το στόμα της Μουσικής -που προσωποποιημένη σε γυναίκα διαμαρτύρεται εναντίον των καινοτόμων της εποχής στη Δικαιοσύνη- τον αποκαλεί "ο κατάρατος Αττικός" και τον επικρίνει αυστηρά. Ο Αριστοφάνης τον χλευάζει επίσης (πιθανόν να πρόκειται για κάποιον άλλο Κινησία) στους Όρνιθες (1372-1374) και στους Βατράχους (153-154). Πέθανε σε μεγάλη φτώχεια και αθλιότητα. Πρβ. Πλούτ. Κατά τι ένδοξοι Αθηναίοι V, 348Β. Βλ. Bergk PLG (Cinesias) III, 593-594, τρία μικρά αποσπάσματα· επίσης, Page PMG 398-399, απόσπ. 774-776.

Κίνησις: κίνηση· αλλαγή μιας θέσης. (α) κίνησις της φωνής· η αλλαγή (η μετάβαση) της φωνής από μια θέση σε άλλη. Κατά τόπον κίνησις της φωνής· η αλλαγή της φωνής ως προς τον τόπο (θέση· φωνή έδώ με την έννοια του φωνητικού και του οργανικού ήχου)· πρβ. Αριστόξ. Αρμ. Ι, 3 Mb. Ο Αριστόξενος διακρίνει δύο είδη κίνησης της φωνής, τη συνεχή και τη διαστηματική (με διαστήματα). Ονομάζει την πρώτη λογική (κίνηση του λόγου) και τη δεύτερη μελωδική (μουσική)· βλ. Ι, 8, 18-19 Mb και σσ. 9 και 10. Την ίδια διάκριση κάνει και ο Κλεονείδης (Εισαγ. 2). Ο Πτολεμαίος (Μουσικά, C.v.J. Excerpta Neapol. 413) χρησιμοποιεί την έκφραση "χρήσις διαστηματικής κεκλασμένης φωνής" για τη μελωδική κίνηση· βλ. λ. κεκλασμένα μέλη. Ο Νικόμαχος (Εγχ. 2) ονομάζει τα δύο είδη (γένη) κίνησης της ανθρώπινης φωνής (α) διαστηματικόν και ένωδον (μελωδικό) και (β) "συνεχές, καθ' ό ομιλούμεν τε αλλήλοις και αναγινώσκομεν". Βλ. επίσης τα λ. διάστημα, συνεχής. (β) έρρυθμος κίνησις· ρυθμική κίνηση (λ.χ. του σώματος στο χορό).

Κινούμενοι φθόγγοι: (ή φερόμενοι φθόγγοι). Στην αρχαία ελλ. μουσική, οι φθόγγοι που κατείχαν τις μεσαίες θέσεις των τετραχόρδων (2η και 3η), που στα 3 μουσικά γένη μεταβάλλονταν και δεν βρίσκονταν στο ίδιο τονικό ύψος. "Κινούμενοι δ?... ?ν τα?ς τ?ν γεν?ν διαφορα?ς μεταβάλλουσι κα? ο? μένουσιν ?π? μι?ς τάσεως" (Ευκλείδη "Εισαγωγή" σ. 6). Αντίθετοι των κινούμενων φθόγγων, ήταν οι εστώτες φθόγγοι (ακίνητοι). Οι κινούμενοι φθόγγοι ήταν οι εξής 10: α') Οι 2 παρυπάτες: 1. υπάτων (Νη της μέσης, ντο'), 2. μέσων (Γα της μέσης, φα'). β') Οι 2 λιχανοί: 1. υπάτων (Πα της μέσης, ρε'), 2. μέσων (Δι της μέσης, σολ'). γ') Οι 3 τρίτες: 1. συνημμένων (Ζω της νήτης με ύφεση:σι ύφεση),2. διεζευγμένων (Νη της νήτης, ντο) και 3. υπερβολαίων (Γα της νήτης, φα). δ') Οι 3 παρανήτες: 1. συνημμένων (Νη της νήτης, ντο), 2. διεζευγμένων (Πα της νήτης, ρε) και 3. υπερβολαίων (Δι της νήτης, σολ). Οι προαναφερμένες τονιαίες θέσεις των κινούμενων φθόγγων αφορούν στο διατονικό γένος, γιατί στο χρωματικό γένος μόνο οι 2 παρυπάτες (υπάτων και μέσων) και οι 3 τρίτες (συνημμένων, διεζευγμένων και υπερβολαίων) βρίσκονταν στο ίδιο ύψος με τις αντίστοιχες του διατονικού γένους. Οι 2 όμως λιχανοί (υπάτων και μέσων), όπως και οι 3 παρανήτες (συνημμένων, διεζευγμένων και υπερβολαίων) ήταν χαμηλότερα των αντίστοιχων του διατονικού γένους κατά λείμμα (γι' αυτό και για να ξεχωρίζουν χαρακτηρίζονταν με τον όρο "χρωματικός"). Στο δε εναρμόνιο γένος οι 2 παρυπάτες (υπάτων και μέσων) και οι 3 τρίτες (συνημμένων, διεζευγμένων και υπερβολαίων) ήταν χαμηλότερες των αντίστοιχων διατονικών και χρωματικών κατά δίεση τεταρτημοριαία (μήκος χορδής 499/512), επίσης χαμηλότεροι ήταν και οι 2 λιχανοί (υπάτων και μέσων), όπως και οι 3 παρανήτες (συνημμένων, διεζευγμένων και υπερβολαίων), από μεν τις αντίστοιχες του διατονικού γένους κατά επόγδοον τόνον (μήκος χορδής 9/8), από δε τις αντίστοιχες του χρωματικού γένους κατ' αποτομήν επογδόου τόνου (μήκος χορδής 2043/2187). `Αρα αυτοί οι φθόγγοι, κατέχοντας την 3η (από τη βάση) βαθμίδα στα εναρμόνια τετράχορδα είχαν τον ίδιο τόνο με τους φθόγγους που κατείχαν τη 2η (από τη βάση) βαθμίδα στα διατονικά και χρωματικά τετράχορδα και έτσι έφεραν τον όρο εναρμόνιοι (Νικόμαχος Γερασηνός "Αρμονικό εγχειρίδιο" ΙΒ).

Κινύρα: έγχορδο όργανο με δέκα χορδές, όπως η κιθάρα· παιζόταν με πλήκτρο ή και απευθείας με τα δάχτυλα. Συνδεόταν με πένθιμη μουσική· το ρήμα κινύρω ή κινύρομαι σήμαινε θρηνώ· Ησ.: "κινύρειν· θρηνείν, κλαίειν". Η Σούδα συνδέει το όνομα κινύρα με τον μυθικό βασιλιά της Πάφου στην Κύπρο· όπως λέει (η Σούδα), ο βασιλιάς, επειδή διαγωνίστηκε χωρίς επιτυχία με τον Απόλλωνα, πήρε το παρατσούκλι Κινύρας από το όργανο κινύρα. Η κινύρα ήταν ασιατικής ή εβραϊκής καταγωγής· το εβραϊκό κίννορ, ένα συγγενικό όνομα, ήταν μια κιθάρα με δέκα χορδές και παιζόταν με πλήκτρο (πρβ. Sachs Ιστορ. Μουσ. Οργ. 107). Η Σούδα λέει απλά: "κινύρα· όργανον μουσικόν ή κιθάρα· από του κινείν τα νεύρα" (κινύρα· μουσικό όργανο ή κιθάρα· από το [ρήμα] κινώ [θέτω σε δόνηση] τις χορδές). Και ο Ησύχιος επίσης γράφει: "κινύρα· όργανον μουσικόν, κιθάρα". H λέξη κινυρός σήμαινε θρηνητικός, θλιμμένος. Πρβ. Σούδα στη λ. κινύρα ("κινύρα· κινυρόμεθα, κινυρομένη"

Κλαρίνο:ως μουσικό λα'ι'κό όργανο, ήρθε στην Ελλάδα από την Τουρκία με τους Τουρκόγυφτους, γύρω στα 1853. πρωτοεμφανίστηκε στην Ήπειρο και τη Δ. Μακεδονία, απ' όπου προχωράει προς τα κάτω.Μαζί με το βιολί και το λαγούτο και, αργότερα, και το σαντούρι, αποτελούν την "κομπανία", η οποία σιγά σιγά αντικαθιστά την πατροπαράδοτη "ζυγιά" (νταούλι - ζουρνάς).Την εποχή αυτή το δημοτικό τραγούδι έχει κλείσει ουσιαστικά τον δημιουργικό του κύκλο και το κλαρίνο, χάρη στις μεγάλες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες, παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα, αφού στόχος κάθε καλού κλαριτζή είναι η "επεξεργασία ", ο εμπλουτισμός του δημοτικού μέλους.Ο ρόλος του κλαρίνου στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας στην επεξεργασία των παλιών μελωδιών (χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν πάντα θετικός, με αποτέλεσμα να νοθεύεται ο χαρακτήρας του μέλους στο σύνολο του). Στο λαϊκό κλαρίνο περνούν τα "πιασίματα" της φλογέρας και του ζουρνά, πετυχαίνοντας έτσι, με μίαν ιδιότυπη τεχνική, σ' ένα δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων.Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα, αναγνωρίζεται ως όργανο "εθνικό" και οδηγεί την οργανική μουσική σε μια νέα, λαμπρή περίοδο, μέσα από την επεξεργασία παλαιών μελωδιών στα χέρια άξιων δεξιοτεχνών.

Κλαρίνο


Κλαρίνο Νίκου Καρακώστα


Κλαρίνο Βασίλη Σούκα


Κλαρίνο Τάσου Χαλκιά



Κλεονείδης: ή Κλεονίδης (ή για μερικούς Κλεωνίδης)· θεωρητικός της μουσικής του 2ου αι. μ.Χ.· τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του. Σε αυτόν αποδίδεται σήμερα η Εισαγωγή αρμονική, που παλαιότερα αποδιδόταν στον Ευκλείδη (Meibom Ant. mus. auct. sept., gr. et lat., τόμ. Ι, ΙΙ, σσ. 1-22), ή στον μαθηματικό Πάππο από την Αλεξάνδρεια ή στον Ζώσιμο. Ο Ch.-Em. Ruelle στην εισαγωγή του στη μετάφραση της Εισαγωγής (σσ. 1-15) συζητεί λεπτομερειακά το θέμα της προσωπικότητας του συγγραφέα. Το όνομα του Ευκλείδη, λέει, ως συγγραφέα της Εισαγωγής εμφανίζεται σ' ένα χειρόγραφο (στη Βενετία) του 12ου αιώνα και σε πολλούς κώδικες του 14ου και 15ου αι., πιθανώς από το ίδιο πρωτότυπο. Άλλα χειρόγραφα δίνουν το όνομα του Πάππου και πολλά άλλα του Κλεονείδη (Barberine II, αρ. 86, Παρισιού, αρ. 2535, 16ος αι., Βατικανού, αρ. 221, Φλωρεντίας). Ένα χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Μαδρίτης έχει το όνομα του Ζώσιμου, ενώ στον Codex Vulganis του Leyden αποδίδεται σ' έναν Ανώνυμο. Διάφοροι μελετητές του 19ου αιώνα δεν συμφώνησαν στο ποιος είναι ο συγγραφέας της Εισαγωγής· ο Vincent το αποδίδει στον Πάππο, ενώ ο Westphal σ' έναν ψευδο-Ευκλείδη. Ο Carl v. Jan το αποδίδει πειστικά στον Κλεονείδη κι έτσι σήμερα θεωρείται ο πραγματικός συγγραφέας. Πρώτη έκδοση της λατινικής μετάφρασης, χωρίς το ελληνικό κείμενο, δημοσιεύτηκε από τον Georgio Valla με το όνομα του Κλεονείδη (Cleonidae harmonicum introductorum, Βενετία 1497). Ο Carl. v. Jan ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε το ελληνικό κείμενο με το όνομα του Κλεονείδη στην έκδοσή του Musici scriptores Graeci (Λιψία 1895, Τ., σσ. 179-207). Μια γαλλική μετάφραση με μια ενδιαφέρουσα εισαγωγή ("Avertissement") και σχόλια δημοσιεύτηκε από τον Charles-Emile Ruelle στη σειρά του Collection des auteurs grecs relatifs a la musique (Παρίσι 1883, III, 16-41). Η Εισαγωγή του Κλεονείδη βασίζεται πάνω στις αρχές του Αριστόξενου και θεωρείται σπουδαία πηγή πληροφοριών για τις θεωρητικές αντιλήψεις και τη διδασκαλία του Αριστόξενου.

Κλεψίαμβος: (α) έγχορδο όργανο, αρχαίας προέλευσης, με εννιά χορδές, καθώς λέγεται. Χρησιμοποιούνταν στην παρακαταλογή, που ήταν απαγγελία με οργανική συνοδεία· ιδιαίτερα συνόδευε τους ίαμβους του Αρχίλοχου. Με τον καιρό η χρήση του περιορίστηκε· ο Αθήναιος (ΙΔ', 636F, 40) λέει πως "ο λεγόμενος κλεψίαμβος, καθώς και ο τρίγωνος, ο έλυμος και το εννεάχορδον, έχουν μάλλον αχρηστευτεί" ("αμαυρότερα τη χρεία καθέστηκε"). Ο Πολυδεύκης (IV, 59) αναφέρει απλώς τον κλεψίαμβο μαζί με άλλα έγχορδα όργανα ("κρουόμενα"). (β) κλεψίαμβοι ήταν είδος τραγουδιών ή στίχων Ησ.: "κλεψίαμβοι· Αριστόξενος, μέλη τινά παρά Αλκμάνι" (κλεψίαμβοι· ο Αριστόξενος [λέει] πως αυτά είναι μερικές μελωδίες του Αλκμάνα).

Κλονάς: αυλητής και συνθέτης του 7ου αι. π.Χ. Γεννήθηκε στην Τεγέα της Αρκαδίας (γι' αυτό και το επώνυμό του Τεγεάτης), αλλά οι Βοιωτοί υποστήριζαν πως γεννήθηκε στη Θήβα. Έζησε αμέσως μετά τον Τέρπανδρο, του οποίου την εφεύρεση του κιθαρωδικού νόμου ακολούθησε με την καθιέρωση του αυλωδικού νόμου (Ηρακλ. Ποντ. στον Πλούτ. Περί μουσ. 1132C, 3, 1133Α, 5). Εισήγαγε επίσης τα προσόδια και εφεύρε δύο αυλωδικούς νόμους, τον απόθετο και το σχοινίωνα βλ. λ. αυλωδία. Ο Κλονάς συνέθεσε ελεγείες και επικά τραγούδια.

Κνισμός:: (α) είδος χορού που αναφέρει ο Πολυδεύκης (στο κεφ. "Περί ειδών ορχήσεως", IV, 100), χωρίς καμιά ένδειξη για το χαρακτήρα του. (β) είδος αυλητικής μελωδίας που περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυλήσεων του λεξικογράφου Τρύφωνα στο δεύτερο βιβλίο των Ονομασιών (Αθήν. ΙΔ', 618C, 9). "Όλες αυτές οι μελωδίες, προστίθεται, εκτελούνταν στον αυλό με όρχηση".

Κοιλία: κοιλότητα, κοίλωμα. Στη μουσική, η κοιλότητα του αυλού ή ενός πνευστού γενικά. Ο Αριστόξενος αναφέρεται στον όρο αυτό: "...ο αυλός τρυπήματα τε και κοιλίας έχει" (Αρμον. ΙΙ, 41, 34 Mb). Ο Θέων ο Σμυρναίος (XII, 89): "επί δε των εμπνευστών και δια της ευρύτητος των κοιλιών..." (στα πνευστά όργανα [το ύψος κανονίζεται] επίσης και με το πλάτος των κοιλοτήτων...). Η λέξη κοιλίωσις ή ορθότερα κοίλωσις, που σημαίνει άνοιγμα, κοίλωμα, χρησιμοποιούνταν και για την κοιλότητα του αυλού, όπως και η λέξη κοιλία. Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 10) γράφει: "καπί των συριγγών παραπλήσιόν τι τα μήκη απεργάζεται και αι των κοιλιώσεων ευρύτητες, ώσπερ αι των χορδών τραχύτητες" (και στις σύριγγες [στα πνευστά όργανα] τα πλάτη των κοιλοτήτων παράγουν κάτι παρόμοιο με τα μήκη, όπως ακριβώς τα πάχη των χορδών).

Κοκκυσμός; και κοκυσμός· οξύς, αντιαισθητικός ήχος· Excerpta ex Nicom. (4, C.v.J. 274, Mb 35): "δια το μη επιδέχεσθαι την ανθρώπων φωνήν... τους τε κοκκυσμούς και τοις των λύκων ωρυγμοίς φθόγγους παραπλησίους" (η ανθρώπινη φωνή δεν μπορεί να ανεχθεί... τους κοκκυσμούς [κραξίματα] και τέτοιους ήχους, όμοιους προς τα ουρλιάσματα των λύκων). Σημείωση: Το ρήμα κοκκύζω σημαίνει κρώζω όπως ο κούκος, παράγω βραχνό ήχο.

Κόλλαβος: και κόλλοψ· το στριφτάρι ή κλειδί, με το οποίο κουρδίζονταν οι χορδές. Η λέξη κόλλοψ ήταν αττική και ομηρική, ενώ ο κόλλαβος ήταν μια πιο κοινή λέξη. Στις πρωτόγονες λύρες τα στριφτάρια ήταν κατασκευασμένα από δέρμα βοδιού· έδεναν σ' αυτά την άκρη της χορδής και με το στρίψιμό τους γύρω στο ζυγόν γινόταν το κούρδισμα. Η τεχνική αυτή βελτιώθηκε με τη χρήση "κλειδιών" (κολλάβων) από ξύλο, μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Οι κόλλαβοι είχαν μικρό στρογγυλό κεφάλι, στερεώνονταν κατά μήκος του ζυγού και με περιστροφική κίνηση οι χορδές τεντώνονταν. Ησ.: "κόλλοπες· οι κόλλαβοι περί ους αι χορδαί" (κόλλοπες ήταν κόλλαβοι [στριφτάρια], γύρω από τους οποίους οι χορδές [περιτυλίγονταν και κουρδίζονταν]). Ο Θέων o Σμυρναίος (σ. 57) καθορίζει: "έτι δε της τάσεως γινομένης κατά την στροφήν των κολλάβων" (και το τέντωμα [της χορδής] γίνεται με τη στροφή των κολλάβων). Πρβ. Πολυδ. IV, 62· Πτολεμ. III, 1, έκδ. I.D. 85, 32· βλ. επίσης λ. επιτόνιον.

Κολλοβός: πιο ορθό κολοβός· κολοβός, ακρωτηριασμένος. Έτσι ονομαζόταν ένας κιθαρωδικός νόμος, που αναφέρει ο Ησύχιος: "κολλοβός· κονδός, σμικρός, ολιγοστός ή εστερημένος, και νόμος τις κιθαρωδικός". Καμιά πληροφορία δε δίνεται για το χαρακτήρα του.

Κολοφωνία: κολοφώνιο· ρητίνη με την οποία οι αρχαίοι'Έλληνες επάλειφαν τις χορδές των οργάνων (Δημ.). Ονομάστηκε έτσι από την πόλη Κολοφών της Ιωνίας, όπου έβγαινε καλή ρητίνη και εξαγόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό, οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν όργανα με τόξο (δοξάρι) και, επομένως, δε χρησιμοποιούσαν τη ρητίνη όπως σήμερα.

Κόμμα: (α) η διαφορά ανάμεσα σε επτά οκτάβες και δώδεκα πέμπτες. Αυτό ήταν το Πυθαγόρειο κόμμα ή διατονικό κόμμα. Το κόμμα του Διδύμου ή Διδύμειο κόμμα, που ονομαζόταν και σύντονο ή απλά "κόμμα", ήταν η διαφορά ανάμεσα στον μείζονα τόνο (9:8) και τον ελάσσονα (10:9), δηλ. 81:80, ή ανάμεσα σ' ένα διατονικό ημιτόνιο (16:15) και ένα πυθαγόρειο λείμμα (256:243), δηλ. 3888:3840 ή 81:80. (β) κόμμα ήταν ένα ποιητικό ή μελωδικό τμήμα. Τα κόμματα ήταν μικρά τμήματα, που ακολουθούσαν το ένα το άλλο κατά τη διάρκεια του νόμου. Το επίθετο κομματικός χρησιμοποιούνταν για το τραγούδι, που ήταν διαιρεμένο σε τμήματα. Το ουδέτερο με τη λέξη μέλος (κομματικόν μέλος) ήταν συνώνυμο του κομμός.

Κομμάτιον: το πρώτο από τα επτά μέρη της κωμικής παράβασης. Αποτελούνταν από ένα μικρό τραγούδι· Πολυδ. (IV, 112): "ών το μεν κομμάτιον καταβολή τις επί βραχέος μέρους" (από τα οποία [δηλ. τα επτά μέρη της παράβασης] το κομμάτιο ήταν εισαγωγή μικρής διάρκειας). Schol. Aristoph.: "το κομμάτιο αποτελείται από δύο ή τρεις στίχους, ποτέ τέσσερις".

Κομμός: χτύπημα γενικά· χτύπημα της κεφαλής και του στήθους κατά το θρήνο· κατ' επέκταση μοιρολόι. Κομμός ήταν ο θρήνος, το μοιρολόι στο αρχαίο δράμα· τραγουδιόταν διαδοχικά (εναλλάξ) από τους ηθοποιούς και το χορό. (Αριστοτ. Ποιητ. 1452Β, 12, 9): "κομμός δε θρήνος κοινός χορού και από σκηνής" (κομμός, είναι ο κοινός θρήνος του χορού και όσων είναι στη σκηνή). Ο κομμός ονομαζόταν και κομματικόν μέλος.

Κομπισμός-Μελισμός: κομπισμός ήταν η επανάληψη της ίδιας νότας στην οργανική μελωδία· μελισμός, το αντίστοιχο στη φωνητική μελωδία. Πρβ. Βρυέν. (έκδ. Wallis III, 480): "όταν τον αυτόν φθόγγον πλεονάκις ή άπαξ κατά μέλος οργανικόν παραλαμβάνωμεν" (κομπισμός είναι όταν στην οργανική μελωδία επαναλαμβάνουμε την ίδια νότα περισσότερο από μία φορά). "Και μελισμός, όταν επαναλαμβάνουμε την ίδια νότα περισσότερο από μία φορά, στη φωνητική μελωδία με μια έναρθρη συλλαβή" ("...κατά μουσικόν μέλος, μετά τίνος ενάρθρου συλλαβής παραλαμβάνωμεν"). Πρβ. Ανών. Bell. 25, 9α, β. Ο Α. J. H.Vincent (Notices 53) δίνει την ακόλουθη ερμηνεία του κομπισμού και του μελισμού (α, β), που είναι βασικά διαφορετική από εκείνη του Βρυέννιου (γ) και του Bellermann (δ): Βλ. τα λ. υφέν και εκκρουσμός.

Kοντάκιο:τροπάριο που ονομάστηκε έτσι από το κοντάρι στο οποίο τυλίγονταντο χαρτί όπου γράφονταν το κοντάκιο. Περιέχει την υπόθεση της εορτής και ψάλλεται μετά το εισοδικό.

Κόρδαξ: κωμικός χορός· επίσης, χορός της αρχαίας κωμωδίας. Τον θεωρούσαν χιουμοριστικό και κάποτε κοινό ή χυδαίο ή ακόμα άσεμνο. Ο Αθήναιος τον βάζει μαζί με την υπορχηματική όρχηση, προσθέτοντας ότι και οι δύο είναι "παιγνιώδεις" (ΙΔ', 630Ε, 28) λίγο πιο κάτω (631D) λέει: "ο μεν κόρδαξ παρ' Έλλησι φορτικός" (ο κόρδαξ είναι στους Έλληνες οχληρός [ή αγροίκος, χυδαίος]). Ο Πολυδεύκης (IV, 99) τον χαρακτηρίζει κωμικό· "είδη δε ορχημάτων, εμμέλεια τραγική, κόρδακες κωμικοί, σικιννίς σατυρική". Η Σούδα γράφει: "κορδακίζειν· αίσχρώς ορχείται. Κόρδαξ γαρ είδος ορχήσεως κωμικής". Η εκτέλεση του κόρδακα λεγόταν κορδακισμός και κορδάκισμα· Ησ.: "οι κορδακισμοί, τα αστεία και οι κωμικοί τρόποι των μίμων". Γενικά, κορδακισμός και κορδάκισμα χρησιμοποιούνταν με τη σημασία του άσεμνου χορού. Κορδακιστής, ο χορευτής του κόρδακα, Βλ. επίσης, για τον κόρδακα, Λουκ. Περί ορχήσεως 22· Αριστοφ. Νεφέλαι 540· Παυσαν. ς', 22, 1, κτλ

Κόριννα: λυρική ποιήτρια του 6ου αι. π.Χ. Γεννήθηκε στη Βοιωτία (στην Τανάγρα ή στη Θήβα) και υπήρξε μαθήτρια της Μυρτίδας. Σύμφωνα με τη Σούδα, νίκησε τον Πίνδαρο πέντε φορές σε λυρικούς αγώνες και συνέθεσε πέντε τόμους με λυρικούς νόμους και επιγράμματα· "ενίκησε δε πεντάκις ως λόγος Πίνδαρον. Έγραψε βιβλία πέντε και επιγράμματα και νόμους λυρικούς".Βλ. Bergk PLG 543-553 και Anth. Lyr. 269-272, μικρά αποσπάσματα· επίσης, Page PMG 325-358, αποσπ. 654-695Α.

Κορύβαντες: ιερείς της Κυβέλης (ή της Ρέας) στη Φρυγία, συνδεδεμένοι και με τον Διόνυσο. Οι ιεροτελεστίες τους συνοδεύονταν με οργιαστική και έξαλλη ορχηση και με θορυβώδη και πολύ ερεθιστική μουσική.Η λέξη κορύβας, ως ουσιαστικό, σήμαινε ενθουσιασμό. Κορυβάντεια ρόπτρα, ταμπουρίνα κορυβάντεια (βλ. λ. ρόπτρον). Κορυβαντείον, ο ναός· κορυβαντισμός, εξαγνισμός με κορυβαντική ιεροτελεστία. Το ρήμα κορυβαντίζω σημαίνει εξαγνίζω με κορυβαντική τελετουργία. Το ρήμα κορυβαντιώ, καταλαμβάνομαι από κορυβαντική φρενίτιδα, τρελαίνομαι κάπως ("παρεμμαίνεσθαι". Τίμαιος, Λεξ. Πλατωνικό)· κατά το LSJ, "εκτελώ την κορυβαντική τελετουργία".

Κορυθαλλίστριαι και κορυθαλίστριαι· χορεύτριες που χόρευαν προς τιμή της Αρτέμιδας κατά την τελετή του γάμου ή σε γιορτές εφήβων. Φορούσαν ανδρικά φορέματα και ξύλινες μάσκες και οι κινήσεις τους ήταν πάντα ευπρεπείς. Ο χορός τους συνδεόταν με τη γονιμότητα. Σημείωση: Κορυθάλη ή κορυθαλία ήταν μια επίκληση στην Άρτεμη (στη Σπάρτη), προστάτιδα της ευφορίας και της γονιμότητας. Έτσι ονομαζόταν επίσης ένας κλάδος ή στεφάνι ελιάς που φορούσαν κατά τους εορτασμούς αυτούς.·

Κορυφαίος: ο αρχηγός του χορού στο αρχαίο δράμα. Ονομαζόταν και ηγεμών χορού και έξαρχος. Πολυδ. (IV, 106): "ηγεμών χορού· κορυφαίος χορού".

Κορώνισμα: τραγούδι του κόρακα· τραγούδι αλητών, που, κρατώντας κορώνη στο χέρι τους, γύριζαν εδώ κι εκεί και τραγουδούσαν για επαιτεία ή για συλλογή χρημάτων. Τα τραγούδια τους λέγονταν κορωνίσματα· πρβ. Αγνοκλής στον Αθήναιο (Η', 360Β): "τα αδόμενα δε υπ' αυτών κορωνίσματα καλείται". Οι τραγουδιστές αυτοί λέγονταν κορωνισταί· το ρήμα κορωνίζω σήμαινε περιφέρομαι εδώ κι εκεί κρατώντας την κορώνη και τραγουδώντας το κορώνισμα. Βλ. λ. χελιδόνισμα.

Κουδούνια:Γνωστό στους αρχαίους πολιτισμούς (Κίνα, Ινδία, Αίγυπτο, αρχ. Ελλάδα), το κουδούνι ήταν αρχικά ένα φυλαχτό για τα ζώα και τους ιερούς χώρους. Αργότερα αυτή η αποτρεπτική του ιδιότητα ατόνησε και έγινε κυρίως ποιμενικό εργαλείο: βοηθάει τον τσοπάνη στη δουλειά του και του δίνει χαρά με τον ήχο του. Η επιλογή και ο συνδυασμός των κατάλληλων κουδουνιών (αρμάτωμα του κοπαδιού) είναι βασικό μέλημα των τσοπάνηδων, μια τέχνη που απαιτεί γνώση κι ευαισθησία, ενώ συχνά συντονίζουν τη φλογέρα τους με τον ήχο των κουδουνιών του κοπαδιού. Τα ελληνικά κουδούνια είναι σφυρήλατα (από λαμαρίνα) ή χυτά (από μπρούντζο). Τους δίνουν τον ήχο (τα σκαλίζουν ή τα ξεφωνίζουν) είτε με ειδική σφυρηλάτηση - χαρακιές στο κάτω μέρος (τα σφυρήλατα) ή με λιμάρισμα της εξωτερικής επιφάνειας γύρω στα χείλη (τα χυτά). Τα μεγάλα κουδούνια αποτελούν εξάρτημα στις ζωομορφικές μεταμφιέσεις του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων ή της Αποκριάς σε έθιμα και τελετουργίες για την καλοχρονιά και τη γονιμότητα.Ο μαγικός- αποτρεπτικός ρόλος του κουδουνιού επιβιώνει στα μικρά σφαιρικά κουδουνάκια που χρησιμοποιούνται στη χριστιανική λατρεία (στα άμφια του δεσπότη, τα θυμιατά, τις εικόνες των αναστενάρηδων). Ως "μουσικά όργανα" τα κουδουνάκια αυτά λειτουργούν στο παραδοσιακό δοξάρι της αχλαδόσχημης λύρας (Κρήτη, Δωδεκάνησα), συνοδεύοντας ρυθμικά αλλά και με τη χροιά του ήχου τους τη μελωδία. Ανάλογη λειτουργία έχουν κρεμασμένα σε τουμπελέκια ή παλιότερα, σε νταούλια, όπως και στο ηχητικό αντικείμενο χελιδόνα, που συνοδεύει τα κάλαντα της 1ης Μαρτίου για τον ερχομό της 'Aνοιξης

















Κουτάλια: Τα κουτάλια, κατασκευασμένα από σκληρό ξύλο, χρησιμοποιούνται ως κρουστό όργανο. Συνοδεύουν ρυθμικά αντικριστούς ή κυκλικούς χορούς, καθώς και το τραγούδι. Τα χρησιμοποιούν και οι ίδιοι οι χορευτές -περισσότερο οι γυναίκες- και .συνανιώνται κυρίως σε χορούς και τραγούδια της Μ.Ασίας και των νησιών (ιδιαίτερα αυτών κοντά στα μικρασιατικά παράλια). Παίζονται μόνα τους , με ντέφι ή με άλλα μελωδικά όργανα (ταμπουρά, ούτι, λύρα κ.ά.)



Κόχλος:: οστρακόδερμο με ελικοειδές όστρακο· το χρησιμοποιούσαν σαν σάλπιγγα. Ευριπ. (Ιφιγένεια εν Ταύροις 303): "κόχλους τε φυσών" (φυσώντας τις σάλπιγγες).

Κραδίας: (και κραδίης) νόμος· αρχαίος αυλητικός νόμος, εκτελούμενος κατά το μαστίγωμα των μάγων. Ησ.: "κραδίης νόμος· νόμον τινά επαυλούσι τοις εκπεμπομένοις φαρμακοίς, κράδαις και θρίοις επιρραβδιζομένοις" (κραδίης νόμος· νόμος που παίζουν στον αυλό κατά το μαστίγωμα των μάγων με κλώνους συκιάς και σχοινί). Και ο Πλούταρχος (Περί μουσ. 1133F, 8) ομιλεί για το νόμο αυτό: "και υπάρχει ένας άλλος αρχαίος νόμος, ονομαζόμενος κραδίας, τον οποίο, καθώς λέει ο Ιππώναξ, ο Μίμνερμος έπαιζε στον αυλό". Σημειώσεις: 1. κράδη· η άκρη από ένα κλωνάρι, ιδιαίτερα της συκιάς. 2. φαρμακός· μάγος, απατεώνας, κατ' επέκταση, κακούργος. Σούδα: "φαρμακός· ο επί καθαρμώ πόλεως αναιρούμενος, άλλως κάθαρμα, κακούργος, θυσιαζόμενος προς εξιλασμόν άλλων" (φαρμακός· αυτός που θυσιαζόταν για τον εξαγνισμό μιας πόλης, ένα κάθαρμα, κακούργος θυσιαζόμενος για τον εξιλασμό των άλλων). Ο φαρμακός ονομαζόταν και κραδησίτης, γιατί μαστιγωνόταν με κράδες (κλωνάρια συκιάς)· Ησ.: "κραδησίτης· φαρμακός ο ταις κράδαις βαλλόμενος".

Κράτης: αυλητής και συνθέτης του 7ου αι. π.Χ. Τίποτε για τη ζωή του δεν είναι γνωστό. Αναφέρεται ως οπαδός του Ολύμπου και ως επινοητής του πολυκέφαλου νόμου, που άλλες πηγές αποδίδουν στον Όλυμπο τον πρώτο ή ακόμα στην Αθηνά (πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1133D, 7).

Κρεγμός: το χτύπημα των χορδών με πλήκτρο. βλ. λ. κρέκω.

Κρέκω: χτυπώ τις χορδές με πλήκτρο· "κρέκειν μάγαδιν" ή "κιθάραν". Από αυτή την άποψη το κρέκω ήταν συνώνυμο του πλήσσω, από το οποίο προήλθε η λέξη πλήκτρο. Ο όρος κρέκω σε περίπτωση πνευστών οργάνων σήμαινε παίζω· Αριστοφ. (Όρνιθες 682): "αλλ' ώ καλλιβόαν κρέκουσ' αυλόν" (αλλά στον οποίο παίζουν τον μελωδικό αυλό). Η Σούδα γράφει: "κρέκειν και κρεκόντων, κρουόντων την κιθάραν" και "κρέκω· το ηχώ... πλάκτρω Λοκρίς έκρεξε" (κρέκω· ηχώ... η Λοκρίδα κορασίδα έπαιξε με το πλήκτρο). Το ρήμα κρέκω σήμαινε επίσης κάνω θόρυβο· Αριστοφ. (Όρνιθες 771-772): "συμμιγή βοήν ομού πτεροίσι κρέκοντες ίαχον Απόλλω" (ξεσηκώνοντας [οι κύκνοι] μαζί έναν ανάμεικτο θόρυβο [βοή] με τα φτερά τους σαν τραγούδι προς τιμήν του Απόλλωνα). Ο Ησύχιος στη λέξη κρέκειν γράφει απλά: "κρέκειν· κιθαρίζειν". Κρεγμός· ο ήχος που παράγεται από ένα έγχορδο όργανο όταν χτυπηθεί· Επίχαρμος (στον Αθήν. Δ', 183C, 81): "πυκινών κρεγμών ακροαζομένα [Σεμέλη]" ([Η Σεμέλη] ακούοντας τους ακατάπαυστους [ζωηρούς] ήχους)· βλ. ολόκληρο το κείμενο στο λ. παριαμβίς..Σημείωση: Το ρήμα ανακρέκομαι απαντά επίσης με τη σημασία του κρέκω.

Κρέμβαλον: συνήθως στον πληθυντικό κρέμβαλα· βλ. λ. κρόταλα.

Κρέξος: (περ. 450-400 π.Χ.)· ποιητής και συνθέτης διθυράμβων. Θεωρείται ο πρώτος που εισήγαγε στο διθύραμβο την "κρούσιν υπό την ωδήν" (μια έκφραση που πιθανότατα σήμαινε τη συνοδεία του τραγουδιού στην κιθάρα με διαφορετικές νότες). Πριν από αυτόν έπαιζαν στην κιθάρα τις ίδιες νότες του τραγουδιού ("πρόσχορδα κρούειν", δηλ. να διπλασιάζεται στην ταυτοφωνία το φωνητικό μέρος πάνω στο όργανο). Εισήγαγε επίσης στο διθύραμβο την εναλλακτική απαγγελία και το τραγούδι με συνοδεία κιθάρας, μια καινοτομία που ο Αρχίλοχος είχε καθιερώσει με ιαμβικούς στίχους (ιάμβεια). Πρβ. Πλούτ. Περί μουσ. 1141Α-Β, 28· επίσης λ. πρόσχορδος

Κρητικός: κρητικός ποιητικός πους, - U -, που λεγόταν επίσης αμφίμακρος (με δύο μακρές συλλαβές στα δύο άκρα). Το επίθετο κρητικός χαρακτηρίζει συχνά τις λέξεις ρυθμός, μέτρο, μέλος· π.χ. κρητικός ρυθμός, κρητικόν μέτρον, κρητικόν μέλος.

Κρόταλα: κρουστό όργανο, από δύο κοίλα κομμάτια οστράκου, ξύλου ή μετάλλου· σε διάφορα σχήματα. Τα κρόταλα χρησιμοποιούνταν, όπως οι καστανιέτες, για να κρατούν το ρυθμό των χορευτών, ιδιαίτερα στις τελετές της Κυβέλης και του Διόνυσου. Συνήθως δένονταν μαζί ή ένα σε κάθε χέρι. Ευστάθ. (Παρεκβολαί Ιλ. II, XI, 160): "σκευός τι εξ οστράκου ή ξύλου ή χαλκού, ό εν χερσί κρατούμενον θορυβεί". Τα κρόταλα τα χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά γυναίκες· Ηρόδ. (Β', 60): "αί μέν τίνες των γυναικών κρόταλα έχουσαι κροταλίζουσι" (μερικές από τις γυναίκες κρατώντας κρόταλα κροταλίζουν [παίζουν χτυπώντας τα]). Βλ. Ιλιάδα Λ 160. Η λέξη κρέμβαλον χρησιμοποιείται συχνά για το κρόταλο και το ρήμα κρεμβαλι[ά]ζω για το κροταλίζω. Αθήν. (ΙΔ', 636D): "το τούτοις [κρεμβάλοις] κρούειν κρεμβαλιάζειν είρηκεν [Έρμιππος]" (το χτυπώ τα κρέμβαλα ονομαζόταν [από τον Έρμιππο] κρεμβαλιάζω). Το χτύπημα των κρεμβάλων ονομαζόταν κρεμβαλιαστύς (η). Ο ήχος που παραγόταν από το χτύπημα των κροτάλων λεγόταν ρύμβος ή ρόμβος.




Κρούμα: και κρούσμα· αρχικά, το αποτέλεσμα του κρούω· χτύπημα. Στη μουσική, ο όρος (συνήθως στον πληθυντικό κρούματα) σήμαινε: (α) τον ήχο που παράγεται από χτύπημα με πλήκτρο πάνω στις χορδές εγχόρδων οργάνων και γενικά τον ήχο των εγχόρδων. Ιπποκρ. (Περί διαίτης Ι, 18): "κρούεται δε τα κρούματα εν μουσική τα μεν άνω, τα δε κάτω" (οι νότες που παράγονται, όταν χτυπούμε, στη μουσική είναι άλλες ψηλές, άλλες χαμηλές). (β) κατ' επέκταση τον ήχο και των πνευστών οργάνων· Πολυδ. (IV, 84): "τα σαλπιστικά κρούματα". (γ) σε ευρύτερη σημασία, μια μουσική σύνθεση ή κομμάτι μουσικής· Πλούτ. (Περί μουσ. 1142Β, 31): "και των λοιπών, όσοι των λυρικών άνδρες εγένοντο ποιηταί κρουμάτων αγαθοί" (και από τους άλλους λυρικούς ποιητές εκείνοι που υπήρξαν άξιοι δημιουργοί μουσικών συνθέσεων). Πρβ. Δίων Χρυσ. (Περί βασιλείας Ι, 1, 4). Συναντούμε επίσης το επίθετο κρουματικός· κρουματική μουσική, μουσική εγχόρδων, αλλά καμιά φορά και μουσική πνευστών οργάνων. Κρουματική διάλεκτος· οργανική ή γενικά μουσική διάλεκτος, στίλ. Πλούτ. (ό.π. 1132Β, 21): "και τα περί τάς κρουματικάς δέ διαλέκτους τότε ποικιλώτερα ήν" (και το μουσικό στίλ ήταν τότε πιο ποικίλο [από ό,τι είναι σήμερα]). Βλ. τα λ. διάλεκτος και κρούσις.

Κρουπέζιον: υποκοριστικό του κρούπεζα· ξύλινο παπούτσι χρησιμοποιούμενο για να χτυπά το χρόνο. Συνήθως ένα μικρό μετάλλινο κομμάτι στερεωνόταν από κάτω, ώστε το χτύπημα του χρόνου να είναι καθαρότερο και δυνατότερο. Πολυδ. (VII, 87): "τα δέ κρουπέζια, ξύλινον υπόδημα, πεποιημένον εις ενδόσιμον χορού. Κρουπεζοφόρους δ' είπε τους Βοιωτούς Κρατίνος δια τα εν αυλητική κρούματα" (τα κρουπέζια [ήταν] ξύλινα παπούτσια [ή σαντάλια], που χρησίμευαν για να κρατούν το χρόνο στο χορό. Και ο Κρατίνος ονόμασε τους Βοιωτούς κρουπεζοφόρους [που έφεραν κρουπέζια] για το χτύπημα του χρόνου κατά τις αυλητικές εκτελέσεις).Με την ίδια σημασία συναντούμε και τις λέξεις κρούπεζα (πληθ. κρούπεζαι) και κρούπαλον. Πρβ. Φώτ. Λεξ. στη λέξη κρούπεζαι. Τα κρουπέζια ή κρούπαλα τα φορούσε ο κορυφαίος του χορού, που οδηγούσε την όρχηση χτυπώντας το χρόνο. Ο όρος ποδοψόφος χρησιμοποιούνταν επίσης για τον άνθρωπο που χτυπούσε το χρόνο με το πόδι.

Κρουσίθυρον: βλ. λ. θυροκοπικόν

Κρούσις: η πράξη του χτυπώ· επίσης, το χτύπημα. Η κρούση ενός εγχόρδου οργάνου· συνεκδοχικά μουσική για έγχορδα. Φιλόδημος (Περί μουσικής Δ', 13, έκδ. J. Kempe 1884): "κρούσεις και ωδαί" (οργανική [εγχόρδων] και φωνητική μουσική). Ο όρος κρούσις υπό την ωδήν ερμηνεύεται γενικά ότι σημαίνει "συνοδεία ενός τραγουδιού με όργανο, που παίζει διαφορετικές νότες από εκείνες του φωνητικού μέρους"· πρβ. πρόσχορδα κρούειν στο λ. πρόσχορδος. Όταν η κρούση συνόδευε το τραγούδι έπαιρνε πάντα το ψηλότερο μέρος· Αριστοτ. (Προβλ. XIX, 12): "Δια τί των χορδών η βαρύτερα αεί το μέλος λαμβάνει;" (Γιατί η μελωδία δίνεται πάντοτε στη χαμηλότερη χορδή;). Βλ. Πλούτ. Περί μουσ. 1141Α, 27· επίσης, λ. Αρχίλοχος.

Κρουστά: όργανα· επίσης κρουόμενα (από το κρούω). Όργανα που παράγουν ήχο με κρούση. Έτσι γενικά ονομάζονταν τα έγχορδα· πρβ. έγχορδα. Ο Νικόμαχος (Εγχ. 2) χρησιμοποιεί καθαρά τον όρο με τη σημασία των κρουστών οργάνων, όπως τα εννοούμε σήμερα, όταν λέει: "επί της των οργάνων εντατών τε και εμπνευστών και κρουστών". Τα κρουστά όργανα δεν χρησιμοποιούνταν για καθαρά μουσικούς σκοπούς. Τα χρησιμοποιούσαν κυρίως σε οργιαστικές λατρείες και τελετές, ιδιαίτερα προς τιμήν της Κυβέλης και του Διόνυσου. Πολλά από αυτά ήταν ξενικής προέλευσης, κυρίως ασιατικής. Τέτοια όργανα ήταν τα κρέμβαλα, τα κρόταλα, το σείστρον, τα κύμβαλα και το τύμπανον. Το επίθετο κρουστικός στη μουσική χρησιμοποιούνταν με την έννοια "κατάλληλος να παράγει ήχο" (κατά το LSJ: "ικανός να ηχεί τη σωστή νότα"· κατά το λεξικό Δημ.: "αυτός που παράγει διαπεραστικό ήχο"). Αριστοτ. (Προβλ. XIX, 10): "...κρουστικά δε μάλλον τα όργανα του στόματος" (...αλλά τα όργανα χτυπούν [και παράγουν] τη νότα πιο αποτελεσματικά από το [ανθρώπινο] στόμα).

Κτησίβιος: (3ος ή 2ος αι. π.Χ.)· μηχανικός. Γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του. Στον Αθήναιο (Δ', 174Β και D, 75) ο Αλκείδης λέει, ολότελα αστήρικτα, πως ήταν κουρέας (!) και ότι έζησε τον καιρό του [Πτολεμαίου VII] Ευεργέτη II (146-116/117 π.Χ.). Πιο πέρα όμως (174Ε) λέγεται πως, κατά το βιβλίο του Τρύφωνα Περί αυλών και οργάνων, ο Κτησίβιος ήταν μηχανικός. Ως προς την εποχή του, υπήρξαν διάφορες απόψεις· από μερικούς τοποθετείται στην εποχή του Πτολεμαίου ΙΙΙ-Ευεργέτη Ι (246-222 π.Χ.) και από άλλους γύρω στο 180 π.Χ. (βλ. και παραπάνω, τα στοιχεία που αναφέρονται στον Αθήναιο). Στον Κτησίβιο αποδίδεται γενικά η εφεύρεση της ύδραυλης. Θεωρείται ακόμα πρωτοπόρος στην επιστήμη των μηχανικών ιδιοτήτων του αέρα και έγραψε, ανάμεσα σε άλλα, βιβλίο με τίτλο Υπομνήματα μηχανικά, που δεν διασώθηκε. Σε αυτόν αποδίδονται ακόμη η κατασκευή ενός υδραυλικού ρολογιού και διαφόρων υδραυλικών μηχανών. Γενικά, θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους μηχανικούς της αρχαιότητας.

Κύκλιος: κυκλικός· στρογγυλός σε μια γενική έννοια. Κύκλιος χορός· χορός [[[όρχησις]]] με κυκλική διάταξη των χορευτών, που χορευόταν ιδιαίτερα γύρω από το βωμό (κυρίως του Διόνυσου)· διθύραμβος. Καλλίμ. (Ύμνος στη Δήλο 313): "...περί βωμόν κύκλιον ωρχήσαντο, χορού δέ ηγήσατο Θησεύς" (χόρεψαν τον κυκλικό χορό γύρω στο βωμό, με πρώτο τον Θησέα).

κύκλιοι αυληταί αυλητές που έπαιζαν τον αυλό κατά τον κυκλικό χορό. κύκλια μέλη· λυρικά και κυρίως διθυραμβικά τραγούδια (με το ίδιο θέμα). Ο Πολυδεύκης (IV, 78) αναφέρει απλά κύκλιοι νόμοι ("οι δέ Ευΐου νόμοι, κύκλιοι"), χωρίς να δίνει καμιά εξήγηση για το χαρακτήρα τους. Γενικά, μπορεί να ειπωθεί πως οι κυκλικοί χοροί και τα τραγούδια συνδέονταν με το διθύραμβο και τον Διόνυσο

Κύμβαλα: κρουστό όργανο, αποτελούμενο, όπως και τα νεότερα κύμβαλα (piatti), από δύο κοίλα ημισφαιρικά μετάλλινα πιάτα. Τα κύμβαλα ήταν ασιατικής προέλευσης και στην αρχή χρησιμοποιούνταν στις οργιαστικές λατρείες της Κυβέλης και αργότερα του Διόνυσου (Βάκχου). Πλούτ. (Γαμήλια παραγγέλματα 144Ε): "οι δέ κυμβάλοις και τυμπάνοις άχθονται" (και ενοχλούνται με τα κύμβαλα και τα ταμπούρλα). Άλλη λέξη για το κύμβαλο ήταν το βακύλιον ή βαβούλιον. Τα κύμβαλα δεν είχαν για τους Έλληνες καμιά πραγματική μουσική αξία.



κυμβαλίζω παίζω κύμβαλα. κυμβαλιστής και κυμβαλοκρούστης, ο εκτελεστής των κυμβάλων· θηλ. κυμβαλίστρια. κυμβαλισμός· το παίξιμο των κυμβάλων. κυμβάλιον· υποκοριστικό του κυμβάλου· μικρό κύμβαλο.

Κώδων: κουδούνι (κώδωνας) σε σχήμα ανάποδου κυπέλλου. Υπήρχαν δύο τύποι, το απλό και το σύνθετο. Το πρώτο ήταν ένα μετάλλινο κουδούνι κρεμασμένο· παιζόταν με σφυράκι ή μ' ένα γλωσσίδι από μέσα. Το σύνθετο ήταν μια σειρά από κουδούνια, που παίζονταν με ξύλινο ραβδί. Τα κουδούνια ήταν κατασκευασμένα από κατεργασμένο χαλκό (χαλκήλατοι κώδωνες) ή, καμιά φορά, από πηλό. Η λέξη κώδων χρησιμοποιήθηκε και για την "καμπάνα" της σάλπιγγας, ακόμα και για την ίδια τη σάλπιγγα. Πρβ. τα λ. Διοκλής και δίσκος.

Κώλον: μέλος, τμήμα· μια μικρή πρόταση· τμήμα μιας περιόδου. Σε μουσικά κείμενα χρησιμοποιείται με τη σημασία ενός οργανικού τμήματος, σε αντιδιαστολή προς τα φωνητικά μέρη. Ανών. (Bell. 78, 68): "και ότι εν τοις ασμασί ποτε μεσολαβεί και κώλα" (και ότι στα τραγούδια [δηλ. τα φωνητικά μέρη] κάποτε παρεμβάλλονται οργανικά τμήματα). Βλ. λ. λέξις.

Κωμάρχιος Νόμος: Συμποτικό άσμα με συνοδεία αυλού (βλ. κώμος).`Ηταν από τους κύριους αυλωδικούς νόμους και αποδιδόταν στον Κλονά.

Κωμαστική όρχηση: είδος βακχικού χορού συνδεδεμένου με τον κώμο. Επίσης, κωμαστικά μέλη, τραγούδια που τραγουδιόνταν στον κώμο. Βλ. Πολυδ. IV, 100.

Κώμος: (α) είδος βακχικού χορού, που παρουσιαζόταν συνήθως στις διονυσιακές τελετές· Πολυδ. (IV, 100): "και ήταν επίσης ο κώμος, είδος ορχήσεως". (β) εύθυμο συμπόσιο, ακολουθούμενο από θορυβώδη πομπή στους δρόμους, συνήθως νέων ανθρώπων, μασκοφόρων και στεφανωμένων, που κρατούσαν δαυλούς, τραγουδούσαν με συνοδεία αυλού και χόρευαν. Κώμος λεγόταν και η ίδια η δημόσια πομπή προς τιμή του Διόνυσου. (γ) κώμοι (πληθ.)· τραγούδια με συνοδεία αυλού κατά την κωμαστική πομπή· Ησ.: "ασελγή άσματα, πορνικά". (δ) είδος αύλησης· ο Τρύφων στο δεύτερο βιβλίο του των Ονομασιών περιλαμβάνει τον κώμο στον κατάλογο των αυλήσεων βλ. λ. αύλησις. (ε) κώμος λεγόταν και η ομάδα εκείνων που λάμβαναν μέρος στην πομπή, που με τραγούδια συνόδευε τους νικητές στους αθλητικούς αγώνες

.




 



 
©2010