Αλφα

Βήτα

Γάμμα

Δέλτα

Έψιλον

Ζήτα

Ήτα

Θήτα

Ιώτα

Κάππα

Λάμδα

Μι

Νι

Ξι

Όμικρον

Πι

Ρω

Σίγμα

Ταύ

Ύψιλον

Φι

Χι

Ψι

Ωμέγα






Εγκυκλοπαίδεια





 


Ξι


 


Ξάνθος: λυρικός ποιητής (μελοποιός) του 7ου αι. π.Χ. Αναφέρεται ως συνθέτης αρχαιότερος του Στησίχορου, ο οποίος επηρεάστηκε από αυτόν και μιμήθηκε τα θέματά του. Ανάμεσα στα έργα του αναφέρεται μια Ορέστεια· στον Ξάνθο αναφέρεται η ακόλουθη φράση από τον Αθήναιο (IB', 513Α, 6): "Ξάνθος δ' ο μελοποιός, πρεσβύτερος δε Στησιχόρου".

Ξενόδαμος; μουσικός του 7ου αι. π.Χ. από τα Κύθηρα. Υπήρξε ένα από τα εξέχοντα μέλη της δεύτερης μουσικής σχολής της Σπάρτης και του αποδίδανε, μαζί με τον Θαλήτα, τον Πολύμνηστο, τον Σακάδα και τον Ξενόκριτο, την εισαγωγή των γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη. Ο Ξενόδαμος συνέθεσε υπορχήματα, ένα από τα οποία υπήρχε ακόμα στην εποχή του Πλουτάρχου (πρβ. Περί μουσ. 1134B-C, 9).

Ξενόκριτος: μουσικός του 7ου αι. π.Χ., από τους Λοκρούς της Ιταλίας. Θεωρούνταν ο εφευρέτης της λοκρικής αρμονίας και ανήκε στη δεύτερη μουσική σχολή της Σπάρτης (η πρώτη ιδρύθηκε από τον Τέρπανδρο). Σε αυτόν, μαζί με τον Θαλήτα, τον Ξενόδαμο, τον Πολύμνηστο και τον Σακάδα, αποδιδόταν η εισαγωγή των γυμνοπαιδιών στη Σπάρτη (Πλούτ. Περί μουσ. 1134B-C, 9). Τα θέματα των τραγουδιών του είχαν ηρωικό χαρακτήρα και ονομάζονταν από μερικούς διθύραμβοι (Πλούτ. ό.π.).

Ξιφισμός: χορός του σπαθιού. Πολυδ. (IV, 100): "εκαλείτο δε τι και ξιφισμός" (και [ένα είδος χορού] ονομαζόταν ξιφισμός). Ο Ησύχιος και ο Αθήναιος θεωρούν τον ξιφισμό σχήμα (φιγούρα) χορού. (Ησ.: "σχήμα ορχηστικόν της λεγομένης εμμελείας ορχήσεως"· πρβ. Αθήν. ΙΔ', 629F, 27.) Το ρήμα ξιφίζω σήμαινε χορεύω το χορό του σπαθιού· ενώ ο Ησύχιος λέει: "ξιφίζειν· ανατείνειν την χείρα και ορχείσθαι" (ξιφίζω· σηκώνω το χέρι και χορεύω). Ίσως "σηκώνω το χέρι, κρατώντας το σπαθί και χορεύω".

Ξυλόφωνον: (από το ξύλον και φωνή)· η λέξη ξυλόφωνον ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα και η χρήση ενός τέτοιου οργάνου από τους Έλληνες είναι αβέβαιη. Ένα όργανο, με άγνωστο όνομα, σε σχήμα μιας μικρής σκάλας, εικονίζεται σε διάφορα αγγεία της Ν. Ιταλίας (κατά το πλείστο από την Αππουλία). Το σχήμα του οργάνου αυτού οδήγησε σε εικασίες ότι μπορούσε να ήταν ένα ξυλόφωνο ή κάποιο είδος σείστρου. Βιβλιογραφία: Max Wegner, Das Musikleben der Griechen, Βερολίνο 1949, σσ. 66-67 και 229 (και πίν. 24). R. P. Winnington-Ingram, "Apulian sistrum" στη μελέτη "Ancient Greek Music: A Bibliography 1932-1957", Lustrum 3, 1958, σ. 19. Ν. Plaoutine et J. Roger, Corpus Vasorum Antiquorum, France 16 (Παρίσι, Musee Rodin), 1945, εικ. 35/3· στο άρθρο του R.P.W.-Ingram πιο πάνω. Riemann Musik Lexikon, Sachteil, Mainz 1967, σ. 1069.




 



 
©2010